«Κάναμε λάθος που δεν επιβάλαμε καραντίνα» παραδέχεται η πρώην επικεφαλής επιδημιολόγος της Σουηδίας, αναφερόμενη στον τρόπο που αντιμετωπίστηκε στη σκανδιναβική χώρα η πανδημία του κορονοϊού.
Η προκάτοχος του κρατικού επιδημιολόγου της Σουηδίας έσπασε τη σιωπή της σχετικά με την αμφιλεγόμενη στρατηγική της χώρας της απέναντι στον κορονοϊό, λέγοντας πως πιστεύει πλέον ότι οι αρχές θα έπρεπε να έχουν θέσει αυστηρότερους περιορισμούς στα πρώτα στάδια της πανδημίας, για τον έλεγχο του ιού.
Όπως αναφέρει ο Guardian, η Ανίκα Λίντε, η οποία ήταν επικεφαλής ως επιδημιολόγος του κράτους από το 2005 έως το 2013 όταν η Σουηδία αντιμετώπισε τη γρίπη των χοίρων και τον Sars, είχε μέχρι τώρα εκφράσει την υποστήριξή της στην προσέγγιση της χώρας της υπό τον διάδοχό της, Άντερς Τέγκνελ. Αλλά τώρα, γίνεται το πρώτο μέλος του ιδρύματος δημόσιας υγείας της Σουηδίας που σπάει τους κανόνες, λέγοντας πως άλλαξε γνώμη λόγω του σχετικά υψηλού αριθμού θανάτων της Σουηδίας, σε σύγκριση με εκείνο των γειτόνων της, της Δανίας, της Νορβηγίας και της Φινλανδίας.
«Πιστεύω πως χρειαζόμασταν περισσότερο χρόνο για να είμαστε σε ετοιμότητα. Αν είχαμε θέσει αυστηρούς περιορισμούς πολύ νωρίς… θα μπορούσαμε κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου να βεβαιωθούμε ότι είχαμε ό,τι ήταν απαραίτητο για την προστασία των ευάλωτων ατόμων» δήλωσε η Λίντε στον Observer.
Υψηλότερο κατά κεφαλήν ποσοστό θνησιμότητας την περασμένη εβδομάδα
Για δύο ημέρες την περασμένη εβδομάδα, η Σουηδία είχε το υψηλότερο κατά κεφαλήν ποσοστό θνησιμότητας στον κόσμο σε μέσο όρο επτά ημερών και ο συνολικός αριθμός των θανάτων αναμενόταν να ξεπεράσει τους 4.000 το Σαββατοκύριακο. Τα κατά κεφαλήν ποσοστά θανάτου στη Δανία, τη Φινλανδία και τη Νορβηγία, που εφαρμόζουν εκτεταμένα lockdown, είναι τώρα, αντιστοίχως, τέσσερις, επτά και εννέα φορές χαμηλότερα από εκείνα της Σουηδίας.
Η Σουηδία έχει εφαρμόσει τη λιγότερο περιοριστική στρατηγική από οποιαδήποτε ανεπτυγμένη χώρα στον κόσμο, επιτρέποντας τα γυμνάσια και τα λύκεια, τα μπαρ, τα εστιατόρια, τα εμπορικά κέντρα και τα γυμναστήρια να παραμείνουν ανοιχτά, ενώ οι συγκεντρώσεις μπορούν να φτάνουν μέχρι και τα 50 άτομα. Η χώρα βασίζεται κυρίως στην κοινωνική ευθύνη και την κοινή λογική του κοινού.
Η Λίντε είπε ότι αρχικά συμφωνούσε με τη σκέψη που στηρίζει την προσέγγιση αυτή της Σουηδίας. «Η βασική αντίληψη, νομίζω ήταν, ότι αργά ή γρήγορα, ανεξάρτητα από το τι κάνετε, θα μολυνθεί ολόκληρος ο πληθυσμός» ανέφερε. «Έτσι, όταν ο Άντερς Τέγκνελ, είπε ‘θα ισοπεδώσουμε την καμπύλη και θα προστατεύσουμε τους ευάλωτους’ σκέφτηκα ότι θα φτάσουμε στην ανοσία της αγέλης μετά από λίγο. Θα μπορούσε να είναι μια καλή στρατηγική. Και δεν ήμουν επικριτική».
Έκτοτε, πολλές χώρες απέδειξαν πως είναι δυνατόν να μειωθεί δραματικά η συχνότητα μόλυνσης από κορονοϊό και να τεθεί υπό έλεγχο, προσωρινά τουλάχιστον, η πανδημία.
«Αποτύχαμε να προστατεύσουμε τους ηλικιωμένους»
Ταυτόχρονα, το δεύτερο μέρος της στρατηγικής της Σουηδίας – για την προστασία των ηλικιωμένων και άλλων ευπαθών ομάδων – απέτυχε.
«Αυτό ήταν σαν ένα όνειρο – ότι δηλαδή θα μπορούσαμε να προστατεύσουμε τους ηλικιωμένους – με πολύ μικρή σχέση με την πραγματικότητα» υποστήριξε η Λίντε, η οποία ως 72 ετών έχει περάσει πάνω από δύο μήνες σε αυτοαπομόνωση.
Οι πολιτικοί, τα ΜΜΕ και οι πολίτες στη Σουηδία εξακολουθούν να υποστηρίζουν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική των Αρχών για την αντιμετώπιση της πανδημίας, με εξαίρεση μια μικρή ομάδα ακαδημαϊκών και ερευνητών. Ο ίδιος ο επικεφαλής επιδημιολόγος, ο Τέγκνελ, αναγνωρίζει ότι η χώρα βρίσκεται σε «δραματική κατάσταση», αλλά αρνείται ότι ένα lockdown θα είχε βοηθήσει.
«Είναι κοινή η κριτική που λέει ότι αν είχαμε επιβάλει αυστηρά μέτρα, θα είχαμε πετύχει περισσότερα. Αλλά όταν ρωτάω “τι ακριβώς θα είχαμε κάνει που να αλλάξει τα πράγματα τόσο πολύ;” τότε δεν παίρνω και πολλές απαντήσεις» είπε.
Η Λίντε λέει ότι ο Τέγκνελ έκανε λάθος να ρίξει το φταίξιμο για το υψηλό ποσοστό μόλυνσης στα σουηδικά ιδρύματα φροντίδας ηλικιωμένων στις τοπικές αρχές και τις ιδιωτικές εταιρείες που τα διαχειρίζονται. Αποδίδει, μάλιστα, την αποτυχία της προσέγγισης της Σουηδίας εν μέρει στην απροθυμία του οργανισμού δημόσιας Υγείας να προσαρμόσει μια προπαρασκευαστική στρατηγική βασισμένη στην εμπειρία από τις πανδημίες γρίπης, όπως την ισπανική γρίπη και αυτή των χοίρων, στον κορονοϊό.
«Το γεγονός ότι συγκρίθηκε πάρα πολύ με τις επιδημίες της γρίπης, θα μπορούσε να μας κάνει να κάνουμε λάθος υποθέσεις στην αρχή» είπε. «Θα μπορούσαμε να είχαμε μια άλλη εξέλιξη εάν, για παράδειγμα, γνωρίζαμε περισσότερα για τον κίνδυνο της εξάπλωσης από ασυμπτωματικά άτομα».