Εξηγήσεις από την αμερικανική ηγεσία ζητά η Γαλλία μετά τις αποκαλύψεις του Τύπου περί κατασκοπείας τόσο σε βάρος των ευρωπαϊκών θεσμών, όσο και σε βάρος χιλιάδων ευρωπαίων πολιτών.
«Η Γαλλία ζήτησε σήμερα εξηγήσεις από τις αρχές των ΗΠΑ», ανέφερε με ανακοίνωσή του ο υπουργός Εξωτερικών Λοράν Φαμπιούς. «Εάν τα γεγονότα αυτά επιβεβαιωθούν, είναι απαράδεκτο» αυτό που συνέβη, πρόσθεσε. «Περιμένουμε από την αμερικανική ηγεσία να άρει όσο το δυνατόν συντομότερα τις θεμιτές ανησυχίες που έχουν προκύψει ύστερα από τις αποκαλύψεις του τύπου», πρόσθεσε.
Πολύ πιο έντονη ήταν η αντίδραση από την υπουργό Δικαιοσύνης Κριστιάν Τομπιρά, η οποία είπε στο τηλεοπτικό ειδησεογραφικό δίκτυο BFM TV ότι εφόσον οι πληροφορίες επιβεβαιωθούν, πρόκειται για «μια εχθρική πράξη».
Προσεκτικότερη υπήρξε η διατύπωση του Γάλλου ευρωπαίου Επιτρόπου Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος είπε στο ραδιόφωνο RTL ότι οι εξηγήσεις των Αμερικάνων είναι «αναγκαίο και επείγον» να δοθούν το συντομότερο.
«Σαφήνεια, αλήθεια και διαφάνεια: αυτό περιμένουμε από φίλους και συμμάχους», πρόσθεσε.
Η Γαλλία, όπως και η Ελλάδα και την Ιταλία, ήταν μεταξύ άλλων, ως «υπό παρακολούθηση στόχοι» των αμερικανικών υπηρεσιών, σύμφωνα με δημοσιεύματα που βασίζονται σε πληροφορίες που διέρρευσε ο πρώην τεχνικός σύμβουλος της NSA και της CIA Έντουαρντ Σνόουντεν.
«Blackfoot» ήταν η κωδική ονομασία της επιχείρησης παρακολούθησης της γαλλικής αντιπροσωπείας στον ΟΗΕ και «Wabash» αυτό της γαλλικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον.
Αρκετά διαφοροποιημένη υπήρξε η αντίδραση της υπουργού Ψηφιακής Οικονομίας Φλερ Πελερέν, η οποία δήλωσε ότι θα πρέπει να διαχωρίζουμε δύο πράγματα: «Από τη μία έχουμε την κατασκοπεία της ΕΕ και των διπλωματικών αντιπροσωπειών και αυτό δεν συμβαίνει πρώτη φορά στην Ιστορία παρ’ ότι δεν πρόκειται για φιλική πράξη, δεν είναι κάτι καινούργιο» είπε και ανέφερε ότι παρόμοια ήταν η κατάσταση κατά τον πόλεμο στο Ιράκ.
«Από την άλλη», πρόσθεσε, «και αυτό το θεωρώ ιδιαίτερα σοκαριστικό εάν αποδειχθεί αληθινό, είναι το σύστημα γενικευμένης παρακολούθησης των λαών. Πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό από την διπλωματική κατασκοπεία, αλλά και πολύ πιο σοβαρό», επισήμανε η υπουργός.
Στο θέμα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων αναφέρθηκε και ο επικεφαλής του Σοσιαλιστικού Κόμματος Αρλέμ Ντεζίρ.
«Εάν αποδειχθεί ότι οι ΗΠΑ κατασκόπευαν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, θα είναι απαράδεκτο (…). Η Ευρώπη δεν θα πρέπει να είναι αφελής στις επαφές της με την Ουάσιγκτον , αλλά θα πρέπει να απαιτεί εγγυήσεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ως βασική προϋπόθεση πριν την εκκίνηση των διατλαντικών διαπραγματεύσεων» υπογράμμισε.
Κατά την κρίσιμη περίοδο των διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε ΕΕ και ΗΠΑ για τη Συνθήκη Εμπορίου οι συνέπειες των αποκαλύψεων θα μπορούσαν να διαταράξουν σοβαρά τη σχέση εμπιστοσύνης, επισημαίνει ο αρχηγός του κόμματος UMP της δεξιάς, Ζαν-Φρανσουά Κοπέ : «Εάν οι αποκαλύψεις αποδειχθούν αληθινές, πρόκειται για ένα εξαιρετικά σοβαρό γεγονός. Θα υπάρξουν αρνητικές συνέπειες δυστυχώς στις σχέσεις της Ένωσης με τις ΗΠΑ σε μια περίοδο που θα πρέπει να κυριαρχεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη, αφού ετοιμαζόμαστε να διαπραγματευθούμε μια εμπορική συμφωνία», δήλωσε.
Επωφελούμενος από την διεθνή εμπλοκή που έχει προκαλέσει ο κυκεώνας των αποκαλύψεων ο επικεφαλής του Αριστερού Μετώπου Ζαν-Λικ Μελανσόν, ζήτησε «την άμεση διακοπή των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ».
Εξήγησε: «Η εντολή που έχει δοθεί στην Κομισιόν για να διαπραγματευθεί την ενιαία αγορά με τις ΗΠΑ έχει αποκρυβεί από τους πολίτες και τους βουλευτές με την αιτιολογία της μυστικότητας των συνομιλιών. Ομως οι ΗΠΑ κατασκοπεύουν την ΕΕ. Επομένως ζητώ την άμεση διακοπή των διαπραγματεύσεων και την κοινοποίηση της ευρωπαϊκής εντολής».
Παράλληλα, ζήτησε από τη Γαλλία να δώσει πολιτικό άσυλο στον Έντουαρντ Σνόουντεν «που επέτρεψε να αποκαλυφθεί αυτή η συνομωσία».
Εκ διαμέτρου αντίθετη θέση, εξέφρασε η για ακόμα λίγες μέρες επικεφαλής του Συνδέσμου των Εργοδοτών (MEDEF) η Λοράν Παριζό.
«Εάν οι αποκαλύψεις επιβεβαιωθούν, πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό» είπε, «και περιμένω μια δυνατή αντίδραση από την ΕΕ, χωρίς παρ’ ολ’ αυτά να κοπούν οι γέφυρες των επαφών» ή «η διαπραγμάτευση για τη νέα συμφωνία ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών με τις ΗΠΑ. Να ζητήσουμε εξηγήσεις, να είμαστε απαιτητικοί, αλλά να μην διακόψουμε τις σχέσεις όσον αφορά το εμπόριο και τις επιχειρήσεις», κατέληξε η Λοράνς Παριζό.