Μπορεί βραχυπρόθεσμα να είναι η μάχη για το εμβόλιο του κορονοϊού αυτή που ενδιαφέρει περισσότερο τον κόσμο, μακροπρόθεσμα ωστόσο, όταν η κατάσταση με την πανδημία εξομαλυνθεί, οι πολίτες θα επιστρέψουν στην κουβέντα για το πόσο καλά τα πάει η κυβέρνησή τους με την οικονομία.
Όπως μας λέει το Foreign Policy σε σημερινή ανάλυσή του, οι αγορές και οι επενδυτές αρέσκονται στην ιδέα να γίνει ένοικος του Οβάλ Γραφείου ο Τζο Μπάιντεν. «Είναι εύκολο να δει κανείς γιατί», γράφει χαρακτηριστικά.
Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, αν εκλεγεί τελικά, οι πιθανότητες λένε πως θα εγκαινιάσει ένα ευρύ πρόγραμμα οικονομικής ανακούφισης μέσα στην πανδημία, βοηθώντας ανέργους, μικροεπιχειρηματίες και θεσμούς αρωγής. Αποσοβώντας έτσι μια οικονομική καταστροφή, που μοιάζει προ των πυλών.
Τι θα γίνει όμως όταν ο κορονοϊός γίνει παρελθόν; Το Foreign Policy θεωρεί πως, αφού διαβεί η οικονομία των ΗΠΑ και μια φάση ανάκαμψης, το πρόγραμμα του Μπάιντεν έχει μερικά εγγενή ψεγάδια για την οικονομία.
Όπως το γεγονός ότι έχει δεσμευτεί για αύξηση του εθνικού κατώτατου μισθού στα 15 δολάρια την ώρα, «μια πολύ μεγάλη αύξηση για πολλές πολιτείες και, για κάποιες, μόλις μερικά δολάρια κάτω από τον μέσο μισθό».
Είναι αυτή η δέσμευση που απειλεί να τινάξει την οικονομία στον αέρα. Γιατί ναι μεν μικρές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό σε περιόδους οικονομικής άνθησης έχουν αμελητέο αντίκτυπο στην εργασία, μια πολύ μεγάλη αύξηση ωστόσο σε περίοδο ύφεσης είναι τεράστιος παράγοντας ρίσκου.
Ο Μπάιντεν θέλει επίσης να αυξήσει τον φόρο που πληρώνουν οι επιχειρήσεις σε επίπεδα πάνω από τον διεθνή μέσο όρο. Κάτι που θα κάνει τις αμερικανικές εταιρίες λιγότερο ανταγωνιστικές στην παγκόσμια αγορά, ωθώντας τες μάλιστα να κρατούν τα κέρδη τους στο εξωτερικό.
Την ίδια ώρα βέβαια και οι πολιτικές του Τραμπ παρουσιάζουν ρίσκα. Λιγότερη κοινωνική σταθερότητα και πιο αβέβαιο μέλλον για το αμερικανικό εμπόριο προβλέπει το Foreign Policy αν επανεκλεγεί ο Τραμπ.
Η αβεβαιότητα των κινήσεων του Τραμπ είναι πολύ κακή για τις επιχειρήσεις και τις αγορές, πόσο μάλλον όταν έχεις έναν πρόεδρο που με κάθε του tweet περί εμπορίου ή συστήματος υγείας ανεβοκατεβάζει απροσδόκητα το χρηματιστήριο.
Ακόμα κι έτσι όμως, το χρηματιστήριο συνέχισε να κινείται ανοδικά κατά τη διακυβέρνηση του Τραμπ και παρά τα σκαμπανεβάσματα της αλλοπρόσαλλης, πολλές φορές, πολιτικής του, η αμερικανική αγορά εμφάνισε θετικά πρόσημα. «Ίσως οι αγορές βλέπουν τη σταθερότητα στους χαμηλούς φόρους και τη μικρότερη κρατική παρέμβαση».
Ο ρόλος που διαδραματίζει η Ουάσιγκτον στην οικονομία είναι άλλο ένα σημείο τριβής μεταξύ των δύο μονομάχων. Ο Τραμπ θέλει περιορισμό της κρατικής παρέμβασης, ενώ ο Μπάιντεν αποζητά μεγαλύτερο ρυθμιστικό ρόλο της κεντρικής διοίκησης.
Ποια πολιτική θα επικρατήσει, μένει να φανεί από τον άνθρωπο που θα ελέγχει τον Λευκό Οίκο την επόμενη τετραετία…