Ο Αριέλ Σαρόν, ο πρώην στρατηγός και πρωθυπουργός του Ισραήλ, ο οποίος νοσηλευόταν σε κώμα για 8 χρόνια έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο που είχε υποστεί, πέθανε σήμερα σε ηλικία 85 ετών, μετέδωσε ο ισραηλινός στρατιωτικός ραδιοσταθμός, επικαλούμενος συγγενικό πρόσωπο της οικογένειάς του.
Το νοσοκομείο στο οποίο νοσηλευόταν ο Σαρόν ανακοίνωσε ότι θα δοθεί συνέντευξη Τύπου γύρω στις 15:00 ώρα Ελλάδος.
Ποιος ήταν ο Σαρόν
Ο Αριέλ Σαρόν, ο αμφιλεγόμενος πολιτικός που είχε θέσει ως στόχο του να λύσει οριστικά το εδαφικό καθορίζοντας τα σύνορα του Ισραήλ, υπό τους δικούς του όρους, γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1928 στην Παλαιστίνη, που την εποχή εκείνη ήταν υπό Βρετανική Εντολή, από γονείς που κατάγονταν από τη Λευκορωσία.
Ο Σαρόν, ο οποίος συμμετείχε σε σχεδόν όλους τους πολέμους του Ισραήλ, μετά την αποστράτευσή του υπήρξε το δεξί χέρι του ηγέτη της εθνικιστικής δεξιάς και πρωθυπουργού από το 1977 Μεναχέμ Μπεγκίν. Έχοντας αποκτήσει τη φήμη του “γερακιού”, ήταν για πολλά χρόνια υπέρμαχος του ισραηλινού εποικισμού, όμως σε μεγάλη ηλικία αποκήρυξε το όραμά του για τη δημιουργία ενός “Μεγάλου Ισραήλ” και το 2005 διέταξε την εκκένωση των εβραϊκών οικισμών της Λωρίδας της Γάζας, έπειτα από 38 χρόνια κατοχής. Κανείς πριν από αυτόν δεν είχε τολμήσει να διαλύσει τους οικισμούς. Ο ίδιος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Ισραήλ θα έπρεπε να παραιτηθεί από τουλάχιστον ένα μέρος των εδαφών που είχε κατακτήσει στον πόλεμο του 1967, εάν ήθελε να παραμείνει ένα “εβραϊκό και δημοκρατικό” κράτος.
Ορισμένες από τις ενέργειές του προκάλεσαν οργή στους Παλαιστινίους και δυσαρέσκεια στη διεθνή κοινότητα ενώ επικρίθηκαν σφοδρά και εντός του Ισραήλ. Πριν από την απόφασή του για αποχώρηση του Ισραήλ από τη Γάζα, για την οποία εγκωμιάστηκε από τη διεθνή κοινότητα, είχε αποκτήσει τη φήμη του αμείλικτου στρατιωτικού και πολιτικού ηγέτη. Το 1982, όταν ήταν υπουργός Άμυνας, ηγήθηκε της ισραηλινής εισβολής στο Λίβανο με στόχο να εκδιώξει από τη χώρα αυτή τον Γιάσερ Αραφάτ, τον ιστορικό ηγέτη των Παλαιστινίων. Μια επίσημη έρευνα που διεξήχθη για την υπόθεση αυτή τον έκρινε υπεύθυνο για τη σφαγή εκατοντάδων Παλαιστίνιων στους προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα, τον Σεπτέμβριο του 1982, από χριστιανούς φαλαγγίτες.
Εντάχθηκε στο στρατό στα 17 του και το 1947, με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, ανέλαβε εκπαιδευτής των Εβραϊκών Αστυνομικών Μονάδων. Τραυματίστηκε δύο φορές και κέρδισε, χάρη στο παρουσιαστικό του αλλά και στις ακραίες μεθόδους του, όχι μόνο τον τίτλο του στρατηγού αλλά και το προσωνύμιο «μπουλντόζας». Ως υπεύθυνος της μονάδας 101 των ειδικών δυνάμεων και κατόπιν διοικητής της Ταξιαρχίας Αλεξιπτωτιστών, εξαπέλυε πολλές επιχειρήσεις αντιποίνων. Η πιο αιματηρή ήταν αυτή του 1953 στο παλαιστινιακό χωριό Κίμπια όπου έχασαν τη ζωή τους 60 άμαχοι.
Ήταν επίσης διοικητής της Σχολής Πεζικού και επικεφαλής της Ομάδας Ταξιαρχίας στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το 1967. Το 1973 παραιτήθηκε από τον στρατό, όμως τον Ιούλιο του ίδιου έτους, στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, τον ανακάλεσαν στις ένοπλες δυνάμεις και του ανέθεσαν τη διοίκηση του Κεντρικού Τμήματος του Μετώπου του Σινά. Και σ’ αυτόν τον πόλεμο ο Σαρόν απέδειξε τις στρατιωτικές ικανότητές του: διέσχισε τη διώρυγα του Σουέζ και περικύκλωσε τον αιγυπτιακό στρατό, σε μια παράτολμη ενέργεια.
Μετά την οριστική αποστρατεία του ασχολήθηκε με την πολιτική, εξελέγη βουλευτής και για μια 25ετία υπηρέτησε σε διάφορα υπουργεία (Γεωργίας, Άμυνας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, Εθνικών Υποδομών, Εξωτερικών κ.ά.). Το 1999 εξελέγη πρόεδρος του Λικούντ, μετά την παραίτηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου ο οποίος είχε ηττηθεί στις εκλογές από τον Εχούντ Μπαράκ.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 2000, η επίσκεψή του στο Όρος του Ναού —τον τρίτο ιερότερο τόπο για τους μουσουλμάνους— στην Ανατολική Ιερουσαλήμ στάθηκε αφορμή για το ξέσπασμα της δεύτερης παλαιστινιακής Ιντιφάντα. Με την υπόσχεση ότι θα καταπνίξει την παλαιστινιακή εξέγερση, εξελέγη πανηγυρικά πρωθυπουργός στις 6 Φεβρουαρίου 2001. Κέρδισε επίσης και τις εκλογές που διεξήχθησαν δύο χρόνια αργότερα.
Ορμητικός, μαχητικός, με καυστικό χιούμορ, ο Σαρόν εγκατέλειψε το 2005 το Λικούντ, το κόμμα του οποίου υπήρξε συνιδρυτής αλλά όπου πλέον τον αμφισβητούσαν ανοιχτά, και ίδρυσε το κεντρώο Καντίμα. Σχεδίαζε να προχωρήσει και σε άλλες εκκενώσεις οικισμών, στη Δυτική Όχθη.
Τον Δεκέμβριο του 2005 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Στις 4 Ιανουαρίου 2006 υπέστη και δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο, αυτή τη φορά βαρύ, και η υγεία του επιδεινώθηκε έπειτα από μια χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε. Από τότε νοσηλευόταν σε κώμα στο νοσοκομείο Τελ Χασόμερ, κοντά στο Τελ Αβίβ.
Μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο το υπουργικό συμβούλιο τον κήρυξε «ανίκανο» να ασκήσει τα καθήκοντά του, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά στην ιστορία του Ισραήλ. Ο πρώην ισχυρός άνδρας του Ισραήλ σταδιακά ξεχάστηκε και το όνομά του σπανίως ακουγόταν από τα μέσα ενημέρωσης.