Κατά της Τουρκίας στρέφονται τα γερμανικά ΜΜΕ εστιάζοντας στην καταπάτηση των ελευθεριών και στον τρόπο που αντιμετωπίζεται όποιος πολίτης ασκεί κριτική στον Ερντογάν. Παράλληλα χαρακτηρίζουν «αξιοσημείωτα ρεαλιστική» την έκθεση του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, που απονέμει στην Τουρκία τον χειρότερο δυνατό βαθμό στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Ο σχολιαστής της εφημερίδα Tageszeitung επισημαίνει όπως μεταδίδει η Deutsche Welle: «Στην Τουρκία δεν υπάρχει πλέον ελευθερία της γνώμης, όποιος ασκεί κριτική γρήγορα αντιμετωπίζεται ως τρομοκράτης και η δικαιοσύνη έχει καταργηθεί σε τέτοιον βαθμό, ώστε είναι πολύ πιθανό να καταδικαστεί ο υποτιθέμενος τρομοκράτης. Αυτά που περιγράφουν για χρόνια ολόκληρα οργανώσεις, όπως η Διεθνής Αμνηστία και η Human Rights Watch, επιβεβαιώνονται τώρα και σε επίσημο έγγραφο του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών.
Το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι το υπουργείο Εξωτερικών δεν περιλαμβάνει αυτή τη διατύπωση σε ένα άνευ συνεπειών σημείωμα προς συζήτηση, αλλά σε εσωτερική έκθεσή του προς την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Προσφύγων».
Σύμφωνα πάντως με την εφημερίδα του Βερολίνου «στον ρεαλισμό αυτόν συμβάλει το ότι μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το καλοκαίρι του 2016 είναι πλέον αδύνατον να εξωραΐσεις την κατάσταση όσον αφορά την ελευθερία της γνώμης και το κράτος δικαίου. Ακόμη και ο Τούρκος δικηγόρος που ήταν συμβεβλημένος με τη γερμανική πρεσβεία κατέληξε στη φυλακή…».
«Η Ελλάδα εξοπλίζεται: Φρεγάτες και γαλλικά πολεμικά αεροσκάφη λαμβάνουν θέσεις απέναντι στην Τουρκία» είναι ο τίτλος σε δημοσίευμα της Neue Zürcher Zeitung για τα ελληνοτουρκικά, το οποίο επισημαίνει ότι «η αντιπαράθεση στην Ανατολική Μεσόγειο εντείνει την κούρσα των εξοπλισμών.
Θα επωφεληθούν οι Γάλλοι, Γερμανοί και Αμερικανοί προμηθευτές». Όπως παρατηρεί ο αρθρογράφος, «παρά τα ισχνά ταμεία και την έντονη ύφεση λόγω κορονοϊού, η Ελλάδα θέλει να αγοράσει περισσότερα όπλα. Μετά την αντιπαράθεση με την Τουρκία για τα θαλάσσια σύνορα και τα αποθέματα φυσικού αερίου- η οποία γινόταν όλο και πιο θερμή στη διάρκεια του καλοκαιριού- οι επιθυμίες των στρατιωτικών εισακούστηκαν από τη συντηρητική κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.»
Το τίμημα του ευρωπαϊκού συμβιβασμού
«Πόσο υψηλό είναι το τίμημα της ενότητας στην ΕΕ;» διερωτάται η εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit με αφορμή τις νέες προτάσεις της Κομισιόν για το άσυλο. Ο αρθρογράφος σημειώνει ότι οι επικριτές βλέπουν μία «απομάκρυνση από τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές » και αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ένα από τα κύρια σημεία κριτικής αφορά τη συμφωνία της διαδικασίας ασύλου με τις αρχές του κράτους δικαίου.
Στο μέλλον, οι αιτούντες άσυλο με μικρή πιθανότητα να τύχουν διεθνούς προστασίας θα περνούν από την αποκαλούμενη επιταχυμένη διαδικασία. Δικηγόροι προειδοποιούν ότι σε μία τέτοια διαδικασία θα είναι πρακτικά αδύνατον να εξετάζεται διεξοδικά η κάθε περίπτωση, όπως προβλέπει το ισχύον ευρωπαϊκό δίκαιο. Επιπλέον γίνεται ακόμη πιο δύσκολο στο μέλλον να προσφύγει κανείς σε δεύτερο βαθμό εναντίον μίας απορριπτικής απόφασης, παρότι πολλές αποφάσεις ασύλου είναι λανθασμένες…»
«Θέλει απλώς να είναι πρόεδρος»
Κριτική, αλλά και έντονη ανησυχία εκφράζει ο γερμανικός τύπος για τα όσα ακούστηκαν στο πρώτο ντιμπέιτ ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Τζο Μπάιντεν ενόψει των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ. «Χαοτική μονομαχία» βλέπει η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) και επισημαίνει:
«Θα ήταν εξωπραγματικό να περιμένει κανείς ότι ένα ντιμπέιτ για υψηλότερα αξιώματα θα είναι ακαδημαϊκή συζήτηση ανάμεσα σε κλασικούς φιλολόγους, οι οποίοι με νηφαλιότητα συγκρίνουν τα αποτελέσματα των ερευνών τους. Χρειάζεται λίγη ένταση, άλλωστε σε μία δημοκρατία ο πολιτικός ανταγωνισμός τρέφεται και από το πάθος και από το συναίσθημα.
Αλλά αυτό που είδαμε στο αποκαλούμενο πρώτο ντιμπέιτ των υποψηφίων για το προεδρικό αξίωμα στις ΗΠΑ, προκάλεσε φρίκη ακόμη και στους φίλους της έντονης αντιπαράθεσης: Οι συνεχείς προσβολές και διακοπές του αντιπάλου εξέτρεψαν την όλη υπόθεση στο χάος. Ιδιαίτερα ο πρόεδρος Τραμπ- ω, του θαύματος- ήταν από την αρχή απολίτιστα επιθετικός.
Αγνοούσε τις παραινέσεις του παρουσιαστή και έκανε επίδειξη των κακών τρόπων του. Αηδιαστική ήταν η απόπειρα να εκθέσει τον γιο του αντιπάλου του, προκειμένου να δυσφημίσει τον πατέρα (Μπάιντεν).»
«Αυτός ο προεκλογικός αγώνας δεν σώζεται με τίποτα» σχολιάζει η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt. «Ο Τραμπ επί σκηνής δεν σέβεται ούτε τον πιο απλό κανόνα μίας συζήτησης, να αφήνεις τον άλλον να τελειώσει την πρότασή του.
Η όλη εκδήλωση δεν αξίζει καν την ονομασία ”ντιμπέιτ”. Οι προγραμματικές θέσεις και η νηφαλιότητα δεν παίζουν κανέναν ρόλο, ακούγεται μόνο προπαγάνδα και πολεμική ρητορική. Χρειάζεται κανείς κάτι τέτοιο; Όχι, δεν το χρειάζεται.
Καλά θα έκαναν τα τηλεοπτικά δίκτυα που συμμετέχουν να τραβήξουν την πρίζα και να ακυρώσουν τις εκπομπές». Ενδιαφέρον το συμπέρασμα από την Augsburger Allgemeine: «Παλαιότερα κάθε υποψήφιος έπρεπε να επιδεικνύει ένα ελάχιστο επίπεδο πολιτισμού, ακόμη και απέναντι στον πολιτικό του αντίπαλο.
Αυτή η ικανότητα έχει εξαφανιστεί ακόμη και στο Κογκρέσο, καθώς μάλιστα οι ροές του χρήματος εντείνουν την πόλωση. Ο Τραμπ το πηγαίνει ακόμα πιο πέρα: Δεν θέλει να είναι πρόεδρος όλων των Αμερικανών. Θέλει απλά να είναι πρόεδρος.»