Το ενδιαφέρον και τα βλέμματα όλου του πλανήτη ήταν στραμμένα στην επιχείρηση διάσωσης των μεταλλωρύχων και τη στιγμή που θα αντίκριζαν έπειτα από 69 ημέρες τον ουρανό.

Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του εγχειρήματος, τα φώτα της δημοσιότητας σβήνουν σιγά-σιγά αποκαλύπτοντας μία πραγματικότητα που δεν συνειδητοποιούσαμε όλοι όσοι συγκινούμασταν κάθε φορά πουν ακόμα ένας μεταλλωρύχος έβγαινε στην επιφάνεια της Γης. Τι θα κάνουν την επόμενη ημέρα;

Οι οικογένειες των 33 εκφράζουν ανησυχία για το ενδεχόμενο επιστροφής τους στο ορυχείο. «Σαν πατέρας, θα τους έλεγα να αλλάξουν δουλειά, να μην συνεχίσουν να εργάζονται σε ορυχείο. Αλλά είναι θέμα δικό τους να αποφασίσουν και αν αποφασίσουν να το κάνουν, ίσως να μην κοιμάμαι πια καλά εξαιτίας αυτού που συνέβη», εξομολογήθηκε ο Αλφόνσο Αβάλος, πατέρα του Φλορένσιο και του Ρενάν, δύο από τους μεταλλωρύχους που έζησαν περισσότερο από δύο μήνες σε βάθος 700 μέτρων κάτω από τη γη.

«Ο μεταλλωρύχος δεν ξέρει ποτέ αν θα επιστρέψει στο σπίτι του», τονίζει ο Τζίμι Καρντόνα, πατέρας ενός από τους εργάτες.

Ακόμα κι έτσι όμως, το μέλλον των 33 είναι αβέβαιο. Οκτώ από τους μεταλλωρύχους είναι μεγαλύτεροι των 50 χρόνων, ο όμιλος Σαν Εστεμπάν που διαχειρίζεται το ορυχείο Σαν Χοσέ βρίσκεται ένα βήμα πριν την πτώχευση και για το μόνο που είναι σίγουροι είναι ο μισθός του Σεπτεμβρίου και τα χρήματα που θα πάρουν από ενδεχόμενη εκποίηση της εταιρίας.

Επίσης ο κάθε ένας θα πάρει 2.000 δολάρια (1.450 ευρώ) από έναν ανώνυμο επιχειρηματία και 10.000 δολάρια από τον εκκεντρικό εκατομμυριούχο Λεονάρντο Φάρκας.

Στην πράξη όμως, η μόνη πρόταση για δουλειά που τους έχει γίνει είναι να δουλέψουν σε ένα από τα ορυχεία του Φάρκας στην περιοχή Κοπιάπο, εκεί που βρίσκεται το ορυχείο Σαν Χοσέ.

Ορισμένοι έχουν ήδη πει στους δικούς τους πως σκέφτονται να επιστρέψουν στο ορυχείο, όπου οι σχετικά υψηλοί μισθοί (1.000 δολάρια το μήνα) τους αποζημιώνουν εν μέρει για τους κινδύνους. «Μου είπε “είμαι μεταλλωρύχος και θέλω να πεθάνω μεταλλωρύχος” δήλωσε η Σίλβια Σεγκόβια, αδελφή του Βίκτορ, η οποία επισημαίνει πως θα ήθελε να μην ξαναγυρίσει ποτέ στο ορυχείο ο αδελφός της.

«Δεν θέλω να εργάζεται σε ορυχείο. Φοβάμαι τα υπόγεια ορυχεία, δεν είναι ασφαλή, καμιά δουλειά δεν είναι ασφαλής όμως τα ορυχεία είναι χειρότερα, μια κατολίσθηση… μια πτώση βράχων… Εγώ λέω φτάνει, αρκετά υποφέραμε», δήλωσε ο Ομάρ Ρεϊγάδας, γιος ενός από τους 33.

Ορισμένοι άλλοι συγγενείς βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. «Δεν φοβάμαι. Μπορεί να πεθάνεις στο ορυχείο, αλλά και έξω από αυτό. Ο καθένας πρέπει να κάνει αυτό που θέλει», επισημαίνει ο Αλεσάντρο Κοντρέρας, ετεροθαλής αδελφός ενός από τους μεταλλωρύχους και μηχανικός ορυχείων ο ίδιος.