Ανακουφισμένοι είναι οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι που κυριαρχούν στην οικονομική ζωή της Νότιας Κορέας μετά τις προεδρικές εκλογές στη χώρα, αφού η 60χρονη Παρκ Γκέουν-χιε, κόρη ενός πρώην στρατιωτικού δικτάτορα, δεν σχεδιάζει να προβεί σε αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τσεμπόλ, αντίθετα με τον κεντροαριστερό αντίπαλό της που έχασε στην αναμέτρηση της Τετάρτης.
Οι τσεμπόλ, όπως αποκαλούνται οι όμιλοι συμμετοχών -οι πέντε εξ αυτών ελέγχουν πόρους ίσους με το 57% του νοτιοκορεάτικού ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, το οποίο είναι το 14ο μεγαλύτερο στον κόσμο- μπορούν να συνεχίσουν απερίσπαστοι την λειτουργία τους.
Ο κεντροαριστερός αντίπαλός της, Μουν Γιάε-ιν, είχε απειλήσει ότι θα έθετε τέλος στο περίπλοκο σύστημα συμμετοχών που επιτρέπει σε μερικές οικογένειες να ελέγχουν τεράστιους ομίλους όπως ο Samsung Group και η Hyundai Motor Co.
Η εκλογική αναμέτρηση σημειώθηκε σε μια ευαίσθητη συγκυρία τόσο για την Σάμσουνγκ, όσο και για την Χιουντάι, καθώς και οι δύο όμιλοι βρίσκονται στην διαδικασία μεταβίβασης της διεύθυνσής τους στην τρίτη γενεά των οικογενειών στις οποίες ανήκουν. Ο Μουν, εάν κέρδιζε, θα περιέπλεκε την κατάσταση, αφού σχεδίαζε να προωθήσει αλλαγές στο νομικό πλαίσιο για την ιδιοκτησία των επιχειρήσεων. Αντιθέτως η Παρκ «δεν έχει κανένα σχέδιο να μεταβάλει τις ιδιοκτησιακές δομές των τσέμπολ και την συγκέντρωση της οικονομικής ισχύος», επισήμανε ο Κιμ Σανγκ-τζο, οικονομολόγος στο πανεπιστήμιο Χανσούνγκ και επικεφαλής μιας οργάνωσης που καλεί να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις στις νοτιοκορεάτικες οικονομικές δομές. Το χρηματιστήριο ανέβηκε σήμερα εν μέρει λόγω της ήττας του Παρκ, σημείωσε το πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς.
«Το αποτέλεσμα των εκλογών μείωσε την αβεβαιότητα σχετικά με την (κυβερνητική) πολιτική και αύξησε τις ελπίδες περί ενός προγράμματος τόνωσης της οικονομίας», ανέφερε ο Τσο Γιανγκ-χιουν, αναλυτής της χρηματιστηριακής εταιρείας Hana Daetoo Securities.
Ο δικτάτορας Παρκ Τσουνγκ-χι ήταν εκείνος που προώθησε την δημιουργία των τσεμπόλ τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Είτε απειλώντας, είτε προσφέροντας κίνητρα στους μεγαλύτερους επιχειρηματίες, ο δικτάτορας ώθησε τα αφεντικά της Σάμσουνγκ, της Χιουντάι και άλλων να δημιουργήσουν μια ταχεία οικονομική ανάπτυξη και η χώρα να αναδυθεί μετά τον πόλεμο της Κορέας (1950-53) και να μετατραπεί από αναπτυσσόμενη οικονομία σε ένα προηγμένο, βιομηχανικά ανεπτυγμένο κράτος.
Ο δικτάτορας Παρκ είχε κάποτε απειλήσει να φυλακίσει τον Λι Μπιουνγκ-τσουλ, τον ιδρυτή της Σάμσουνγκ. Σε ένα άλλο επεισόδιο που είχε κάνει αίσθηση ο Παρκ έβαλε τις φωνές στον ιδρυτή της Χιουντάι Τσουνγκ Τζου-γουνγκ, λέγοντάς του ότι ήταν ανίκανος να φτιάξει ένα σωστό ναυπηγείο και ότι θα διέκοπτε όλες τις σχέσεις μαζί του, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του ίδιου του επιχειρηματία. «Πρόεδρε Τσουνγκ, πρέπει να το κάνουμε αυτό!» είχε πει ο στρατιωτικός καριέρας, διατάσσοντας τον να φτιάξει επιτέλους το ναυπηγείο. «Μάλιστα κύριε», ήταν η απάντηση του Τσουνγκ. Το ναυπηγείο είναι σήμερα το μεγαλύτερο στον κόσμο.
Η πρόεδρος δεν είναι εξίσου ευέξαπτη με τον πατέρα της. Οι πολιτικές της παραμένουν ασαφείς. Υπόσχεται να αναδιανείμει τον πλούτο, αλλά δεν σχεδιάζει να αυξήσει τους φόρους που καταβάλλουν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. «Δεν είναι στόχος μου να διαλύσω τα τσέμπολ», έλεγε τον Ιούλιο. «Το βασικό είναι να διορθώσουμε τα αρνητικά, όπως η κατάχρηση της οικονομικής ισχύος, και να κρατήσουμε τα θετικά, όπως η δημιουργία θέσεων εργασίας».
Τα φορολογικά έσοδα της Νότιας Κορέας είναι μόλις 19,3% του ΑΕΠ της, σύμφωνα με την επενδυτική τράπεζα Nomura. Αντίθετα, σε πιο προηγμένες οικονομίες το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 30%.
Η Παρκ, που έγινε πολιτικός για να «σώσει» τη χώρα μετά την οικονομική κρίση του 1997, δεν αναμένεται να επιδιώξει αλλαγή του εξαγωγικού οικονομικού μοντέλου της χώρας.