«Κάνατε την πλάκα σας: τώρα θέλουμε το υλικό πίσω». Με αυτά τα λόγια, η βρετανική κυβέρνηση προέβη στην πιο περίεργη πράξη κρατικής λογοκρισίας που έχει γίνει στη διαδικτυακή εποχή. Όπως αποκαλύφθηκε χθες από τον διευθυντή της Guardian, Βρετανοί πράκτορες παρακολούθησαν την καταστροφή σκληρών δίσκων στο υπόγειο του κτιρίου όπου στεγάζεται η εφημερίδα όπως οι Ισπανοί ιεροεξεταστές παρακολουθούσαν την πυρπόληση βιβλίων, όπως έγραψε στο άρθρο του. Δεν τους ενδιέφερε καθόλου το γεγονός ότι αντίγραφα αυτών των δίσκων υπάρχουν σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Αυτό που ήθελαν ήταν μια συμβολική καταστροφή. Σε αντίθετη περίπτωση, προειδοποίησαν ότι θα ζητούσαν και θα λάμβαναν εντολή έρευνας και καταστροφής από βρετανικό δικαστήριο.
Οι σκληροί δίσκοι περιείχαν στοιχεία από έγγραφα που αποκάλυψε ο Εντουαρντ Σνόουντεν και αφορούν τη δράση της αμερικανικής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας (NSA).
Όπως γράφει σήμερα ο Σάιμον Τζένκινς στη Guardian, δύο δυνάμεις βρίσκονται σε μια σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ τους. Το υλικό που αποκάλυψε ο Σνόουντεν είναι τελείως διαφορετικού χαρακτήρα από τις διαρροές του Wikileaks. Δείχνει ότι όχι μόνο τα κράτη συγκεντρώνουν, αποθηκεύουν και διαχειρίζονται κατά βούληση ηλεκτρονικές επικοινωνίες από όλο τον κόσμο, αλλά και ότι αυτοί που το κάνουν δεν υπόκεινται σε κανέναν δημοκρατικό έλεγχο. Η λιποταξία του Σνόουντεν δεν προκλήθηκε από τις παρακολουθήσεις της NSA, αλλά από τα ψεύδη του αρχηγού του ενώπιον του Κονγκρέσου.
Την περασμένη εβδομάδα αποκαλύφθηκε ότι η NSA παραβίασε χιλιάδες φορές τα τελευταία χρόνια τη νομοθεσία για την ιδιωτικότητα. Το ειδικό σώμα που έχει συσταθεί για την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων της έπεσε θύμα επανειλημμένης παραπλάνησης, ενώ εντολές καταστροφής αρχείων απλώς αγνοήθηκαν. Η αγγλοαμερικανική βιομηχανία κατασκοπείας έχει γίνει τόσο μεγάλη, ώστε είναι αδύνατον πλέον να ελεγχθεί. Τα χιλιάδες, εκατομμύρια, δισεκατομμύρια μηνύματα που καταβροχθίζουν καθημερινά τα αμερικανικά κέντρα αποθήκευσης δεδομένων ίσως να ξεπερνούν τα όνειρα του υπολογιστή HAL 9000 στην Οδύσσεια του Διαστήματος. Ακόμη και ο HAL, όμως, αποδείχθηκε ευάλωτος στην ανθρώπινη ηθική. Ο Μπράντλεϊ Μάνινγκ και ο Εντουαρντ Σνόουντεν δεν είναι οι μόνοι που επαναστάτησαν μπροστά στις καταχρήσεις. Πίσω τους πρέπει να περιμένουν εκατοντάδες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε ορισμένα θέματα εθνικής ασφαλείας πρέπει να ασκείται λογοκρισία. Οι κοινοβουλευτικοί και νομικοί θεσμοί που αποφασίζουν όμως ποια είναι αυτά τα θέματα είναι φανερό πως δεν είναι πλέον επαρκείς. Οι υπηρεσίες που υποτίθεται ότι ελέγχονται αντιμετωπίζουν αυτούς τους θεσμούς με περιφρόνηση. Στην Αμερική, το Σύνταγμα παραδίδει όσους αποκαλύπτουν κρατικά μυστικά στο έλεος των δικαστηρίων – εξ ου και η πουτινικού τύπου αντιμετώπιση του Μάνινγκ και του Σνόουντεν. Τουλάχιστον όμως εκεί γίνεται συζήτηση, για την οποία ο πρόεδρος Ομπάμα εξέφρασε την ικανοποίησή του. Στη Βρετανία δεν γίνεται τίποτα τέτοιο. Ο κοινοβουλευτικός και δικαστικός έλεγχος των μυστικών υπηρεσιών είναι αστείος. Το σύστημα προληπτικής λογοκρισίας χρησιμοποιούνταν άλλοτε για περιπτώσεις όπου η αστυνομία θεωρούσε ότι τίθενται σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές. Τώρα χρησιμοποιείται για να μη βλάπτονται οι πολιτικοί και οι μυστικές υπηρεσίες – στο όνομα βέβαια της «καταπολέμησης της τρομοκρατίας».
Το μεγαλύτερο μέρος του βρετανικού Τύπου (αν και όχι το BBC, προς τιμήν του) εμφανίζεται υποχωρητικό. Όπως έδειξε η καταστροφή των σκληρών δίσκων της Guardian και η κράτηση του Νταβίντ Μιράντα στο Χίθροου, οι βρετανικές υπηρεσίες ασφαλείας προσπαθούν να δείξουν στις αμερικανικές πόσο αποτελεσματικές είναι.
Όσοι αμφισβητούν τον ρόλο των εφημερίδων «του κατεστημένου» στην ψηφιακή εποχή θα πρέπει να σημειώνουν ότι οι εφημερίδες που ερεύνησαν, συντόνισαν και δημοσίευσαν τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν ήταν δύο παραδοσιακές εφημερίδες του Λονδίνου και της Ουάσινγκτον: η Guardian και η Washington Post. Κανένα μπλογκ, το Twitter ή το Facebook δεν έχει τους πόρους ή τη δύναμη να τα βάλει με την κρατική εξουσία.
Η μάχη ανάμεσα στην κρατική εξουσία και σ’ εκείνους που προσπαθούν να την ελέγξουν πρέπει να ανανεώνεται διαρκώς. Και προκαλεί ανησυχία το γεγονός ότι πολλοί φιλελεύθεροι πολίτες αδιαφορούν για τις καταχρήσεις της ιδιωτικότητας από τις υπηρεσίες ασφαλείας. «Αν και διστάζω να κάνω ιστορικούς παραλληλισμούς», καταλήγει ο Σάιμον Τζένκινς, «αναρωτιέμαι πώς θα συμπεριφέρονταν οι υπεύθυνοι των παρακολουθήσεων στα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα. Ακούμε σήμερα πολλές φράσεις που είχαμε ακούσει και τότε. Οι αθώοι δεν χρειάζεται να φοβούνται για τίποτα. Η απόλυτη ασφάλεια αποτελεί ψευδαίσθηση. Το μόνο που απαιτείται είναι νομιμοφροσύνη. Όπως είπε ένας Βρετανός πράκτορας στην Guardian: “Ο,τι γράψατε, γράψατε. Φτάνει τώρα”.
Όχι, δεν φτάνει. Ποτέ δεν φτάνει», καταλήγει το άρθρο.