Ο Mstyslav Chernoν είναι ο τελευταίος δημοσιογράφος που έφυγε από την Μαριούπολη, καθώς για 22 μέρες κατέγραφε για λογαριασμό του Associated Press, την φρίκη του πολέμου στην Ουκρανία. Ο ίδιος μέσα από αναλυτικό κείμενο στο apnews.com περιγράφει όσα βίωσε, ενώ τονίζει ότι νιώθει ντροπή, που εγκατέλειψε τους εγκλωβισμένους αμάχους.
«Μας κυνηγούσαν οι Ρώσοι. Είχαν μια λίστα με ονόματα, συμπεριλαμβανομένων και των δικών μας και πλησίαζαν. Ήμασταν οι μόνοι διεθνείς δημοσιογράφοι που είχαν απομείνει στην Μαριούπολη και είχαμε καταγράψει την πολιορκία από τα ρωσικά στρατεύματα για περισσότερες από δύο εβδομάδες. Δίναμε ρεπορτάζ μέσα στο νοσοκομείο όταν ένοπλοι άρχισαν να ψάχνουν τους διαδρόμους. Οι χειρουργοί μας έδωσαν λευκές ποδιές για να τις φορέσουμε ως καμουφλάζ. Ξαφνικά, τα ξημερώματα, μια ντουζίνα στρατιώτες εμφανίστηκαν και ρώτησαν:”Πού είναι οι δημοσιογράφοι;” Κοίταξα τα περιβραχιόνια τους, ήταν μπλε για να δείχνουν ότι ήταν Ουκρανοί και προσπάθησα να υπολογίσω τις πιθανότητες να είναι Ρώσοι μεταμφιεσμένοι. Ωστόσο βγήκα μπροστά και παρουσιάστηκα», αναφέρει χαρακτηριστικά στην αρχή του άρθρου του.
Παράλληλα, σημείωσε πως «οι τοίχοι του χειρουργείου έτρεμαν από τα πυρά πυροβολικού και πολυβόλων και φαινόταν πιο ασφαλές να μείνεις μέσα. Όμως οι Ουκρανοί στρατιώτες είχαν εντολή να μας πάρουν μαζί τους. Τρέξαμε στο δρόμο εγκαταλείποντας τους γιατρούς που μας είχαν κρύψει και βοηθήσει, τις έγκυες γυναίκες που είχαν βομβαρδιστεί και τους ανθρώπους που κοιμούνταν στους διαδρόμους γιατί δεν είχαν πού αλλού να πάνε. Ένιωθα απαίσια που τους άφησα όλους πίσω».
Η φρίκη του πολέμου
Μεταξύ άλλων, ο Mstyslav Chernoν ανέφερε πως τόσο ο ίδιος, όσο και τα μέλη της αποστολής συνήθησαν γρήγορα στην εικόνα του θανάτου, παρά το γεγονός πως είναι κάτι τραγικό και δεν περίμενε κανείς να έρθει αντιμέτωπος, τουλάχιστον όχι με τέτοιο τρόπο.
«Οι θάνατοι ήρθαν γρήγορα. Στις 27 Φεβρουαρίου, παρακολουθήσαμε έναν γιατρό να προσπαθεί να σώσει ένα κοριτσάκι που χτυπήθηκε από θραύσματα. Πέθανε. Ένα δεύτερο παιδί πέθανε και μετά ένα τρίτο. Τα ασθενοφόρα σταμάτησαν να παραλαμβάνουν τους τραυματίες επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να τους καλέσουν χωρίς σήμα και δεν μπορούσαν να πλοηγηθούν στους βομβαρδισμένους δρόμους. Οι γιατροί μας παρακάλεσαν να κινηματογραφήσουμε οικογένειες που φέρνουν τους δικούς τους νεκρούς και τραυματίες και μας άφησαν να χρησιμοποιήσουμε τη μειωμένη ισχύ της γεννήτριας για τις κάμερές μας. Κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει στην πόλη μας, είπαν», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Επίσης, σημείωσε ότι «βομβαρδισμοί έπληξαν το νοσοκομείο και τα γύρω σπίτια. Έσπασαν τα τζάμια του βαν μας, τρύπησαν στο πλάι του και έσκασαν ένα λάστιχο. Μερικές φορές τρέχαμε για να κινηματογραφήσουμε ένα φλεγόμενο σπίτι και μετά τρέχαμε πίσω εν μέσω των εκρήξεων».
«Ένας θάνατος δεν θα αλλάξει τον κόσμο»
Ο Mstyslav Chernoν έκανε ειδική αναφορά στο μαιευτήριο της Μαριούπολης που βομβαρδίστηκε, για το οποίο είχε ξεσπάσει θύελλα αντιδράσεων, μετά τις αναρτήσεις της ρωσικής πρεσβείας στο Λονδίνο.
Χαρακτηριστικά γράψει το εξής:
«Στις 9 Μαρτίου, δύο αεροπορικές επιδρομές έσπασαν το πλαστικό που ήταν κολλημένο πάνω από τα παράθυρα του βαν μας. Είδα την φλόγα έναν μόνο καρδιακό παλμό πριν ο πόνος τρυπήσει το εσωτερικό μου αυτί, το δέρμα μου, το πρόσωπό μου. Βλέπαμε καπνό να ανεβαίνει από ένα μαιευτήριο. Όταν φτάσαμε, οι υπάλληλοι έκτακτης ανάγκης εξακολουθούσαν να τραβούν αιμόφυρτες έγκυες από τα ερείπια.
Οι μπαταρίες μας είχαν σχεδόν εξαντληθεί και δεν είχαμε καμία σύνδεση για να στείλουμε τις εικόνες. Η απαγόρευση της κυκλοφορίας ήταν λίγα λεπτά μακριά. Ένας αστυνομικός μας άκουσε να μιλάμε για το πώς θα κάνουμε γνωστή την είδηση της βόμβας στο νοσοκομείο.
“Αυτό θα αλλάξει την πορεία του πολέμου” είπε. Μας πήγε σε μια πηγή ρεύματος και μια σύνδεση στο διαδίκτυο. Είχαμε τραβήξει τόσους νεκρούς και νεκρά παιδιά, μια ατέλειωτη σειρά. Δεν καταλάβαινα γιατί πίστευε ότι περισσότεροι θάνατοι θα μπορούσαν να αλλάξουν κάτι. Έκανα λάθος».