Υπήρξε ο «πατέρας» της gonzo δημοσιογραφίας, του είδους που παντρεύει τη δημοσιογραφία με την αντισυμβατική λογοτεχνία – μυθοπλασία, απορρίπτοντας την προσποιητή αντικειμενικότητα και εστιάζοντας στην υποκειμενική ματιά και τις προσωπικές εμπειρίες του γραφόντος. Ένας «εκρηκτικός» συνδυασμός υπερβολικού σχολίου, σάτιρας, ευρηματικότητας και καυστικής κριτικής, που συνέβαλε στη δημιουργία του κινήματος της Νέας Δημοσιογραφίας του ’60 και ’70. Με απλά λόγια «ζούμε τα γεγονότα, δεν είμαστε απλοί παρατηρητές, και τα γράφουμε σε πρώτο πρόσωπο, όπως τα ζήσαμε, με τα δικά μας συναισθήματα».
Πρωτίστως ο Χάντερ Τόμσον, που αναδύθηκε από την αντικουλτούρα της δεκαετίας του ’60, ήταν ένας «τρελός» σαν κι αυτούς που περιγράφει ο Τζακ Κέρουακ, ο «βασιλιάς» της γενιάς των μπιτ, ο οποίος αποτέλεσε και έμπνευσή του: «Οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που είναι τρελοί για ζωή, τρελοί για κουβέντα, τρελοί να σωθούν, που θέλουν να τα χαρούν όλα μέσα σε μια και μόνη στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριούνται, ή λένε κοινότοπα πράγματα, αλλά που καίγονται… καίγονται, όμοιοι με τις κίτρινες μυθικές φωτιές των ρωμαϊκών πυρσών, εκπυρσοκροτώντας σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στ’ άστρα και, στη μέση, βλέπουμε το μπλε φως του πυρήνα τους να σκάει κι ο καθένας κάνει: “Άααα!”».
Τέτοιος «τρελός» ήταν… «Θα μπορούσε να οφείλεται στα ναρκωτικά, στην αδρεναλίνη ή στο χρόνο», έλεγε ο Τόμσον για την ένταση που του δίνει ώθηση να γράψει. «Μου έχουν πει τουλάχιστον κάποιοι ειδικοί ότι το είδος της έντασης που έχω δεν μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο διάστημα… είτε θα λιώσω είτε θα εκραγώ, ένα από τα δύο», είχε δηλώσει προοικονομώντας το τέλος του.
Τι είναι η gonzo δημοσιογραφία;
«Τι είναι η gonzo δημοσιογραφία; Αυτή η λέξη με έχει βασανίσει πολύ. Δεν είμαι σίγουρος ότι έκανα gonzo δημοσιογραφία, αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν έκανα αυτό που λέμε “straight” δημοσιογραφία», είχε πει ο Τόμσον όταν κλήθηκε να εξηγήσει το είδος της αντισυμβατικής δημοσιογραφίας που στην πραγματικότητα ο ίδιος δημιούργησε.
Περιγράφοντας την «ουσία» της gonzo δημοσιογραφίας, ο Τόμσον μιλούσε για ένα μίγμα χιούμορ, υψηλού αισθητικού -και πιο παιχνιδιάρικου- στυλ, πιο δραστήριου από την κανονική δημοσιογραφία. «Το μόνο πράγμα που με κάνει να μπορώ πραγματικά να ξεφύγω. Να τρέξει το μυαλό μου, να με κάνει να γελάσω. Καταλαβαίνω ότι ο Ντίκενς θα γελούσε με τη γραφομηχανή του και εγώ δεν γελάω με τη γραφομηχανή μου μέχρι να πετύχω μια από αυτές που θεωρώ αγνές “gonzo” δημιουργίες. Τότε μόνο αξίζει τον κόπο».
«Όταν τα πράγματα γίνονται παράξενα, οι παράξενοι τύποι γίνονται επαγγελματίες»
Ο Χάντερ Τόμσον γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου του 1937 στο Λούισβιλ του Κεντάκι. Από νωρίς έδειξε το ταλέντο του στη συγγραφή, αλλά και την άρνησή του να συμβιβαστεί με τα καθιερωμένα, με τα συμβατικά. Από παιδί δοκίμαζε τα όρια και συχνά έμπλεκε σε περιπέτειες ακόμα και με το νόμο. Ισορροπούσε ανάμεσα στην «πένα» και στα «όπλα». Όταν ήταν ακόμη στο γυμνάσιο έγινε δεκτός σε έναν από τους γνωστούς λογοτεχνικούς συλλόγους της περιοχής, στον οποίο τα μέλη ήταν κυρίως παιδιά «καλών οικογενειών». Ο ίδιος όμως ήταν «αλλεργικός» στο ρόλο του «καλού παιδιού».
Τα κείμενά του ήταν συχνά εμπρηστικά και σαρκαστικά, ενώ η εξωσχολική του δράση ήταν ακόμη πιο προκλητική, φτάνοντας μέχρι και την παραβατικότητα με βανδαλισμούς, κλοπές ακόμη και ληστεία. Εκείνη την περίοδο γεννιέται και η αγάπη του για τα όπλα, που θα τον συντροφεύσει μέχρι το τέλος της ζωής του. Η αποβολή του από τον λογοτεχνικό σύλλογο ήταν αναπόφευκτη, όπως και ο δρόμος προς τη φυλακή. Κατατάχθηκε στην Πολεμική Αεροπορία στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και πριν ακόμη ολοκληρώσει τη θητεία του, «τρύπωσε» στο χώρο της δημοσιογραφίας ως αθλητικός συντάκτης.
Η αποχώρηση – απόλυσή του από την Πολεμική Αεροπορία συνοδεύτηκε με την εξής σύσταση από τον υπεύθυνο της υπηρεσίας: «Συνοπτικά, αυτός ο αεροπόρος, αν και ταλαντούχος, δεν φαίνεται ικανός να ακολουθήσει τους κανονισμούς […] Μερικές φορές η επαναστατική του τάση και η αφ’ υψηλού νοοτροπία του φαίνεται να μεταδίδεται και σε άλλα μέλη του προσωπικού».
Όμως ο Χάντερ Τόμσον είχε βρει ήδη το «επαγγελματικό του καταφύγιο», στο οποίο μάλιστα έμελλε να αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του, αναπτύσσοντας σταδιακά ένα καθηλωτικό και ιδιαίτερα προσωπικό στυλ που έμεινε στην ιστορία ως η «δημοσιογραφία gonzo». Ταξίδεψε σε πολλές περιοχές της χώρας, μέχρι και το Πουέρτο Ρίκο, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα θεμάτων για μέσα ενημέρωσης, κυρίως τοπικού χαρακτήρα. Είχε ξεκινήσει ήδη τη «road movie» της ζωής του, βγαλμένη από τις πιο εθιστικές σελίδες του Τζακ Κέρουακ και των υπόλοιπων μπίτνικς.
Στον ελεύθερο χρόνο του «δούλευε» και πιο προσωπικά έργα. Εκείνη την περίοδο έγραψε και το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Rum Diary, το οποίο απορρίφθηκε από τους εκδότες της εποχής, και τελικά ήρθε στο φως στα τέλη της δεκαετίας του ‘90.
Οι συχνά απότομοι και επιθετικοί τρόποι του του κόστισαν συνεργασίες, ταυτόχρονα όμως τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό στο χώρο της αντικουλτούρας, που εκείνη την περίοδο ανθούσε στη χώρα, και τον ανέδειξαν ως «ατρόμητο δημοσιογράφο». Μια μοναδική «κραυγή», κόντρα στις κοινοτυπίες της mainstream δημοσιογραφίας.
Το 1965 αυτά τα χαρακτηριστικά του έδωσαν την ευκαιρία να γράψει ένα άρθρο για το περιοδικό Nation σχετικά με την διαβόητη τότε λέσχη μοτοσυκλετιστών Hells Angels. Ο Τόμσον, με τη δική του αντισυμβατική ματιά, προσέγγισε την ομάδα και παρουσίασε ένα ρεπορτάζ που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Στη συνέχεια ενσωματώθηκε στην ομάδα, ως παρατηρητής. Κινδύνεψε ακόμη και με το θάνατο, όταν ξυλοκοπήθηκε άγρια από μέλη της λέσχης, ωστόσο βγήκε ζωντανός από τους «Άγγελους της Κόλασης» και με ένα βιβλίο στα… σκαριά. Το «Hell’s Angels: The Strange and Terrible Saga of the Outlaw Motorcycle Gangs» δημοσιεύθηκε το 1967. Με τη συγκλονιστική και παραισθησιολογική αφήγηση, το βιβλίο καθιέρωσε τον Τόμσον σε μια «δημοσιογραφική δύναμη», έναν «πνευματώδη, παρατηρητικό και πρωτότυπο συγγραφέα» και το στυλ του σε «σήμα κατατεθέν».
Του προσέφερε επίσης και αρκετά χρήματα με τα οποία αγόρασε ένα κτήμα στα περίχωρα του Άσπεν στο Κολοράντο και μετακόμισε εκεί με τη σύζυγό του και το γιο του. Παρά τα φαινομενικά συμβατικά βήματα στην οικογενειακή ζωή του, ο Τόμσον σε καμία περίπτωση δεν ήταν – αυτό που αποκαλείται – «κατασταλαγμένος». Η επιτυχία του είχε ανοίξει αρκετές πόρτες και ο ίδιος – ακούραστος και εθισμένος στις εμπειρίες – ταξίδευε συνεχώς για διάφορα «gonzo» ρεπορτάζ. Κάλυπτε τα πάντα με το δικό του πάντα «ασεβές» ύφος, αλλά πλέον για μεγάλα εθνικά περιοδικά, μεταξύ των οποίων το New York Times Magazine, το Esquire κ.α.
Ένα από τα πιο διάσημα ρεπορτάζ του ήταν το «The Kentucky Derby Is Decadent and Depraved», μια περιπετειώδης υποκειμενική αφήγηση για το δημοφιλές ιπποδρομιακό γεγονός ή για την ακρίβεια για το μεθυσμένο γλέντι γύρω από αυτό. Σε συνδυασμό με την εικονογράφηση του Ralph Steadman, κατά πολλούς το συγκεκριμένο ρεπορτάζ, που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 1970 στο Scanlan’s Monthly, θεωρείται το πρώτο απόλυτο έργο της gonzo δημοσιογραφίας. Την ίδια περίοδο, ο Τόμσον θέτει υποψηφιότητα για σερίφης στην πόλη Πίτκιν του Κολοράντο, υποσχόμενος ελεύθερη χρήση των ναρκωτικών. Θα χάσει για λίγες ψήφους από τον ρεπουμπλικάνο αντίπαλό του.
«Φόβος και παράνοια…»
Με τον Χάντερ Τόμσον να συνεχίζει την ξέφρενη πορεία του στην αμερικανική αντικουλτούρα, βυθισμένος στον δικό του τρόπο ζωής με συνοδοιπόρους το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, τα πάθη, τις αδυναμίες και τις αυτοκαταστροφικές τάσεις του, το 1971 έρχεται το ρεπορτάζ που θα εξελιχθεί στο εμβληματικότερο έργο της «gonzo».
Όλα ξεκίνησαν από την έρευνα για το ρεπορτάζ «Strang Rumblings in Aztlan» σχετικά με το θάνατο του μεξικανοαμερικανού τηλεοπτικού δημοσιογράφου Ρουμπεν Σαλαζάρ το 1970, ο οποίος είχε χτυπηθεί από δακρυγόνο που εκτόξευσαν αστυνομικοί κατά τη διάρκεια πορείας ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ στο Λος Άντζελες. Μια από τις πηγές του Τόμσον ήταν ο μεξικανοαμερικανός ακτιβιστής και δικηγόρος, Όσκαρ Ζέτα Ακόστα. Για να μιλήσουν αναλυτικότερα, οι δύο άνδρες αποφάσισαν να ταξιδέψουν μαζί στο Λας Βέγκας, όπου ο Τόμσον είχε αναλάβει να καλύψει τον αγώνα μηχανών Mint 400 για το περιοδικό Sports Illustrated. Το ρεπορτάζ αυτό στην πραγματικότητα δεν έγινε ποτέ, καθώς το παραληρηματικό κείμενο που έστειλε απορρίφθηκε από το αθλητικό περιοδικό.
Ωστόσο ο εκδότης του περιοδικού Rolling Stone, Γιαν Βένερ, που διατηρούσε σχέσεις με τον Τόμσον, θέλησε να δημοσιεύσει ένα μέρος του. Το γεγονός αυτό τον ώθησε να συνεχίσει τη συγγραφή και τελικά να παρουσιάσει το θρυλικό «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας», μια χειμαρρώδης ψυχεδελική περιπλάνηση ενός δημοσιογράφου και ενός δικηγόρου (του Dr. Gonzo) στο Λας Βέγκας, «ένα αδυσώπητο ταξίδι στην καρδιά του Αμερικανικού Ονείρου», εμποτισμένο με πολλά ναρκωτικά, αλκοόλ και σουρεαλιστικό χιούμορ.
Το μακροσκελές άρθρο αρχικά δημοσιεύθηκε σε δύο μέρη στο Rolling Stone και συνέχεια εμπλουτίστηκε για να εκδοθεί και σε βιβλίο το 1972. Ήταν το αποκορύφωμα της συγγραφικής τεχνικής «Gonzo», που έγινε ευρέως γνωστή, αποκομίζοντας διθυραμβικές κριτικές και σημειώνοντας μεγάλη εμπορική επιτυχία. Σήμερα το «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας» θεωρείται ένα από τα κλασικά έργα της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας και ένα από τα πιο εμβληματικά της αμερικανικής αντικουλτούρας.
Ήταν η περίοδος που η δημοσιογραφία Gonzo άνθιζε στο Rolling Stone, ειδικά κατά την περίοδο του Νίξον, τον οποίο ο Τόμσον απεχθανόταν (ίσως όχι τόσο όσο τον Τζ. Μπους τζούνιορ), χαρακτηρίζοντάς τον ως «ψεύτη», «απατεώνα», «αδίστακτο εγκληματία πολέμου» και άλλα διόλου τιμητικά. Ο Τόμσον έγραψε μια σειρά από άρθρα για τις προεκλογικές εκστρατείας του Ρεπουμπλικάνου προέδρου, αλλά και του Δημοκρατικού υποψήφιου, Τζορτζ ΜακΓκόβερν, τον οποίο παρακολουθούσε από κοντά. Τα εν λόγω άρθρα στη συνέχεια ενοποιήθηκαν σε ένα αφιέρωμα που είχε τον τίτλο «Φόβος και Παράνοια στη Προεκλογική Εκστρατεία ’72».
Καθώς ο χρόνος έτρεχε, και πριν ακόμη συμπληρωθεί η δεκαετία του ’70, η αχαλίνωτη προσωπικότητα του Τόμσον και οι καταχρήσεις επισκίαζαν το έργο του, οδηγώντας τον σε δημοσιογραφικές αποτυχίες, ακυρώσεις συνεργασιών και τελικά στο περιθώριο. Ακόμη και το «πιστό» σε αυτόν Rolling Stone πήρε αποστάσεις. Σταδιακά ο ίδιος περιόρισε τη συγγραφή κειμένων και τελικά αποσύρθηκε στο κτήμα του στο Άσπεν, απορρίπτοντας πολλές από τις προτάσεις που του γίνονταν ή αποτυγχάνοντας να ολοκληρώσει κάποια από τα ρεπορτάζ που του αναθέτονταν. Τιμητικά ο εκδότης του Rolling Stone τον παρουσίαζε ως επικεφαλής του Τμήματος Εγχώριου Ρεπορτάζ, θέση που κατείχε μέχρι και το θάνατό του.
Στις δημόσιες εμφανίσεις του παρέμενε το ίδιο καυστικός και προκλητικός, ενώ ορισμένα από τα αδημοσίευτα ρεπορτάζ ή άρθρα, παρουσιάστηκαν στη συνέχεια ως μυθιστορήματα ή συγκεντρώθηκαν σε συλλογές κειμένων.
Η δεύτερη ζωή της «Gonzo» και το τέλος του Τόμσον
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ο Τόμσον έχει χάσει οριστικά την ένταση που τα προηγούμενα χρόνια του έδινε ζωή. «Έλιωνε» απογοητευμένος από όλους και πάλευε με την κατάθλιψη. Η υγεία του είχε επιδεινωθεί από τη χρόνια χρήση ναρκωτικών και την κατανάλωση αλκοόλ.
Όμως το έργο του ερχόταν ξανά στο προσκήνιο. Το 1998 το «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας» γίνεται και πάλι ταινία (είχε προηγηθεί το 1980 το όχι ιδιαίτερα πιστό στο βιβλίο «Where the Buffalo Roam» με πρωταγωνιστή τον Μπιλ Μάρεϊ). Η ταινία σε σκηνοθεσία Τέρι Γκίλιαμ και με πρωταγωνιστές τον Τζόνι Ντεπ και τον Μπενίσιο Ντελ Τόρο σημείωσε μεγάλη επιτυχία στρέφοντας εκ νέου τα βλέμματα στη «Gonzo» και διαδίδοντάς την και εκτός ΗΠΑ. Το βιβλίο επανεκδίδεται, ενώ κυκλοφορεί για πρώτη φορά και το «Ημερολόγιο του Ρουμιού» (χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε και αυτό στον κινηματογράφο). Νέες συλλογές του Τόμσον κυκλοφορούν ως απομνημονεύματά, ενώ εκδίδονται και κάποια νέα άρθρα του.
Όμως ο Τόμσον είχε ήδη φτάσει στο τέλος του εξωφρενικού ταξιδιού του, αισθανόμενος, όπως έλεγε «μια φοβερή απόσταση ανάμεσα στον ίδιο και οτιδήποτε άλλο». Στις 20 Φεβρουαρίου του 2005, σε ηλικία 67 ετών, αυτοκτονεί με μια σφαίρα στο κεφάλι στο κτήμα του στο Κολοράντο, μπροστά από τη γραφομηχανή του. Έβρισκε πάντα τον Φεβρουάριο έναν «ζοφερό» μήνα. «Είμαι εξήντα επτά ετών, δηλαδή δέκα επτά έτη μετά τα πενήντα. Δέκα επτά περισσότερα από όσα πραγματικά χρειαζόμουν ή ήθελα. Βαριέμαι. Γκρινιάζω συνέχεια. Και αυτό δεν έχει πλάκα. Για κανέναν».
Οι στάχτες του εκτοξεύτηκαν στον ουρανό, μέσα από έναν πύργο ύψους 50 μέτρων που είχε το σχήμα μιας γροθιάς με δύο αντίχειρες, υπό τους ήχους του «Mr. Tambourine Man» του Bob Dylan. Όπως το έλεγε ο «ήρωάς» του, ο Κέρουακ, «εξερράγη σαν πυροτέχνημα ανάμεσα στ’ άστρα με το εκθαμβωτικό μπλε φως του πυρήνα του». Ή όπως το έγραφε ο Άλαν Γκίνσμπεργκ, ο έτερος της παρέας των Μπίτνικ: «Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα». «Buy the Ticket, Take the Ride»… O «τρελός» έκανε τη «βόλτα» του και έφυγε για πάντα.
«Για κάθε στιγμή θριάμβου, για κάθε δόση ομορφιάς, πολλές ψυχές πρέπει να ποδοπατηθούν». «Το αλλόκοτο του χθες είναι η λογική εξήγηση του αύριο».