Υπήρξε ένας από τους τελευταίους εν ζωή θρύλους του μπλουζ, που υπηρέτησε επί 65 χρόνια από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 και μέχρι τον θάνατό του. Ο B.B. King έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 89 ετών, μαζί με την πιστή του Gibson, τη Λουσίλ.
Τα τελευταία χρόνια έπασχε από διαβήτη, ενώ αντιμετώπιζε και προβλήματα στο γόνατο, γεγονός που τον εμπόδιζε να παίζει καθιστός. Το 2007, ο ίδιος δήλωνε πάντως στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι η πιο σοβαρή του ασθένεια ονομάζεται «Θέλω κι άλλο» και υποσχόταν να παίζει «μέχρι θανάτου».
Ο B.B. King κυριάρχησε επί δεκαετίες στη σκηνή και στη δισκογραφία, με το μοναδικό του στυλ στην κιθάρα. Είναι ίσως ο μπλούζμαν που επηρέασε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τη ροκ. Υπήρξε σημείο αναφοράς για τον Ερικ Κλάπτον, συμπορεύθηκε με τους Rolling Stones από το τέλος της δεκαετίας του ΄60, και στη συνέχεια με τους U2, μεταφέροντας σε όλες τις γενιές τα μπλουζ.
«Εδώ και ενάμιση χρόνο», δήλωνε το 1969, «ξαφνικά άρχισαν να έρχονται σε μένα παιδιά λέγοντας “είσαι ο μεγαλύτερος μπλουζ κιθαρίστας στον κόσμο” . Και είπα “ποιος σας το είπε” και είπαν “ο Mike Bloomfild και ο Eric Clapton”. Σε αυτούς του νεαρούς οφείλω τη νέα μου δημοτικότητα».
Η ζωή του
Ο Riley Ben King γεννήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1925 στην Ιτα Μπένα του Μισισιπί και ήταν προορισμένος για να δουλέψει στις φυτείες βαμβακιού της περιοχής, όπως και όλα τα παιδιά των οικογενειών του μαύρων του αμερικανικού Νότου.
Όμως ο νεαρός ορφανός King είχε την τύχη στα εφηβικά του χρόνια να τεθεί υπό την προστασία του εξαδέλφου του , του τυφλού κιθαρίστα Bukka White, που τον μύησε στην κιθάρα και του γνώρισε το Μέμφις.
Στο Μέμφις ο BB King συναντήθηκε με τον Sonny Boy Williamson, Robert Lockwood Jr, Bobby Blue Bland, παίζει στην Βeal Street (όπου αργότερα θα αποκτήσει δικό του κλαμπ), το «Broadway» της μαύρης μουσικής στις ΗΠΑ.
Το 1949 προσλαμβάνεται ως dj σε ραδιοφωνικό σταθμό, όπου και παίρνει το όνομα Blues Boy (B.B.).
Εκείνη την εποχή τον ανακαλύπτει ο Ike Turner και το 1951 κάνει το πρώτο του χιτ, με το «Three O’Clock Blues». Ο θρύλος είναι σε κίνηση: η τοπική επιτυχία έρχεται στη δεκαετία του ’50, ακολουθεί η εθνική επιτυχία με τραγούδια όπως «Sweet Sixteen», ακολουθούν συμμετοχές σε φεστιβάλ, στο Νιούπορτ και Μοντερέι, όπου συναντάται με τον Jimmy Hendrix και τον Otis Redding και σύντομα έρχεται η διεθνής αναγνώριση.
Το στυλ του στην κιθάρα, λεπτό και εκφραστικό (ο ίδιος έλεγε ότι η τεχνική του στην κιθάρα βασίζεται στην έλλειψη επιδεξιότητας) , ο τρόπος του στο τραγούδι στον δρόμο των γκόσπελ, επηρέασε τους μεγαλύτερους. Τον Eric Clapton, τον George Harrison.
Ήταν πάντα έτοιμος να παραθέσει όλα τα ονόματα των μουσικών που τον επηρέασαν, με πρώτο από όλους τον T-Bone Walker. «Έκανα ό,τι μπορούσα για να πετύχω αυτόν ήχο. Πλησίασα, αλλά δεν το πέτυχα», είχε δηλώσει στο περιοδικό Guitar Player, ενώ σε συνέντευξή του στον Guardian είχε πει: «Εάν ο T-Bone Walker ήταν γυναίκα, θα της είχα ζητήσει να με παντρευτεί». Και συνέχιζε με τους Blind Lemon Jefferson και Lonnie Johnson, τους τζαζίστες Charlie Christian και Django Reinhardt…
Ο σεμνός αυτός άνθρωπος δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του. Το βράδυ της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τον Απρίλιο 1968, οργάνωσε μία συναυλία με τον Buddy Guy και τον Jimmi Hendrix, ενώ στη δεκαετία του ’70 έδωσε συναυλίες σε φυλακές και ίδρυσε το 1972 μαζί με έναν δικηγόρο ένωση για τους κρατούμενους.
Το 2006 τιμήθηκε με το «προεδρικό μετάλλιο της Ελευθερίας», την υψηλότερη πολιτική διάκριση στις ΗΠΑ.
Παντρεύτηκε δύο φορές, χώρισε άλλες δύο. Απέκτησε δεκαπέντε παιδιά με διάφορες συντρόφους, τέσσερα από τα οποία πέθαναν πριν από εκείνον.
«B.Β., οποιοσδήποτε θα μπορούσε να παίξει χιλιάδες νότες και να μην μπορεί να εκφράσει αυτό που έλεγες εσύ με μία και μοναδική. RIP» , έγραψε στο Twitter ο Lenny Kravitz.