Στο Παλέρμο της Σικελίας ξεκίνησε η πολύκροτη δίκη για τις διαπραγματεύσεις που φέρονται ότι είχαν γίνει για ένα «σύμφωνο μη επίθεσης» ανάμεσα στο ιταλικό κράτος και τους αρχηγούς της Μαφίας, με πολλές σημαίνουσες προσωπικότητες της πολιτικής, της αστυνομίας και του οργανωμένου εγκλήματος στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Με βάση το κατηγορητήριο, οι ιταλικές αρχές, σε μία προσπάθεια να θέσουν τέλος σε μία εκστρατεία δολοφονιών που είχε εξαπολύσει το οργανωμένο έγκλημα από το 1992, απέφυγε να συλλάβει έναν αρχηγό της Μαφίας, ενώ χαλάρωσε τις ποινές για άλλους 300 εγκάθειρκτους εγκληματίες.
Οι δικαστές ακροάστηκαν αρκετούς μάρτυρες κατηγορίας, που κατέθεσαν εξάλλου και τις σχετικές αγωγές, μεταξύ αυτών πολλές οργανώσεις κατά της Μαφίας, αλλά και ο Δήμος της Φλωρεντίας στην οποία το οργανωμένο έγκλημα είχε τοποθετήσει βόμβα πριν από 20 χρόνια, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους πέντε άνθρωποι.
Μετά την ακρόαση των μαρτύρων, οι δικαστές αποφάσισαν την αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας για τις 31 Μαΐου.
Σε περίπτωση που αποδειχθούν αληθείς οι κατηγορίες, οι αρχές θα βρεθούν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση. Μάλιστα ως μάρτυρες στη δίκη αυτή έχουν κληθεί και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, όπως και ο πρόεδρος της Βουλής Πιέτρο Γκράσο, ο οποίος είχε διατελέσει και επικεφαλής εισαγγελέας κατά της Μαφίας.
Μεταξύ των 10 κατηγορουμένων ξεχωρίζει ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Νικόλα Μαντσίνο, ο οποίος κατηγορείται για ψευδορκία, καθώς αρνήθηκε πως γνώριζε το παραμικρό για τις μυστικές διαπραγματεύσεις, όμως η κατηγορούσα αρχή σήμερα δήλωσε πως κατά την επόμενη δικάσιμο θα απαγγείλει εναντίον του νέες κατηγορίες.
«Πάντοτε πολέμησα τη Μαφία, δεν μπορώ να βρίσκομαι κατηγορούμενος σε μια δίκη με τη Μάφια», δήλωσε ο Μαντσίνο κατά την προσαγωγή του στην αίθουσα της δίκης, η οποία διεξάγεται εντός των εγκαταστάσεων των φυλακών υψίστης ασφαλείας του Παλέρμου.
Ο πρώην υπουργός υποστήριξε πως θα απαιτήσει να δικαστεί ξεχωριστά. Η ιταλική δικαιοσύνη ήδη έχει εγκρίνει παρόμοια αιτήματα, όπως αυτά του Καλοτζέρο Μανίνο -ενός ακόμη υπόπτου πρώην υπουργού -και του πρώην ‘νονού’ της Κόζα Νόστρα Μπερνάρντο Προβεντσάνο, η κατάσταση της υγείας του οποίου είναι επισφαλής.
Οι υπόλοιποι που συμπληρώνουν την ομάδα των κατηγορουμένων είναι τέσσερις φυλακισμένοι αρχηγοί της Μαφίας- μεταξύ τους και ο Τότο Ρίινα, προκάτοχος του Προβεντσάνο, που είχε συλληφθεί το 1993 -τέσσερις πρώην επικεφαλής των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας και ο Μαρτσέλο ντελ Ούτρι, ένας ύποπτος για συνεργασία με τη Μαφία πρώην στενός συνεργάτης του άλλοτε πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Όλοι τους αντιμετωπίζουν κατηγορίες για συνωμοσία κατά του κράτους.
Ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Όσκαρ Λουΐτζι Σκάλφαρο και ο άλλοτε αρχηγός της εθνικής αστυνομίας Βιντσέντζο Παρίζι -που αμφότεροι έχουν φύγει από τη ζωή- ενδεχομένως και να είχαν προσαχθεί ως κατηγορούμενοι σε αυτήν τη δίκη.
Οι δικαστές θα χρειασθεί να διαπιστώσουν καταρχήν αν το μυστικό σύμφωνο κράτους – Μαφίας είχε συναφθεί ποτέ κι εάν ναι, υπό ποίου την καθοδήγηση: των προοδευτικών τάσεων Χριστιανοδημοκρατών όπως οι Σκάλφαρο και Μαντσίνο, ή του Μπερλουσκόνι, που ανέλαβε τα ηνία του κράτους το 1994.
Τα στοιχεία των δικαστών είναι αδιάσειστα όσον αφορά τον τελευταίο από τους 10 κατηγορουμένους, τον επιχειρηματία Μάσιμο Τσαντσιμίνο –του οποίου ο πατέρας είχε χρηματίσει δήμαρχος του Παλέρμου με τις ευλογίες και την προστασία της Μαφίας – και ο οποίος κατηγορείται ότι χρησίμευσε ως μεσολαβητής στο σύμφωνο. Ο Τσαντσιμίνο έχει καταδικασθεί για διάφορα εγκλήματα που σχετίζονται με μαφιόζικες δραστηριότητες στο παρελθόν και θεωρείται αναξιόπιστη πηγή από τους δικαστές.
Πολλά ερωτήματα εγείρονται επίσης για την πολιτική αμεροληψία της δίκης, καθώς ο δικαστής που αρχικά είχε αναλάβει τον φάκελο, ο Αντόνιο Ινγκρόια, έλαβε μέρος στις βουλευτικές εκλογές του Φεβρουαρίου, επικεφαλής ενός αριστερού κόμματος, χωρίς επιτυχία.