Τον Μάιο του 1945 οι σύμμαχοι με πρώτους του Σοβιετικούς εισβάλουν στο Βερολίνο και ουσιαστικά δίνουν τέλος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που τυπικά έληξε με τη διπλή τραγωδία στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι τον Σεπτέμβριο της ίδια χρονιάς.
Πριν από το τέλος του μεγαλύτερου πολέμου που έχει γνωρίσει μέχρι και σήμερα η ανθρωπότητα, ωστόσο, οι δυνάμεις που «στέκονταν» στην μεριά των νικητών είχαν ήδη αρχίσει να «φαγώνονται» για την επόμενη ημέρα.
Οι δυτικοί (ΗΠΑ και Αγγλία, κυρίως), έβλεπαν τη Σοβιετική Ένωση του Ιωσήφ Στάλιν ως απειλή. Τα αισθήματα για τον ισχυρό άνδρα των ανατολικών ήταν… αμοιβαία. Και κάπως έτσι ο πλανήτης πριν καν πάρει ανάσα από τον πόλεμο μπήκε στην περίοδο που έμεινε στην ιστορία ως «ψυχρός πόλεμος».
Το 1946 για πρώτη φορά ο Ουίνστον Τσόρτσιλ χρησιμοποιεί τον όρο «Σιδηρούν Παραπέτασμα» για να στηλιτεύσει τις πρακτικές της… απέναντι πλευράς. Ένα χρόνο αργότερα ο Χάρι Τρούμαν εξαγγέλλει το περιβόητο «Σχέδιο Μάρσαλ» το οποίο ήταν ένα μεγάλο πακέτο οικονομικής βοήθειας για να την ανασυγκρότηση των ρημαγμένων συμμαχικών χωρών (ανάμεσά τους και η Ελλάδα) με αντάλλαγμα την πρόσδεση στο δυτικό άρμα και την πολεμική απέναντι στον «κομμουνιστικόν κίνδυνο»!
Το τελικό στάδιο αυτής της εκστρατείας ήταν όταν πέντε χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην Ουάσινγκτον οι ΗΠΑ και 12 ευρωπαϊκές χώρες υπέγραψαν το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια στρατιωτική συμφωνία που έδειχνε με το δάχτυλο τη Μόσχα.
Η Σοβιετική Ένωση δεν άργησε να σηκώσει το γάντι…
Το αντίπαλο δέος του ΝΑΤΟ
Υπάρχει, ακόμα και σήμερα, μεγάλη συζήτηση για το αν το Σύμφωνο της Βαρσοβίας ήταν μια επιθετική ή μια αμυντική στάση της Σοβιετικής Ένωσης. Προφανώς και τα επιχειρήματα διαφέρουν ανάλογα την ιδεολογική σκοπιά που στέκεται ο κάθε συνομιλητής.
Η ιστορική αλήθεια, ωστόσο, δείχνει πως η ΕΣΣΔ αποφάσισε να σηκώσει το γάντι για το οποίο μιλήσαμε νωρίτερα επειδή… η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση!
Πριν προχωρήσει στη δική της κίνηση, πάντως, η Μόσχα φαίνεται πως έπαιξε ένα κρυφό χαρτί προκειμένου να δει (ή κατά άλλους να αποκαλύψει) τις πραγματικές προθέσεις των δυτικών. Το 1954, η ΕΣΣΔ ζήτησε να γίνει μέλος του Βορειοατλαντικού Συμφώνου! Η πρόταση αυτή φυσικά και απορρίφθηκε.
Και πριν προλάβει καλά- καλά να φτιάξει μια στρατηγική, δέχεται και το τελικό χτύπημα. Τον Οκτώβριο του 1954 υπογράφηκαν, μεταξύ των δυτικών χωρών και της Δ.Γερμανίας, οι «Συμφωνίες του Παρισιού».
Πρακτικά, αυτό σήμαινε πως το δυτικό κομμάτι της Γερμανίας θα μπορούσε να εξοπλιστεί, οι πολίτες της να υπηρετούν στρατιωτική θητεία και τελικά να εισέλθει στο ΝΑΤΟ κάτι που έγινε με κάθε επισημότητα στις 6 Μαΐου 1955.
Βρισκόμαστε μόλις 10 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και το να εξοπλίζεται και πάλι η Γερμανία ήταν κάτι που προκάλεσε περίεργους συνειρμούς στην ΕΣΣΔ η οποία θεώρησε πως ήρθε η ώρα να κάνει τη δική της κίνηση.
Έτσι, στις 14 Μαΐου παίρνει σάρκα και οστά η συμμαχία που έμεινε γνωστή ως Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Το όνομα το έλαβε επειδή ένα μήνα μετά υπεγράφη στην πρωτεύουσα της Πολωνίας το τελικό κείμενο, το οποίο υπέγραψαν οκτώ κράτη: Σοβιετική Ένωση, Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ανατολική Γερμανία, Ουγγαρία, Πολωνία και Τσεχοσλοβακία.
Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο ήταν η μοναδική κομμουνιστική χώρα που δεν συμμετείχε στο Σύμφωνο, καθώς ο Πρόεδρος της χώρας κράτησε ουδέτερη στάση, λόγω της σύγκρουσής του με το Σταλινικό καθεστώς, έστω κι αν ο Στάλιν είχε πεθάνει δυο χρόνια νωρίτερα και ο τότε Σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ είχε ήδη κάνει τα πρώτα δειλά βήματα της περίφημης «αποσταλινοποίησης».
Η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας αρχικά εξαιρέθηκε από το στρατιωτικό σκέλος του Συμφώνου, συμμετέχοντας σε αυτό μετά τις 28 Γενάρη 1956, δέκα μέρες μετά την ίδρυση του «Εθνικού Λαϊκού Στρατού» (Nationale Volksarmee), που επίσης αποτελούσε απάντηση στη δυτικογερμανική επαναφορά της υποχρεωτικής θητείας ένα χρόνο πριν.
Τι προέβλεπε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας
«Διάσκεψη ευρωπαϊκών κρατών για τη διασφάλιση της Ειρήνης και της σταθερότητας στην Ευρώπη». Έτσι ονομάστηκε η ιδρυτική διάσκεψη του Συμφώνου στην οποία συμμετείχε και η Κίνα αλλά μόνο ως παρατηρητής.
Τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονταν «για τη διασφάλιση της ειρήνης και την αμοιβαία παροχή βοήθειας στην περίπτωση επίθεσης σε μία ή περισσότερες από τις συμβαλλόμενες χώρες», ενώ η «κοινή διοίκηση των επιμέρους εθνικών στρατών, που υπάγονταν στο σοβιετικό γενικό επιτελείο διασφάλιζε τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα του Συμφώνου».
Παράλληλα, σε περίπτωση επίθεσης, τα κράτη ήταν υποχρεωμένα να συσκεφθούν αμέσως προκειμένου να εκπονήσουν από κοινού ένα σχέδιο δράσης.
Επιπλέον, αν τελικά επιτυγχάνονταν ένα συνολικό σύμφωνο ασφαλείας για όλη την Ευρώπη, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας θα έχανε την ισχύ του.
Αντίθετα με το ΝΑΤΟ, που προέβλεπε την οικονομική συνεργασία των μελών, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας περιοριζόταν στη ρύθμιση της στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών.
Στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, μπορούσε να προσχωρήσει οποιοδήποτε κράτος επιθυμούσε, ακόμη και χώρες που είχαν διαφορετικό πολιτικό και κοινωνικό σύστημα.
Η πρώτη χώρα που αποχώρησε από το Σύμφωνο ήταν η Αλβανία του Χότζα που βρισκόταν σε μόνιμη κόντρα με τη Μόσχα και «φλέρταρε» με την Κίνα του Μάο ενώ ακολούθησε η Ρουμανία του Τσαουσέσκου επειδή εναντιώθηκε στην αύξηση των οικονομικών καταβολών για το Σύμφωνο.
Η «κατάρρευση του υπαρκτού Σοσιαλισμού» πρακτικά κατέστησε ανενεργό το Σύμφωνο της Βαρσοβίας το οποίο τυπικά διαλύθηκε κατά την τελευταία του Διάσκεψη στην Πράγα την 1η Ιούλη 1991. Σήμερα, εκτός από την ίδια τη Ρωσία, όλα τα κράτη του τότε Συμφώνου έχουν προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ.
Η ματωμένη εξέγερση που λειτούργησε ως «ταφόπλακα» του Συμφώνου
Πολύ πριν το 1991, ωστόσο, και συγκεκριμένα το 1968 έγινε κάτι που (αν και μιλάμε για 23 ολόκληρα χρόνια νωρίτερα) θεωρήθηκε η «ταφόπλακα» του Συμφώνου το οποίο ποτέ πλέον δεν έλαβε την ηθική και πολιτική νομιμοποίηση που επεδίωκε. Ήταν η «Άνοιξη της Πράγας», η εξέγερση που πνίγηκε στο αίμα από τα Σοβιετικά τανκς.
Τον Ιανουάριο του 1968 ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ αναλαμβάνει την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας και άρα τα ηνία της χώρας, υποσχόμενος «Σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» και βαθιές μεταρρυθμίσεις.
Η Μόσχα και οι δορυφόροι της, ωστόσο, θεωρούν το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Ντούμπτσεκ «αντεπαναστατικό». Τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς τα μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας απέστειλαν στον Ντούμπτσεκ επιστολή, στην οποία του επισήμαναν ότι η χώρα του βρισκόταν στα πρόθυρα της αντεπανάστασης και θεωρούσαν καθήκον τους να την προστατεύσουν («Δόγμα Μπρέζνιεφ»). Ο Ντούμπτσεκ αντιλήφθηκε γρήγορα πως υπήρχε ο κίνδυνος στρατιωτικής επέμβασης αλλά δεν πρόλαβε να αντιδράσει.
Το βράδυ της 20ης Αυγούστου, περίπου μισό εκατομμύριο στρατιώτες από την ΕΣΣΔ, την Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία και την κατέλαβαν.
Αρχικά δεν υπήρχε κάποια αξιόλογη αντίσταση, ωστόσο, αυτό άλλαξε όταν οι εισβολείς επιχείρησαν να καταλάβουν το μέγαρο της ραδιοτηλεόρασης. Οι συγκρούσεις ήταν σφοδρές και είχαν σαν αποτέλεσμα 30 νεκρούς και 300 τραυματίες.
Ο Ντούμπτσεκ συνελήφθη και απηλλάγη από τα καθήκοντά του. Η αντίσταση των Τσεχοσλοβάκων συνεχίστηκε με διάφορες μορφές, με τραγικότερη όλων την αυτοπυρπόληση τουλάχιστον οκτώ νέων ανθρώπων, με πρώτο τον φοιτητή Γιαν Πάλατς, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το καθεστώς ανελευθερίας.
Τελικά, την ηγεσία του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας ανέλαβε ο πιστός στη Μόσχα Γκουστάβ Χούζακ και το κομμουνιστικό καθεστώς άντεξε μέχρι και το 1989 οπότε και κατέρρευσε με τη λεγόμενη «Βελούδινη Επανάσταση».