Στην πρώτη του μεγάλη ομιλία, μετά την επανεκλογή του στην προεδρία της Κίνας για τρίτη συναπτή θητεία, ο Σι Τζινπίνγκ έστειλε μήνυμα κυρίως στις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, τονίζοντας πως επιδίωξή του είναι να μετατρέψει τον κινεζικό στρατό σε ένα «ατσάλινο σινικό τείχος» για την προστασία των συμφερόντων της Κίνας. Υπογράμμισε δε την ανάγκη για μεγαλύτερη «ασφάλεια και σταθερότητα» στο εσωτερικό.
Με την ομιλία του Σι Τζινπίνγκ ολοκληρώθηκαν οι ετήσιες εργασίες του Εθνικού Λαϊκού Συνεδρίου, που τον ανέδειξε στον ισχυρότερο ηγέτη της Κίνας εδώ και γενιές.
Σκιαγραφώντας τις προτεραιότητες του για την Κίνα, ο Σι έκανε λόγο για ένα πλήθος προκλήσεων, αναφερόμενος στην ασφάλεια, την οικονομία, και τις σχέσεις της χώρας με τη Δύση. «Η ασφάλεια είναι το θεμέλιο της ανάπτυξης, ενώ η σταθερότητα η προϋπόθεση για την ευημερία», είπε ο πρόεδρος της Κίνας και μίλησε για την ανάγκη να υπάρξει ένα βελτιωμένο «σύστημα εθνικής ασφάλειας» και ένα επίσης βελτιωμένο «σύστημα κοινωνικής διακυβέρνησης», ώστε να διαφυλαχθεί το «νέο πρότυπο ανάπτυξης της Κίνας με μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας».
Η ομιλία του αντανακλούσε τις ανησυχίες που εκφράστηκαν και κατά τη διάρκεια του Εθνικού Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος, τον Οκτώβριο, όταν ο Σι, όπως αναφέρει το Ινστιτούτο Brookings, είχε χρησιμοποιήσει πάνω από 90 φορές τη λέξη «ασφάλεια».
Στο επίκεντρο η Ταϊβάν
Μεταξύ άλλων υπογράμμισε την ανάγκη να αντιταχθεί στις επιρροές «υπέρ της ανεξαρτησίας» στην Ταϊβάν. «Θα πρέπει να αντιταχθούμε ενεργά στις εξωτερικές δυνάμεις και τις αποσχιστικές δραστηριότητες της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν. Θα πρέπει να προωθήσουμε αταλάντευτα την υπόθεση της εθνικής αναζωογόνησης και επανένωσης», είπε χαρακτηριστικά.
Είναι αναγκαίο «να προωθήσουμε πλήρως τον εκσυγχρονισμό της εθνικής άμυνας και των ένοπλων δυνάμεων, να κάνουμε (τον στρατό) σινικό ατσάλινο τείχος που προστατεύει αποτελεσματική την εθνική κυριαρχία, την ασφάλεια και τα συμφέροντα της ανάπτυξης», επέμεινε ο Σι Τζινπίνγκ.
Ο κινέζος ηγέτης καταφέρθηκε εξάλλου για ακόμη μια φορά εναντίον των «εξωτερικών δυνάμεων» που αναμιγνύονται στην Ταϊβάν, που η κινεζική ηγεσία θεωρεί εσωτερική της υπόθεση. Το Πεκίνο θεωρεί τη νήσο των 23 εκατομμυρίων κατοίκων, που έχει δική της κυβέρνηση, αποσκιρτήσασα κινεζική επαρχία που θα πρέπει να επανενωθεί με την ηπειρωτική χώρα. Ο Σι Τζινπίνγκ φαίνεται να προσέφερε στην Ταϊβάν την αποκαλούμενη συμφωνία «μια χώρα, δύο συστήματα», η οποία θεωρητικά θα επέτρεπε μια κάποια αυτονομία, αλλά πάντα υπό την κυριαρχία του Πεκίνου.
Τα τελευταία χρόνια, η σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στη Ταϊβάν και τις ΗΠΑ, κορυφαίο στρατιωτικό σύμμαχο της Ταϊπέι, έχει ανεβάσει το «θερμόμετρο» στην περιοχή με τον κίνδυνο ανάφλεξης. Για τον λόγο αυτό ο κινέζος πρόεδρος δίνει ολοένα και περισσότερο προτεραιότητα στη διεκδίκηση της Κίνας στην Ταϊβάν, χαρακτηρίζοντάς την ως ιστορική επιταγή εν μέσω κλιμακωτών εντάσεων με τις ΗΠΑ.
«Η ασφάλεια (σ.σ. εσωτερικά και εξωτερικά) αποτελεί το πιο σημαντικό κομμάτι στην πολιτική του Σι Τζινπίνγκ», υπογράμμισε στο Al Jazeera ο Alfred Muluan Wu, καθηγητής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης. «Στο εσωτερικό μπορεί να του διασφαλίσει τη θέση του, ακόμη και ισόβια θητεία. Στο εξωτερικό, το πολύ σημαντικό είναι ότι προσπαθεί να δημιουργήσει μια αίσθηση απειλής για την Κίνα, ότι είναι περικυκλωμένη από τις εχθρικές ΗΠΑ και τους δυτικούς συμμάχους τους, επομένως πρέπει να πολεμήσουν όλοι πολύ σκληρά για το καλό της χώρας», προσθέτει.
Είναι ενδεικτικό πως ο Σι Τζινπίνγκ κατά την ομιλία του υπογράμμισε πως η Κίνα βρίσκεται εν μέσω μιας τεράστιας εκστρατείας στρατιωτικού εκσυγχρονισμού, με προοπτική δεκαετίας, η οποία, όπως είπε, «θα προστατεύσει αποτελεσματικά την εθνική κυριαρχία, την ασφάλεια και την ανάπτυξη». Σε αυτό το πλαίσιο, μεταξύ άλλων, δημιουργεί στρατιωτικές βάσεις στη θάλασσα της Νότιας Κίνας επιχειρεί να ενισχύσει την επιρροή της σε γειτονικές περιοχές, από την Καμπότζη μέχρι την Μικρονησία.
Ο Σι είπε επίσης πως η Κίνα πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτάρκεια και ισχύ στο πεδίο της επιστήμης και της τεχνολογίας, καθώς οι ΗΠΑ προσπαθούν να περιορίσουν την κινεζική πρόσβαση σε εξοπλισμό παραγωγής ημιαγωγών και σε άλλες τεχνολογίες αιχμής. Σε ό,τι αφορά την οικονομία, εγκρίθηκε ο στόχος για ανάπτυξη «περί του 5%» με ταυτόχρονη αύξηση 7,2% του αμυντικού προϋπολογισμού.