Για «ρήξη της εμπιστοσύνης» και πιθανή αρχή μίας «σοβαρής πολιτικής κρίσης» μιλούν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, με δηλώσεις τους στο Γαλλικό Πρακτορείο για το αμερικανικό πρόγραμμα παρακολούθησης των Ευρωπαίων εταίρων των ΗΠΑ. 

Η εκπρόσωπος της ευρωπαϊκής διπλωματίας Κάθριν Άστον ζήτησε από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι να δώσει διευκρινίσεις για την κατάσταση το συντομότερο δυνατόν, ενώ η Ευρωπαία επίτροπος Δικαιοσύνης Βίβιαν Ρέντινγκ ζήτησε από τον Αμερικανό υπουργό Δικαιοσύνης Ερικ Χόλντερ να τηρήσει τις δεσμεύσεις του και να δώσει όλα τα στοιχεία για το πρόγραμμα παρακολούθησης Prism.

Όμως το πρόγραμμα ηλεκτρονικής παρακολούθησης πρεσβειών και διπλωματικών αντιπροσωπειών της ΕΕ και κρατών μελών της Ένωσης ξεπερνά τα όρια του Prism και την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

«Εάν είναι αλήθεια ότι οι Αμερικανοί κατασκόπευαν τους συμμάχους τους, θα υπάρξουν πολιτικές συνέπειες. Αυτό ξεπερνά κατά πολύ τις ανάγκες της εθνικής ασφάλειας. Πρόκειται για ρήξη της εμπιστοσύνης και έχουμε μπροστά μας κάτι πολύ σοβαρό», δήλωσε Ευρωπαίος αξιωματούχος στις Βρυξέλλες. “Πιστεύω ότι οι Αμερικανοί έχουν καταλάβει πολύ καλά ότι πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό και περιμένουμε την απάντηση της Ουάσινγκτον”, πρόσθεσε, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της ηλεκτρονικής έκδοσης της εφημερίδας The Guardian χθες το βράδυ, έγγραφο που έχει στην κατοχή της περιλαμβάνει κατάλογο 38 πρεσβειών και διπλωματικών αποστολών στην Ουάσινγκτον και τη Νέα Υόρκη που χαρακτηρίζονται «στόχοι» παρακολούθησης.

Στο έγγραφο περιγράφονται μέθοδοι παρακολούθησης που χρησιμοποιήθηκαν κατά των «στόχων» αυτών, από κοριούς στο σύστημα ηλεκτρονικών επικοινωνιών ως τη συλλογή στοιχείων μέσω κεραιών.

Στο κατάλογο των στόχων περιλαμβάνονται οι διπλωματικές αντιπροσωπείες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι πρεσβείες της Γαλλίας, τη Ιταλίας και της Ελλάδας, καθώς και οι διπλωματικές αποστολές πολλών άλλων συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών όπως η Ινδία, το Μεξικό, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Τουρκία, σύμφωνα με το δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας.

Σύμφωνα με τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η εφημερίδα, στόχος της παρακολούθησης της αντιπροσωπείας της ΕΕ στην Ουάσινγκτον ήταν η συλλογή πληροφοριών για τις διαφορές πολιτικής ως προς μεγάλα διεθνή ζητήματα και για άλλες διαφωνίες μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.