Πριν από τρία χρόνια η Τουρκία βρέθηκε στο κατώφλι μιας δικτατορίας. Το πραξικόπημα όμως απέτυχε και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μετέτρεψε την Τουρκία σε μια αστυνομοκρατούμενη χώρα, γράφει ο Τούρκος δημοσιογράφος Τζαν Ντούνταρ, σύμφωνα με τη Deutsche Welle.
Τη νύχτα της απόπειρας πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου του 2016 ο πρόεδρος Ερντογάν έκανε διακοπές με την οικογένειά του στη Μαρμαρίδα. Αντέδρασε άμεσα. Συνδέθηκε μέσω FaceTime με το CNN Türk και απηύθυνε έκκληση στον τουρκικό πληθυσμό να σταματήσει τα τανκς. Περισσότεροι από 300 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εκείνη τη νύχτα. Μετά την ήττα των στασιαστών ο πρόεδρος Ερντογάν είχε δύο επιλογές: είτε να αξιοποιήσει την θετική συγκυρία και να προωθήσει τον εκδημοκρατισμό της χώρας, είτε να θέσει τα θεμέλια για ένα απολυταρχικό κράτος. Επέλεξε το δεύτερο. Λίγες ώρες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, όταν προσγειώνονταν το αεροσκάφος του στην Κων/πολη, έκανε λόγο για «δώρο του Αλλάχ» και δήλωνε ότι «ήρθε η ώρα για “κάθαρση” στο στράτευμα».
O όρος «κάθαρση» ορίζει την καθημερινότητα στην Τουρκία τα τελευταία τρία χρόνια. Δεν είναι μόνο οι λεγόμενοι Γκιουλενιστές στο στράτευμα που διώκονται αλλά και όλοι οι πολιτικοί αντίπαλοι του Ταγίπ Ερντογάν. Περισσότεροι από 125.000 δημόσιοι υπάλληλοι, αστυνομικοί, καθηγητές, δικαστές και νομικοί απολύθηκαν, περισσότεροι από 500.000 άνθρωποι πέρασαν από δίκη, αντιπολιτευόμενα μέσα ενημέρωσης έκλεισαν και πλήθος δημοσιογράφοι φιμώθηκαν.
Ο Ερντογάν θα έπρεπε να ανησυχεί
Η τρίμηνη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, την οποία αποφάσισε ο πρόεδρος Ερντογάν για την αντιμετώπιση της «εκρύθμου καταστάσεως», παρατάθηκε, από τον ίδιο φυσικά, επτά φορές. Και όταν οι εξουσίες του προέδρου έφτασαν στα όριά τους απλά τις εξέτεινε. Λίγο πριν το δημοψήφισμα για την μεταρρύθμιση του συντάγματος καλλιέργησε με το κυνήγι μαγισσών ένα κλίμα φόβου έτσι ώστε να στραφούν οι Τούρκοι στον ένα και μοναδικό πανίσχυρο ηγέτη που τους υπόσχονταν ελπίδα και ασφάλεια. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με το υπερεθνικιστικό ΜΗΡ στο κοινοβούλιο για να μετατρέψει την Τουρκία σε προεδρική δημοκρατία. Η συνεργασία αυτή είχε όμως δραματικές επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας. Η συστηματική καταστροφή των ελεγκτικών μηχανισμών σε βουλή, κυβέρνηση και δικαιοσύνη ευνόησαν την εξάπλωση της διαπλοκής, του νεποτισμού και της σπατάλης δημοσίου χρήματος.
Σήμερα οι Τούρκοι ανησυχούν περισσότερο από ποτέ για το μέλλον. Εκτός από την βαθιά οικονομική κρίση διαπιστώνουν καθημερινά ότι μετά τις μαζικές απολύσεις στο δημόσιο δεν βρέθηκαν ικανά πρόσωπα για να στελεχώσουν υπηρεσίες και υπουργεία. Ούτε η αστυνομία, με την ισχυρότερη παρουσία της στους δρόμους των πόλεων, ούτε ο γαμπρός του που έγινε υπ. Οικονομικών, ούτε οι επιθέσεις εναντίον Αμερικανών, Χριστιανών, Γκιουλενιστών και Κούρδων απέφεραν οφέλη στον πρόεδρο Ερντογάν. Στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές έχασε προπύργια του ΑΚΡ όπως την Κων/πολη και την Άγκυρα. Την ώρα που η αντιπολίτευση συμπορεύεται ολοένα και συχνότερα, στο κυβερνών κόμμα εμφανίζονται πρώτες ρωγμές. Σήμερα, τρίτη επέτειο της απόπειρας πραξικοπήματος ο πρόεδρος Ερντογάν δεν θα έπρεπε να πανηγυρίζει, αλλά να ανησυχεί.