Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, χάρη στις τεχνικές που τα καθιστούν ολοένα και μικρότερα αλλά και τη μείωση του κόστους τους, ολοένα και πολλαπλασιάζουν την παρουσία τους στο στρατιωτικό και τον πολιτικό τομέα, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (IISS) που δημοσιεύθηκε σήμερα.
Καθώς τα τεχνολογικά εμπόδια πέφτουν το ένα μετά το άλλο, ολοένα και περισσότερες χώρες αποκτούν πρόσβαση σ’ αυτά τα αεροσκάφη χωρίς πιλότο, τα οποία δεν προορίζονται πλέον μόνο για τις ένοπλες δυνάμεις της Δύσης.
Καθώς τα συστήματα γίνονται ολοένα και μικρότερα σε μέγεθος, οι εταιρείες, ακόμη και απλοί ιδιώτες μπορούν να έχουν πρόσβαση στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, επισημαίνει σε μια έκθεση 500 σελίδων το ινστιτούτο αυτό που έχει την έδρα του στο Λονδίνο.
Μίνι μη επανδρωμένα αεροπλάνα μπορούν επίσης να χρησιμεύσουν για χαρτογραφήσεις, επιτήρηση αγωγών, σιδηροδρομικών γραμμών ή γραμμών υψηλής τάσης, ή ακόμη και στη γεωργία.
Ως τώρα η χρήση αυτών των συσκευών χωρίς πιλότο ήταν κυρίως στρατιωτική για αποστολές συλλογής πληροφοριών, παρακολούθησης και μάχης.
Η διάδοσή τους συνοδεύεται από πολυάριθμα δεοντολογικά και νομικά ερωτήματα: το αν μια επίθεση μη επανδρωμένου αεροπλάνου μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο της νόμιμης άμυνας ή το αν μπορεί να θεωρηθεί αναλογική απάντηση σε επίθεση ενός ατόμου αποτελούν ζητήματα που βρίσκονται στο κέντρο συζητήσεων, σύμφωνα με το IISS.
Ένα άλλο ζήτημα αφορά την ενδεχόμενη χρησιμοποίηση εντελώς ρομποτικών και αυτόνομων μη επανδρωμένων αεροσκαφών μάχης.
«Η προοπτική να δούμε μια θανατηφόρα δράση η οποία να έχει αποφασισθεί από μια μηχανή, θα παραμείνει το όριο που οι νομοθέτες και η κοινή γνώμη είναι απρόθυμοι να υπερβούν», αναφέρεται στην έκθεση.
Στην ετήσια έκθεσή του για το 2014, το IISS επιβεβαιώνει εξάλλου μια τάση: αυτή της αύξησης των στρατιωτικών προϋπολογισμών στην Ασία, την ώρα που μειώνονται στην Ευρώπη.
Σε αποπληθωρισμένες τιμές, οι αμυντικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 11,6% από το 2010 ως το 2013 στην ασιατική ήπειρο, κυρίως χάρη στις δαπάνες της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας.
Στην Ευρώπη κατά την ίδια περίοδο μειώθηκαν κατά 2,5%.