Οι γνώστες ξεχωρίζουν από μακριά το χαρακτηριστικό κίτρινο ταμπελάκι της. Δύσκολα αγνοεί κανείς ένα μπουκάλι σαμπάνιας Veuve Clicquot.
Το 2012 ήταν το δεύτερο υψηλότερο εμπορικό σήμα πώλησης σαμπάνιας στον κόσμο, με 1.474.000 εννιάλιτρα κιβώτια να πωλούνται παγκοσμίως.
Η Veuve Clicquot όμως δεν ήταν πάντα τόσο πετυχημένη. Για την ακρίβεια ενδεχομένως να μην υπήρχε καν χωρίς τις προσπάθειες μιας από τις πρώτες, γυναίκες επιχειρηματίες του κόσμου.
Η χήρα Clicquot (veuve στα γαλλικά) Clicquot κατάφερε να απομακρύνει την επιχείρηση κρασιών της από το χείλος του γκρεμού και να βγάλει στην επιφάνεια την… σαμπάνια!
Η Barbe-Nicole Ponsardin, όπως ήταν το όνομά της, ήταν κόρη ενός εύπορου βιομήχανου κλωστοϋφαντουργίας από το Reims της Γαλλίας.
Γεννήθηκε πριν από τη Γαλλική Επανάσταση και κατά την παιδική της ηλικία επηρεάστηκε πολύ από τις πολιτικές πεποιθήσεις του πατέρα της, Ponce Jean Nicolas Philippe Ponsardin, ο οποίος από φιλοβασιλικός άρχισε να υποστηρίζει τους Ιακωβίνους.
Χάρη στους πολιτικούς αυτούς χειρισμούς του πατέρα της, η οικογένεια της Barbe-Nicole κατάφερε να βγει σχετικά αλώβητη από την Επανάσταση, σπάνιο για μια εύπορη οικογένεια της αστικής τάξης της εποχής.
Δίπλα στα κτήματα της οικογένειας ζούσε η οικογένεια του Philippe Clicquot, ενός ακόμη επιτυχημένου εμπόρου υφασμάτων και κύριο ανταγωνιστή του πατέρα της.
Σε μια προσπάθεια να εδραιώσουν την εξουσία των επιχειρήσεών τους, οι δύο άντρες –όπως συνέβαινε πολύ συχνά εκείνη την εποχή- αποφάσισαν να παντρέψουν τα παιδιά τους.
Το 1789, όταν η Barbe-Nicole ήταν 21 ετών, παντρεύτηκε τον μοναδικό γιο της αντίπαλης –μέχρι τότε- οικογένειας, τον Francois Clicquot. Επρόκειτο, με άλλα λόγια, για ένα γάμο-επιχειρηματική συμφωνία.
Οι δύο νέοι όμως φαίνεται ότι βρήκαν ένα κοινό κώδικα και μεταξύ τους άρχισε να αναπτύσσεται ένας στενός δεσμός.
Ο Francois ήταν ένας πολύ ζωντανός νέος με μεγάλες προσδοκίες: αντί να αναλάβει την επιχείρηση του πατέρα του, όπως επιθυμούσε ο τελευταίος, ο Francois έδειξε ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της μικρής επιχείρησης οινοποιίας της οικογένειάς του.
Ο αφρώδης οίνος ήταν ήδη γνωστός και η περιοχή Champagne της Γαλλίας ήταν πολύ διάσημη για τα λευκά κρασιά της, όμως ο Philippe Clicquot δεν είχε καμία πρόθεση να επεκτείνει την επιχείρησή του.
Ο γιος του όμως είχε άλλα σχέδια. Αγνόησε την αποδοκιμασία του πατέρα του και ξεκίνησε να μαθαίνει τα μυστικά του κρασιού μαζί με τη νεαρή γυναίκα του.
Παρά το πάθος τους όμως η επιχείρηση σαμπάνιας τους δε φαινόταν να πηγαίνει πολύ καλά και ήταν λίγο πριν το στάδιο της κατάρρευσης. Το 1805, έξι χρόνια μετά το γάμο τους, ο Francois αρρώστησε βαριά. Πέθανε μετά από δώδεκα ημέρες.
Τότε άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι ο θάνατός του ήταν αυτοκτονία, λόγω της απόγνωσής του που η επιχείρησή του είχε αποτύχει, ενώ άλλοι απέδιδαν τον πρόωρο θάνατό του σε τυφοειδή πυρετό.
Ο πατέρας του ανακοίνωσε τότε ότι μέχρι το τέλος του χρόνο θα έκλεινε την επιχείρηση κρασιού του γιου του.
Η Barbe-Nicole όμως δε συμφωνούσε με την άποψη και έκανε μια τολμηρή πρόταση στον πεθερό της, όπως αναφέρει δημοσίευμα στο smithsonianmag.com.
«Θέλω να πάρω το ρίσκο. Θέλω να επενδύσετε ένα εκατομμύριο δολλάρια στην επιχείρηση» φέρεται να του είπε, γράφει ο Tilar Mazzeo συγγραφέας του βιβλίου «The Widow Clicquot», κι εκείνος δέχτηκε.
«Είναι περίεργο που θα άφηνε μια γυναίκα, χωρίς γνώσεις, να τρέξει την επιχείρηση, όμως ο Philippe Clicquot δεν ήταν κανένας χαζός. Είχε καταλάβει πόσο έξυπνη και καπάτσα ήταν η νύφη του» λέει ακόμη ο συγγραφέας.
Φυσικά δε δέχτηκε άνευ όρων. Ο όρος που έθεσε ήταν η Barbe-Nicole να παρακολουθήσει κάποια μαθήματα και μετά θα μπορούσε να λειτουργήσει την επιχείρηση μόνη της, αν αποδείκνυε τις ικανότητές της.
Η νεαρή χήρα μαθήτευσε δίπλα στον γνωστό οινοποιό Alexandre Fourneaux και επί τέσσερα χρόνια προσπαθούσε να αναβιώσει την επιχείρηση που αργοπέθαινε.
Δεν τα κατάφερε και στο τέλος της μαθητείας της, ζήτησε ξανά χρήματα από τον πεθερό της.
«Ήταν ακριβώς στο τέλος των ναπολεόντιων πολέμων, τότε που στα κελάρια της υπήρχε αυτό που αργότερα έγινε γνωστό ως “η θρυλική σοδειά του 1811”, και λίγο πριν η επιχείρηση πτωχεύσει» γράφει ο Mazzeo.
Με τη χρεοκοπία προ των πυλών η Barbe-Nicole πήρε μια δύσκολη απόφαση. Είχε αντιληφθεί ότι η ρωσική αγορά θα… «διψούσε» για τη σαμπάνια της –η οποία ήταν πολύ γλυκειά και περιείχε σχεδόν 300 γραμμάρια ζάχαρη, ποσότητα διπλάσια από αυτή που έχουν τα σημερινά γλυκά κρασιά. Αν κατάφερνε να κατακτήσει αυτήν την αγορά, η ίδια πίστευε ότι η επιτυχία ήταν… τσεπάκι της!
Υπήρχε όμως ένα εμπόδιο: τα ναυτικά μπλόκα που είχαν παραλύσει την εμπορική ναυτιλία κατά τη διάρκεια των πολέμων.
Η Barbe-Nicole μετέφερε λαθραία την μεγαλύτερη ποσότητα των καλύτερων κρασιών της στο Άμστερνταμ και περίμενε τη σύναψη ειρήνης. Όταν έγινε αυτό, το πλοίο έβαλε ρότα για τη Ρωσία… αφήνοντας πολλές εβδομάδες πίσω τους ανταγωνιστές της
Σχεδόν αμέσως αφότου η σαμπάνια της έκανε την εμφάνισή της στη Ρωσία, ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ ανακοίνωσε ότι θα ήταν η μοναδική που θα έπινε.
«Από ένα μικρό όνομα έγινε κάποια που πλέον γνώριζαν όλοι. Και όλοι ήθελαν τη σαμπάνια της» γράφει ο Mazzeo.
Η ζήτηση αυξήθηκε τόσο κατακόρυφα που η ίδια ανησυχούσε ότι δε θα μπορούσε να ικανοποιήσει όλες τις παραγγελίες. Η διαδικασία παραγωγής της σαμπάνιας ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα, όμως η Barbe-Nicole ήξερε ότι θα υπήρχε ένας καλύτερος τρόπος απ΄το να φιλτράρουν το προϊόν από το ένα μπουκάλι στο άλλο μέχρι να γίνει «καθαρό».
Επινόησε μια καινούρια μέθοδο, βάσει της οποίας το κρασί παρέμενε στο ίδιο μπουκάλι, όμως επειδή το γυρνούσαν ανάποδα η μαγιά συγκεντρωνόταν στο λαιμό του μπουκαλιού. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται ακόμη από τους σύγχρονους παραγωγούς σαμπάνιας.
Η καινοτομία της Barbe-Nicole αποτέλεσε μια «επανάσταση» στο χώρο. Όχι μόνο βελτιώθηκε η ποιότητα του προϊόντος, αλλά το παρήγαγε και πιο γρήγορα.
Η νέα κρυφή τεχνική της είχε ενοχλήσει πολλούς ανταγωνιστές της, ειδικά τον Jean-Rémy Moët, ο οποίος δε μπορούσε να βρει ποια ήταν. Κι ενώ το μυστικό θα μπορούσε να διαρρεύσει εύκολα, καθώς δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εργάζονταν στα κελάρια της Barbe-Nicole, κανείς δεν πρόδωσε την εμπιστοσύνη της.
Πέρασαν δεκαετίες μέχρι να σκεφτούν τη μέθοδο του αναποδογυρίσματος.
Μέχρι το θάνατό της το 1866 η σαμπάνια Veuve Clicquot εξαγόταν στα πέρατα του κόσμου, από τη Λαπωνία μέχρι τις ΗΠΑ.
«Ο κόσμος βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και πρέπει να εφευρίσκουμε τα πράγματα του αύριο. Κάποιος πρέπει να πηγαίνει ένα βήμα μπροστά από τους άλλους. Χρειάζεται να είναι αποφασισμένος και αποφασιστικός. Αφήστε την εξυπνάδα σας να καθοδηγήσει τη ζωή σας. Πράξτε με θράσος» είχε γράψει λίγο πριν πεθάνει.