Μετά από έντονο παρασκήνιο και τον κίνδυνο ακόμη και οριστικής ρήξης του συνασπισμού, τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατέληξαν σε συμφωνία για τον άνθρωπο που θα επιδιώξει να ανατρέψει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση. O «εκλεκτός» του μπλοκ της αντιπολίτευσης, δηλαδή στην πραγματικότητα του κεμαλικού «CHP» και του εθνικιστικού Ιγί της Μεράλ Ακσενέρ καθώς η επιρροή των υπόλοιπων κομμάτων είναι ισχνή έως μηδενική, είναι ο 75χρονος βετεράνος πολιτικός, και ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), Kεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Η συμφωνία, που εξελίχθηκε σε ένα πολιτικό θρίλερ καταδεικνύοντας τις παθογένειες της τουρκικής αντιπολίτευσης, «ανοίγει» τη μάχη για τον προεδρικό θώκο και το ερώτημα που κυριαρχεί είναι εάν ο Κιλιτσντάρογλου μπορεί να «εκθρονίσει» τον Ερντογάν.
Επικεφαλής του CHP από το 2010, ο Κιλιτσντάρογλου, που παρουσίασε την Τρίτη (7 Μαρτίου) το πρόγραμμα της αντιπολίτευσης, απέκτησε δημοφιλία και διεθνή φήμη με την πορεία από την Άγκυρα στην Κωνσταντινούπολη το 2017 ενάντια στις αθρόες συλλήψεις μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Μια πορεία 450 χλμ., που ξεκίνησε με μια ομάδα υποστηρικτών του η οποία εξελίχθηκε σε μια διαμαρτυρία με τη συμμετοχή χιλιάδων ανθρώπων.
Θεωρείται επίσης ως «μέτρ» της «πολιτικής συναίνεσης», ωστόσο ουδέποτε έχει επιτύχει μια προσωπική νίκη έναντι του Ερντογάν, αποκτώντας έτσι τον χαρακτηρισμό του «loser». Επίσης – τουλάχιστον μέχρι σήμερα – δεν έχει καταφέρει να αξιοποιήσει ικανοποιητικά τις τουρκικές κρίσεις, κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές, που κλυδώνιζαν το καθεστώς του Ερντογάν.
Είναι ενδεικτικό πως η Μεράλ Ακσενέρ, εδώ και μήνες, διεξήγαγε μια «άτυπη» εκστρατεία ενάντια στην υποψηφιότητά του, χαρακτηρίζοντάς τον επί της ουσίας ως «ακατάλληλο» και προτείνοντας είτε τον δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης Εκρεμ Ιμάμογλου, είτε τον ομόλογό του από την Άγκυρα, Μανσούρ Γιαβάς, λόγω της εθνικιστικής, από το MHP, ιδεολογικής του καταβολής. Δηλαδή τους δύο πολιτικούς που κατάφεραν να πετύχουν εκλογικές νίκες στις προηγούμενες δημοτικές εκλογές ενάντια στους «εκλεκτούς» του Ερντογάν. Στην Τουρκία, μάλιστα, υπάρχει το πολιτικό ρητό που αναφέρει πως «όποιος κερδίζει την Κωνσταντινούπολη, κερδίζει και την Τουρκία».
Ο συμβιβασμός για την αποδοχή της υποψηφιότητας Κιλιτσντάρογλου προβλέπει πως σε περίπτωση νίκης της Εθνικής Συμμαχίας της αντιπολίτευσης, οι Εκρέμ Ιμάμογλου και Μεσούτ Γιαβάς θα χριστούν αντιπρόεδροι με διευρυμένες εξουσίες, ενώ κατά την περίοδο της μετάβασης στο κοινοβουλευτικό σύστημα θα οριστούν επίσης αντιπρόεδροι οι πέντε ηγέτες των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης. Πρόκειται κυρίως για μια επικοινωνιακή κίνηση, χωρίς ιδιαίτερη πολιτική ουσία, καθώς οι αντιπρόεδροι δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη δικαιοδοσία.
Είναι ο Κιλιτσντάρογλου ο κατάλληλος;
Ο Σωτήρης Ρούσσος, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών (ΚΕΜΜΙΣ) στο ίδιο Πανεπιστήμιο, μίλησε στο Newsbeast για τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης, τις πιθανότητες επικράτησής του, το «κλειδί» της κουρδικής ψήφου, αλλά και το ενδεχόμενο να προκύψουν νέα δεδομένα στα ελληνοτουρκικά από την επικράτηση των κεμαλικών.
Όπως αναφέρει ο κ. Ρούσσος πρόκειται για έναν πολιτικό που «εκπροσωπεί όλη την μετακεμαλική παράδοση». «Δηλαδή την παράδοση που εγκαθιδρύθηκε στην Τουρκία μετά το πραξικόπημα του Εβρέν, τη δεκαετία του ’80. Προφανώς δεν είναι όλοι ίδιοι αυτοί που κυβέρνησαν, αλλά τα βασικά χαρακτηριστικά είναι η κοσμικότητα και η σύνδεση στρατού, δικαστικού σώματος, κυβέρνησης και συγκεκριμένων οικονομικών ελίτ που κυριάρχησαν στην Τουρκία μέχρι το 2000 και την άνοδο του Ερντογάν».
«Αυτό εκπροσωπεί σαν θύμηση ο Κιλιτσντάρογλου και αυτό το σύστημα δεν είναι καθόλου δημοφιλές στην Τουρκία. Μπορεί ο Ερντογάν να είναι αυταρχικός, να λειτουργεί με δικτατορικό τρόπο, ωστόσο η περίοδος πριν από το 2000, που ανέλαβε την εξουσία, δεν είναι ιδιαίτερα προσφιλής σε μεγάλα στρώματα της τουρκικής κοινωνίας», τονίζει.
Συνεχίζοντας με τα προβλήματα της υποψηφιότητας Κιλιτσντάρογλου, ο κ. Ρούσσος υπογραμμίζει πως «το δεύτερο μεγάλο πρόβλημά του είναι πως δεν έχει “πολιτική γοητεία”. Δεν έχει δηλαδή αυτή τη χαρισματική προσωπικότητα που θα μπορούσε να κινητοποιήσει μάζες, να γοητεύσει τα μίντια ή να πραγματοποιήσει μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις, μια πολιτική πρακτική ιδιαίτερα δημοφιλής στην Τουρκία».
«Το τρίτο αρνητικό στοιχείο», συμπληρώνει, «είναι πως έχει πάρει κατά καιρούς ακραίες εθνικιστικές θέσεις σε σχέση με τους Κούρδους, πράγμα που δημιουργεί σημαντικό πρόβλημα στην προσέλκυση ψήφων από τους κουρδικούς πληθυσμούς, που είναι πολύ κρίσιμοι στην Τουρκία». Όπως υπενθυμίζει ο καθηγητής, «οι δήμαρχοι της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης, ιδιαίτερα ο Ιμάμογλου, εκλέχθηκε χάρη στις κουρδικές ψήφους. Άρα αυτό το στοιχείο είναι ιδιαίτερα κρίσιμο στις τουρκικές εκλογές. Τα κουρδικά κόμματα είναι πιθανόν είτε να τεθούν εκτός νόμου, είτε να περιοριστούν πάρα πολύ και άρα είναι πάρα πολύ σημαντικό να πάρει κάποιος τις κουρδικές ψήφους».
«Ο Κιλιντσάρογλου δεν μπορεί να το κάνει. Ούτε πιστεύω πως μπορεί να ενώσει στην πραγματικότητα τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Εξάλλου στην πραγματικότητα είναι μόνο δύο, το δικό του, και το Ιγί της Μεράλ Ακσενέρ. Τα υπόλοιπα είναι κόμματα «σφραγίδες» ή κόμματα με πολύ ισχνή εκλογική δύναμη».
Το παρασκήνιο της επιλογής Κιλιτσντάρογλου
Γιατί όμως επιλέχθηκε ο Κιλιτσντάρογλου, που φαίνεται πως δεν ξεκινάει την «κούρσα» από προνομιακή θέση. Όπως εξηγεί ο κ. Ρούσσος, υπάρχουν δύο παράγοντες για την επιλογή του. Πρώτος παράγοντας φαίνεται πως είναι οι προσωπικές του φιλοδοξίες. «Ο Κιλιτσντάρογλου είναι ένας πολιτικός που έχει ηττηθεί από τον Ερντογάν αρκετές φορές. Τώρα βλέπει τη μοναδική ευκαιρία για μια δική του επικράτηση και δεν θα ήθελε να τη χάσει. Πρόκειται για κάτι που παρουσιάζεται μια φορά στη ζωή του και δεν θα ξαναβρεί την ευκαιρία να ανέλθει στο αξίωμα του προέδρου», αναφέρει και προσθέτει: «Πρέπει να τα λαμβάνουμε και αυτά υπόψη όταν αναφερόμαστε σε μια συγκεκριμένη χρονικής συγκυρία».
Επίσης αντικειμενικά το κόμμα του είναι το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης. Το Ιγί, το τρίτο κόμμα της αντιπολίτευσης, απέχει αρκετά σε δυναμική από το CHP. Τα άλλα τέσσερα κόμματα του συνασπισμού, ακόμα κι αν αποχωρήσουν απλά δεν θα βρουν ούτε την ψήφο τους. Θα “πεθάνουν” πολιτικά. Μόνο με την παρουσία τους στον συνασπισμό μπορούν να έχουν μια κάποια επιρροή στα πολιτικά πράγματα της Τουρκίας».
Πολλοί διερωτώνται γιατί δεν επιλέχθηκε ο Εκρέμ Ιμάμογλου, ο οποίος εμφανιζόταν ως το «αστέρι» της τουρκικής αντιπολίτευσης και ο πολιτικός που είχε τις περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει τον Ερντογάν. Η υποψηφιότητά του απορρίφθηκε από τον Κιλιτσντάρογλου και όπως εξηγεί ο κ. Ρούσσος το επιχείρημα που προβάλει έχει μια βάση: «το σύστημα Ερντογάν έχει ξεκινήσει μια δικαστική μάχη ενάντια στον Ιμάμογλου, ο οποίος ήδη έχει καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό. Μια οριστική καταδίκη (σ.σ. που θα σήμαινε και τον αποκλεισμό του από τις εκλογές για κάποιο χρονικό διάστημα) θα ήταν σημαντικό πρόβλημα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας».
«Θα ήταν πολύ αργά για να αντικατασταθεί και να υπάρξει οποιαδήποτε άλλη υποψηφιότητα με δυναμική εντός προεκλογικής περιόδου. Θα δημιουργούσε τεράστιο πρόβλημα στην προεκλογική εκστρατεία της αντιπολίτευσης. Μπορεί να φαίνεται ως πρόφαση, αλλά έχει πραγματική βάση», σημειώνει ο κ. Ρούσσος.
Μπορεί τελικά η αντιπολίτευση να ανατρέψει τον Ερντογάν;
Το καίριο ερώτημα είναι αν τελικά ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης και ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου έχουν τη δυναμική να ανατρέψουν τον Ερντογάν. «Κατά τη γνώμη μου στον πρώτο γύρο η αντιπολίτευση δεν μπορεί να νικήσει τον Ερντογάν. Όλοι εκτιμούν πως ο Ερντογάν έχει τις περισσότερες πιθανότητες να είναι πρώτος. Ωστόσο στο δεύτερο γύρο – σε μεγάλο βαθμό – το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από τη ψήφο των Κούρδων. Αν ήταν ο Ιμάμογλου υποψήφιος υπήρχαν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες η ψήφος των Κούρδων να ήταν θετική. Τώρα με τον Κιλιτσντάρογλου, και το προφίλ που σας περιέγραψα, είναι πολύ πιο δύσκολο», σημειώνει ο κ. Ρούσσος.
Θα αλλάξει κάτι στα ελληνοτουρκικά σε περίπτωση επικράτησης των Κεμαλικών;
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναγνωρίζεται από μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης στην Ελλάδα ως το «πρόβλημα» και η «πηγή» της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μια πιθανή νίκη του κεμαλικού κόμματος θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα; «Δεν νομίζω πως θα αλλάξει κάτι», απαντάει ο κ. Ρούσσος και συμπληρώνει:
«Ίσα – ίσα οι Κεμαλικοί έχουν εκφράσει πιο προκλητικές και αναθεωρητικές απόψεις για τα ελληνοτουρκικά από τον Ερντογάν. Μη ξεχνάμε πως με κεμαλικές και μετακεμαλικές κυβερνήσεις έχουμε δει τις χειρότερες ημέρες των ελληνοτουρκικών σχέσεων: Είτε το Κυπριακό, είτε τα Ίμια, είτε η κρίση του ’87. Άρα λοιπόν δεν θα πρέπει να περιμένουμε κάτι να αλλάξει προς το θετικό. Αντίθετα θα μπορούσαμε να πούμε πως ενδεχομένως να προκληθεί μεγαλύτερη αστάθεια στην Τουρκία με αποτέλεσμα αυτή η αστάθεια να εξαχθεί περισσότερο στα ελληνοτουρκικά».
«Δεν είμαι δηλαδή αισιόδοξος ότι η πολιτική αλλαγή στην Τουρκία θα φέρει και αλλαγή στις σχέσεις με την Ελλάδα. Δεν νομίζω πως υπάρχει κάποια τέτοια περίπτωση. Για πολλά ο Ερντογάν μπορεί να είναι το “πρόβλημα”, αλλά δεν είναι για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δεν κάνει κάτι που δεν θα έκαναν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, πριν από το 2000».