Η Τουρκία αποφάσισε τελικά, αφού κατηγορήθηκε ότι παίζει διπλό παιχνίδι έναντι της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος, να ανακοινώσει επισήμως ότι εντάσσεται στη διεθνή συμμαχία. Το κοινοβούλιο της χώρας ενέκρινε ψήφισμα που προβλέπει την αποστολή τούρκων στρατιωτών στο Ιράκ και τη Συρία, καθώς και την ανάπτυξη ξένων ενόπλων δυνάμεων στο έδαφος της Τουρκίας. Μόνο που στο ψήφισμα αυτό δεν κατονομάζεται το Ισλαμικό Κράτος.
Και η απροθυμία της Άγκυρας να εμπλακεί δείχνει το χάσμα ανάμεσα στο δικό της όραμα και στους στόχους των Δυτικών. Τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας στην περιοχή δεν της επιτρέπουν να ευθυγραμμιστεί με τους συμμάχους της, τόσο στη Δύση όσο και στον αραβικό κόσμο.
Το Ισλαμικό Κράτος απειλεί ευθέως την ασφάλεια της Τουρκίας, επισημαίνει στη Λιμπερασιόν ο Μπαϊράμ Μπαλτζί, από το Κέντρο Διεθνών Ερευνών και Μελετών (CERI) της Γαλλίας. Εκτός από τη σύλληψη ομήρων, το ΙΚ έχει περικυκλώσει στο συριακό έδαφος τον τουρκικό θύλακα όπου βρίσκεται το μαυσωλείο του Σουλεϊμάν Σαχ, παππού του Οσμάν Μπέι, ιδρυτή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο θύλακας αυτός, που παραδόθηκε στην κεμαλική Τουρκία από τη Γαλλία το 1921, φρουρείται από μερικές δεκάδες τούρκους στρατιώτες. Αλλά ο κλοιός σφίγγει. Και στην απειλή αυτή προστίθεται ο κίνδυνος επιθέσεων που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει το ΙΚ στο τουρκικό έδαφος.
Τα σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία και το Ιράκ, που έχουν μήκος 1200 χιλιομέτρων, είναι πορώδη. Και ένας από τους λόγους γι’ αυτό είναι η ελευθερία κινήσεων που παρείχε για καιρό η Άγκυρα στους τζιχαντιστές και στους αντάρτες. Σε περίπτωση ενεργής τουρκικής συμμετοχής στη διεθνή συμμαχία, το Ισλαμικό Κράτος δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να απαντήσει με επιθέσεις στο εσωτερικό του τουρκικού εδάφους.
Επιπλέον, παρόλο που υποστηρίζεται από μουσουλμανικές χώρες όπως το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία, η διεθνής συμμαχία ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, γεγονός που τροφοδοτεί τον αντιαμερικανισμό τόσο της κοινής γνώμης όσο και των ελίτ. Οι αμερικανικές επεμβάσεις στο Ιράκ το 1991 και το 2003 έχουν συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην παγκοσμιοποίηση του κουρδικού ζητήματος, εις βάρος της Τουρκίας. Για την Άγκυρα, έτσι, κάθε μορφή αμερικανικής παρέμβασης θεωρείται ένα είδος επέμβασης, πολύ περισσότερο που οι διμερείς σχέσεις δεν βρίσκονται στο καλύτερο σημείο τους. Πράγματι, η κυβέρνηση Ομπάμα έχει ασκήσει κριτική τόσο για την τουρκική εξωτερική πολιτική όσο και για τις αυταρχικές παρεκκλίσεις του Ερντογάν.
Όλες αυτές οι ανησυχίες όμως δεν είναι τίποτα μπροστά στην κουρδική απειλή. Αυτή υπαγορεύει ολόκληρη την πολιτική της Τουρκίας, κυρίως στο εξωτερικό πεδίο, αρχίζοντας από τη Συρία. Ο ηγέτης της τελευταίας, ο Μπασάρ αλ Άσαντ, φρόντισε να χορηγήσει εμμέσως αυτονομία σε μια κατά πλειοψηφία κουρδική περιοχή στον Βορρά, τη Ροτζάβα, η οποία ελέγχεται από το Κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης, που αποτελεί ουσιαστικά προέκταση του ΡΚΚ.
Η ανάδυση αυτού του ισχυρού κουρδικού παράγοντα επιτάχυνε τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο ΡΚΚ και την Άγκυρα, ενίσχυσε όμως ταυτόχρονα και τους Κούρδους της Τουρκίας. Κατά συνέπεια, ο άμεσος κίνδυνος για την Άγκυρα απορρέει λιγότερο από το IK σε σχέση με το ΡΚΚ και τη διατήρηση του Ασαντ στην εξουσία.
Η άνοδος της ισχύος των Κούρδων της Συρίας και η αδράνεια της Δύσης στη Συρία, παρά τη χρήση χημικών όπλων από το καθεστώς και τη σφαγή άνω των 200.000 αμάχων, τροφοδοτούν την πίκρα του Ερντογάν, ο οποίος εδώ και δύο χρόνια δεν παύει να ζητά την επέμβαση της διεθνούς κοινότητας στη Συρία. Ο πρόεδρος της Τουρκίας βλέπει τους Δυτικούς να αδιαφορούν για τις ωμότητες του Άσαντ και να επεμβαίνουν για να προστατεύσουν μερικές χριστιανικές μειονότητες και να εκδικηθούν για τους αποκεφαλισμούς, παρόλο που οι δράστες των τελευταίων είναι έμμεσο προϊόν της δυτικής αδράνειας.
Ο Ερντογάν παραμένει έτσι πιστός στη γραμμή που χάραξε από την αρχή: όσο η πτώση του Άσαντ δεν περιλαμβάνεται στους στόχους της διεθνούς συμμαχίας, δεν θα πρέπει να αναμένεται μια ενεργή τουρκική δράση κατά της τρομοκρατίας του Ισλαμικού Κράτους.