Μεταρρυθμίσεις της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων για να αντιμετωπιστεί η συστημική απάτη πριν από την εισροή δισεκατομμυρίων ευρώ από το ευρωπαϊκό πακέτο ανάκαμψης από τις επιπτώσεις της πανδημίας ζήτησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την Ουγγαρία, σύμφωνα με εσωτερικό έγγραφο της Κομισιόν.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που διαχειρίζεται το πακέτο στήριξης έχει διαμηνύσει ήδη σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ότι οι προτάσεις τους περί δαπανών των πόρων αυτών πρέπει να βελτιωθούν, όπως υπενθυμίζει το ΑΜΠΕ.
Η Κομισιόν απαιτεί ριζικές αλλαγές στην ουγγρική νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων, σύμφωνα με το έγγραφο της Επιτροπής που φέρει την ημερομηνία της 26ης Ιανουαρίου που περιγράφει ειδικές αλλαγές στον νόμο που απαιτείται να κάνει η κυβέρνηση του Βίκτορ Ορμπάν.
«Ο ανταγωνισμός στις δημόσιες συμβάσεις είναι ανεπαρκής στην πράξη», αναφέρεται στο έγγραφο της Κομισιόν, που κάνει λόγο για «συστημικές παρατυπίες» που «έχουν προκαλέσει την υψηλότερη δημοσιονομική διόρθωση στην ιστορία της διάθεσης των διαρθρωτικών πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2019».
Στο έγγραφο της Κομισιόν ζητείται βελτίωση της διαφάνειας και της προσβασιμότητας των δεδομένων, με το επιχείρημα ότι αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα δικαιότερη και ανοικτότερη διαδικασία δημοσίων συμβάσεων.
Η Ουγγαρία βαρύνεται με παρατυπίες στο 4% σχεδόν της δαπάνης ευρωπαϊκών πόρων κατά την περίοδο 2015-2019, σύμφωνα με έκθεση της OLAF, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που τοποθετείται στο 0,36%. Η αμέσως επόμενη ευρωπαϊκή χώρα με την χειρότερη επίδοση είναι η Σλοβακία, με 0,53%.
Το έγγραφο της Κομισιόν περιλαμβάνει κατάλογο με τις αναγκαίες νομικές μεταρρυθμίσεις για την εισαγωγή της διαφάνειας, του πραγματικού ανταγωνισμού και της λογοδοσίας στην διαδικασία δημοσίων αναθέσεων της Ουγγαρίας και της δυνατότητας απαίτησης επιστροφής των ευρωπαϊκών πόρων που έχουν παρατύπως δαπανηθεί.
Η Βουδαπέστη, η οποία είναι υπόλογη απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση για σειρά παραβιάσεων του κράτους δικαίου, θα λάβει 6,3 δισεκατομμύρια στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού σχεδίου ανάκαμψης, εάν το πρόγραμμα δαπανών της κατατεθεί μέχρι το τέλος του Απριλίου και γίνει αποδεκτό από τις Βρυξέλλες και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.