Πριν από έξι ακριβώς χρόνια, στις 7 Αυγούστου 2008, ο τότε πρόεδρος της Γεωργίας Μιχαήλ Σαακασβίλι διέταξε τα στρατεύματά του να ανακτήσουν τον έλεγχο της Νότιας Οσετίας. Μέσα σε λίγες ώρες, ρώσοι στρατιώτες που πραγματοποιούσαν ασκήσεις στα σύνορα με τη Νότια Οσετία εισέβαλαν στην περιοχή, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ένας πόλεμος που κράτησε πέντε μέρες.
Σήμερα, πολλοί φοβούνται ότι η ιστορία θα επαναληφθεί λίγες μόλις εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στην ανατολική Ουκρανία. Τα μηνύματα είναι ανησυχητικά. Αφού αρχικά μείωσε τη δύναμή της στα σύνορα με την Ουκρανία σε 10.000 άνδρες, πριν από μερικές εβδομάδες, η Ρωσία διπλασίασε και πάλι τις τελευταίες ημέρες τον αριθμό των στρατιωτών της σε 20.000 άνδρες.
Σύμφωνα με το Κίεβο, άλλοι τόσοι είναι έτοιμοι για εισβολή από την Κριμαία, τη χερσόνησο που προσάρτησε η Ρωσία τον Μάρτιο. Την ίδια ώρα, η Μόσχα έχει ξεκινήσει αεροπορικές ασκήσεις μεγάλης κλίμακας που θα διαρκέσουν μέχρι αύριο.
Οι υποστηριζόμενοι από τη Μόσχα αυτονομιστές αντιμετωπίζουν το φάσμα της ήττας στην ανατολική Ουκρανία από τον ανασυγκροτημένο ουκρανικό στρατό. Προχθές το βράδυ, το Ντονιέτσκ δέχθηκε ένα σφοδρό αεροπορικό βομβαρδισμό, όπως είχε συμβεί με το Τσκινβάλι της Νότιας Οσσετίας το 2008. Και η Ρωσία ζήτησε την έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας για να συζητηθεί η «ανθρωπιστική καταστροφή» που, όπως ισχυρίζεται, επιτελείται στα ανατολικά.
Το ΝΑΤΟ προειδοποίησε χθες ότι η Ρωσία μπορεί να χρησιμοποιήσει τώρα αυτό το πρόσχημα για να στείλει στρατό στην ανατολική Ουκρανία. Τις ίδιες ανησυχίες εκφράζει και η Πολωνία.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν βρίσκεται μπροστά στο κρισιμότερο δίλημμά του από τότε που έγινε πρωθυπουργός, πριν από 15 ακριβώς χρόνια. Αν δεν επέμβει, θα κατηγορηθεί ότι άφησε τους αυτονομιστές αβοήθητους. Αν επέμβει, κινδυνεύει να υποστεί ένα μεγαλύτερο οικονομικό και ανθρώπινο κόστος απ΄ό,τι είχε συμβεί πριν από έξι χρόνια.
Η Μόσχα θα ήθελε να «παγώσει» τη σύγκρουση, ώστε να αναγνωρίσει στη συνέχεια την ανεξαρτησία της ανατολικής Ουκρανίας και να αποτρέψει την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Αυτό δείχνει και η ανάδειξη του Βλαντίμιρ Αντιουφέγεφ ως αντιπροέδρου της κυβέρνησης της λεγόμενης «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονιέτσκ». Ο Αντιουφέγεφ ήταν για είκοσι χρόνια υπεύθυνος ασφαλείας στην Υπερδνειστερία και είναι γνωστός ως «αρχιτέκτονας των παγωμένων συγκρούσεων». Σύμφωνα με τον Τζέιμς Σερ, από το ίδρυμα Chatham House του Λονδίνου, είναι εξίσου αδίστακτος με τους ντόπιους πολέμαρχους και δέκα φορές πιο ικανός.
Η Ρωσία θα μπορούσε θεωρητικά να συνεχίσει να τροφοδοτεί τους αυτονομιστές με όπλα και άλλα υλικά. Όμως ο ουκρανικός στρατός θα είναι σύντομα σε θέση να αποκόψει τον ανεφοδιασμό των ανταρτών.
Πολλοί αναλυτές πιστεύουν πάντως ότι η Μόσχα δεν είναι ακόμη έτοιμη να επέμβει. Αντίθετα με τη δύναμη των 40.000 ανδρών που είχε συγκεντρώσει τον περασμένο Απρίλιο στα σύνορα με την Ουκρανία, λένε, η σημερινή δύναμη δεν περιλαμβάνει εκείνο το είδος των στρατιωτών που απαιτούνται για τον έλεγχο και τη διοίκηση του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ. Τίποτα δεν εμποδίζει βέβαια αυτά τα δεδομένα να αλλάξουν.
Προς το παρόν, ο Πούτιν παίζει το παιχνίδι των κυρώσεων, θέλοντας να δείξει ότι αντιμετωπίζει την κρίση με ειρηνικό τρόπο. Χθες αποφάσισε να απαγορεύσει για ένα χρόνο τις εισαγωγές προϊόντων διατροφής από τις χώρες που έχουν αποφασίσει κυρώσεις εναντίον της Μόσχας, ενώ εξετάζει το ενδεχόμενο να απαγορεύσει τη διέλευση των δυτικών αεροπορικών εταιρειών από τη Σιβηρία.
Η Μόσχα είναι όλο και πιο απομονωμένη. Ακόμη και το Τόκιο έχει στραφεί εναντίον της. Στο εξώφυλλο του Νιούζγουικ, ο Πούτιν παρουσιάζεται ως «παρίας». Κι όπως επισημαίνει ο γαλλικός ιστότοπος Slon, κανείς ευρωπαίος ηγέτης δεν μπορεί σήμερα να παραμείνει ουδέτερος απέναντι στη ρωσική πολιτική. Θα κατηγορούνταν αμέσως ότι υποκύπτει στον «παρία».
«Η σημερινή μάχη ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ είναι μια μάχη για μια νέα παγκόσμια τάξη, και η Ουκρανία είναι το σημαντικότερο πεδίο αυτής της μάχης», λέει ο Ντμίτρι Τρένιν από το κέντρο Κάρνεγκι της Μόσχας. «Η τακτική της Μόσχας μπορεί να αλλάξει, όχι όμως και τα βασικά της συμφέροντα».