Αρχίζουν το απόγευμα στη Γερμανία οι εργασίες του κρίσιμου συνεδρίου του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU), στο οποίο αύριο θα αναδειχθεί νέος αρχηγός.
Στην έναρξη θα γίνει απολογιστική ομιλία της απερχόμενης προέδρου Άνεγκρετ Κραμπ – Καρενμπάουερ, ενώ λόγω των περιορισμών της πανδημίας του κορονοϊού, το συνέδριο, έπειτα από δύο αναβολές, θα γίνει τελικά εξ ολοκλήρου ψηφιακά.
Αργότερα απόψε η Άνγκελα Μέρκελ θα απευθυνθεί στους 1.001 συνέδρους του κόμματός της, πιθανόν στην τελευταία εμφάνισή της σε κομματικό συνέδριο με την ιδιότητα της καγκελαρίου, αφού, όπως έχει ανακοινώσει ήδη, στις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου δεν θα είναι υποψήφια, όπως υπενθυμίζει το ΑΜΠΕ.
Κατά την αυριανή, πρώτη μέρα του συνεδρίου, θα μιλήσουν μεταξύ άλλων ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας και πρόεδρος του αδελφού κόμματος του CDU, της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU), ο Μάρκους Σέντερ, καθώς και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία προέρχεται από το CDU.
Η διαδικασία εκλογής προέδρου
Το Σάββατο όλα τα βλέμματα θα είναι στραμμένα στην εκλογή του νέου αρχηγού, η οποία, έπειτα από την απαραίτητη νομοθετική ρύθμιση, θα διεξαχθεί, σε μια άνευ προηγουμένου διαδικασία, ψηφιακά.
Ο νικητής της εσωκομματικής εκλογής αναμένεται να είναι γνωστός περί τις 13:30 (ώρα Ελλάδας), αλλά η επικύρωση του αποτελέσματος θα επισημοποιηθεί την 22η Ιανουαρίου, όταν θα καταμετρηθούν και οι επιστολικές ψήφοι των 1.001 συνέδρων. Η επιστολική ψήφος θα λειτουργήσει, με άλλα λόγια, ως εγγύηση της ηλεκτρονικής. Παράλληλα θα γίνει, με την ίδια διαδικασία, η εκλογή των αντιπροέδρων.
Μεταξύ των (ψηφιακά) προσκεκλημένων ομιλητών στο Συνέδριο του CDU είναι ο καγκελάριος της Αυστρίας Σεμπάστιαν Κουρτς, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος Ντόναλντ Τουσκ και η επικεφαλής της αντιπολίτευσης στην Λευκορωσία Σβετλάνα Τιχανόφσκαγια.
Οι υποψήφιοι
Υποψήφιοι για την ηγεσία του CDU είναι ο Πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας Άρμιν Λάσετ, ο πρώην επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του CDU Φρίντριχ Μερτς και ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου Νόρμπερτ Ρέτγκεν.
Στις δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος, ο κ. Μερτς διατηρεί ξεκάθαρο προβάδισμα, ενώ οι άλλοι δύο υποψήφιοι εμφανίζονται με περίπου την ίδια διείσδυση στην κοινή γνώμη. Η εκλογή ωστόσο δεν γίνεται απευθείας, από τη βάση των μελών, αλλά αποκλειστικά από τους 1.001 συνέδρους, που θα ψηφίσουν αύριο, γεγονός το οποίο αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ανατροπής.
Ο Άρμιν Λάσετ χαρακτηρίζεται συχνά ως «ο υποψήφιος του κέντρου». Θεωρείτο έμπιστος της κυρίας Μέρκελ, ωσότου, στο πλαίσιο της διαχείρισης της πανδημίας, τοποθετήθηκε συχνά ανοιχτά απέναντί της: υποστήριζε μια πιο «χαλαρή» εκδοχή μέτρων περιορισμού. Αυτή του η στάση του κόστισε σε στήριξη από το κόμμα του – αύριο θα αποδειχθεί πόσο. Το 2015 στήριξε ωστόσο σθεναρά την προσφυγική πολιτική της καγκελαρίου, προτού μετακινηθεί αργότερα προς το συντηρητικότερο.
Ο κ. Λάσετ αποτελεί, όπως έγινε γνωστό πρόσφατα, την προτίμηση της απερχόμενης προέδρου Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ καθώς και του πρωθυπουργού της Έσσης Φόλκερ Μπουφιέ.
Σε αυτή την εκλογή ο κ. Λάσετ εμφανίζεται ως «δίδυμο» με τον υπουργό Υγείας Γενς Σπαν, ο οποίος θα είναι υποψήφιος αντιπρόεδρος.
Ο Φρίντριχ Μερτς είναι «το φαβορί των συντηρητικών», όπως παρατηρούσε πρόσφατα στον ιστότοπό της η Γερμανική Ραδιοφωνία. Βρέθηκε εκτός κόμματος το 2002, όταν τον εκτόπισε η Άγγελα Μέρκελ, ενώ ηττήθηκε από την εκλεκτή της, την Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ, στις εσωκομματικές εκλογές του 2018. Αυτή είναι πιθανότατα η τελευταία του ευκαιρία να πάρει ρεβάνς και να αποδείξει ότι η επιστροφή του στην πολιτική έπειτα από μεγάλη καριέρα στα συμβούλια πολυεθνικών κολοσσών (BlackRock, Deutsche Bank, Bosch κλπ) δεν έγινε άδικα. Θεωρείται εκλεκτός της οικονομίας, ενώ πάνω του επενδύουν πολλοί χριστιανοδημοκράτες τις ελπίδες τους για επαναπατρισμό ψηφοφόρων που μετακινήθηκαν τα τελευταία χρόνια δεξιότερα του CDU. Ο ίδιος άλλωστε μιλάει για «σοσιαλδημοκρατικοποίηση» του κόμματος, την οποία χρεώνει στην κυρία Μέρκελ. Θα ήθελε ενεργότερο ρόλο της Γερμανίας στο διεθνές σκηνικό, ταχύτερη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, οριοθετημένες σχέσεις με την Ρωσία και την Κίνα, ενώ θεωρείται πεπεισμένος Ατλαντιστής. Στα δημοσιονομικά, είναι (και αυτός) οπαδός των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Μέντοράς του άλλωστε υπήρξε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, με τον οποίο, όπως έχει δηλώσει, συμφωνούσε για την ελληνική κρίση. Υποστήριζε μάλιστα ότι έπρεπε να επιτρέπεται η προσωρινή αποχώρηση κράτους – μέλους από την Ευρωζώνη. Τον στηρίζουν ανοιχτά η νεολαία του CDU και πολλές τοπικές κομματικές οργανώσεις.
Ο Νόρμπερτ Ρέτγκεν είναι ίσως ο πιο «μοντέρνος» από τους υποψηφίους για την ηγεσία του CDU, ενώ η απόφασή του να μπει στην εκλογική μάχη μάλλον αιφνιδίασε το κόμμα του. Θεωρεί ότι ο ίδιος μπορεί να φέρει την ανανέωση που χρειάζονται οι Χριστιανοδημοκράτες και δεν πιστεύει – αντίθετα με τον κ. Μερτς – ότι ο αρχηγός του κόμματος πρέπει οπωσδήποτε να είναι υποψήφιος καγκελάριος στις ομοσπονδιακές εκλογές. Κορυφαία προτεραιότητά του αποτελεί το κλίμα, για το οποίο, ως πρώην υπουργός Περιβάλλοντος, έχει σίγουρα πολλά να πει. Η παρουσία του στην ηγεσία του CDU εκτιμάται ότι θα διευκόλυνε σημαντικά ενδεχόμενο μετεκλογικό συνασπισμό με τους Πράσινους.
Το ερωτηματικό του υποψηφίου καγκελάριου
Μέχρι πρόσφατα, δεν θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί ότι υποψήφιος της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άλλος από τον αρχηγό του CDU.
Η διαρχία όμως που επέβαλε το 2018 η κυρία Μέρκελ, αποχωρώντας από την ηγεσία του κόμματος, άνοιξε τον δρόμο σε διαφορετικές προσεγγίσεις.
Αν και εκτιμάται ότι, εφόσον αύριο εκλεγεί ο Φρίντριχ Μερτς, δεν θα επιτρέψει σε κάποιον άλλον να διεκδικήσει τον ρόλο, η κούρσα δεν αποκλείεται να αποδειχθεί πιο ανοιχτή από ό,τι φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Εδώ και μήνες φημολογείται ότι βασικός ενδιαφερόμενος μπορεί να είναι ο επικεφαλής του μικρότερου από τα δύο κόμματα της Χριστιανικής Ένωσης, ο Μάρκους Σέντερ.
Ο ίδιος έχει ως τώρα αποφύγει να ανοίξει τα χαρτιά του, αναμένοντας πρώτα από όλα το αυριανό αποτέλεσμα.
Παρόμοιες «υποψίες» κυκλοφορούν για τον Γενς Σπαν, ο οποίος στο υπουργείο Υγείας εν μέσω πανδημίας κατάφερε να ξεπεράσει σε δημοτικότητα ακόμη και την κυρία Μέρκελ.
Η εικόνα θα ξεκαθαρίσει τους προσεχείς μήνες, καθώς οι ομοσπονδιακές εκλογές έχουν οριστεί για την 26η Σεπτεμβρίου.
Βασικό κριτήριο για τα κομματικά στελέχη που θα αποφασίσουν θα είναι το ποιος μπορεί να φέρει το καλύτερο δυνατό εκλογικό αποτέλεσμα, στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση χωρίς την Άγγελα Μέρκελ.
Όλοι γνωρίζουν ότι τα σημερινά υψηλά δημοσκοπικά ποσοστά του CDU οφείλονται κυρίως στην απερχόμενη καγκελάριο και στην διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση. Δεν θεωρείται έτσι καθόλου σίγουρο ότι θα προτιμήσουν τον διάδοχό της μπροστά στην κάλπη.