Το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας επέκρινε την κυβέρνηση των ΗΠΑ διότι αξιωματούχος της υπονόησε ότι το Πεκίνο ήταν αυτό που αποφάσισε να ακυρωθούν διμερείς συνομιλίες για ζητήματα ασφαλείας που ήταν προγραμματισμένο να γίνουν εντός του μήνα, εξέλιξη ενδεικτική του πόσο έχει επιδεινώσει τη διμερή σχέση η σύγκρουση για το εμπόριο ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της υφηλίου.
Η εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών Χουά Τσουνγίνγκ επισήμανε σε ανακοίνωσή της που δημοσιοποιήθηκε αργά το βράδυ της Τετάρτης πως ο ισχυρισμός αμερικανού αξιωματούχου ότι το Πεκίνο αποφάσισε να αναβληθούν οι συνομιλίες «παραποιεί εντελώς τα γεγονότα, έχει άδηλα κίνητρα και είναι εντελώς ανεύθυνος».
Αμερικανός αξιωματούχος είπε στο πρακτορείο ειδήσεων Reuters την Κυριακή πως η Κίνα ακύρωσε μια συνάντηση με τον υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ Τζιμ Μάτις που είχε προγραμματιστεί να γίνει τον Οκτώβριο.
«Η Κίνα είναι εξαιρετικά δυσαρεστημένη με αυτό. Το γεγονός είναι ότι οι ΗΠΑ πριν από λίγες ημέρες ενημέρωσαν την Κίνα ότι ήθελαν να αναβληθεί ο δεύτερος γύρος» των συνομιλιών, ανέφερε η Χουά.
«Ζητούμε από όποιον τον αφορά να σταματήσει αυτού του είδους τη συμπεριφορά, να δημιουργεί θέμα εκ του μηδενός και να διαδίδει φήμες», πρόσθεσε η ίδια.
Το Πεκίνο και η Ουάσινγκτον έχουν εμπλακεί σε έναν ολοένα ευρύτερο εμπορικό πόλεμο και η ένταση ανάμεσά τους απειλεί πλέον να επεκταθεί πέρα από τα όρια του εμπορίου.
Ο λεγόμενος Διάλογος ΗΠΑ-Κίνας για τη Διπλωματία και την Ασφάλεια, που είχε αρχίσει στην Ουάσινγκτον πέρυσι, επρόκειτο να επαναληφθεί εντός του μήνα, με τη συμμετοχή του Μάτις και του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο.
Η κυβέρνηση της Κίνας γνωστοποίησε όμως την Τρίτη ότι οι συνομιλίες με τις ΗΠΑ αναβλήθηκαν κατόπιν σχετικού αιτήματος της Ουάσινγκτον.
Η Ουάσινγκτον δεν θα υποχωρήσει σε προσπάθειες «εκφοβισμού» στη Νότια Σινική Θάλασσα
Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Μάικ Πενς, ανεβάζοντας κι άλλο τον τόνο των αμερικανικών επικρίσεων εναντίον της πολιτικής της Κίνας σε διεθνές επίπεδο, θα απευθύνει αυστηρή προειδοποίηση στο Πεκίνο εντός της ημέρας, διαμηνύοντας ότι η Ουάσινγκτον δεν θα υποχωρήσει μπροστά σε αυτές που χαρακτηρίζει προσπάθειες «εκφοβισμού» στη Νότια Σινική Θάλασσα.
Ο Πενς θα εκφωνήσει περί τις 11:00 (18:00 ώρα Ελλάδας) στο Ινστιτούτο Χάντσον — ένα κέντρο μελετών της Ουάσινγκτον — μια ομιλία που αναμένεται να κλιμακώσει περαιτέρω την ένταση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Οι δύο χώρες έχουν εμπλακεί σε έναν διευρυνόμενο εμπορικό πόλεμο, που τείνει να μονοπωλήσει τη διμερή σχέση, αφότου ανέλαβε την εξουσία ο Ντόναλντ Τραμπ.
Με βάση αποσπάσματα της ομιλίας του αμερικανού αντιπροέδρου που περιήλθαν σε γνώση του πρακτορείου ειδήσεων Reuters, ο Πενς θα αναφερθεί εκτενώς σε ένα επεισόδιο της Κυριακής, όταν ένα αμερικανικό αντιτορπιλικό, το USS Decatur, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση 12 ναυτικών μιλίων από τους υφάλους Γκέιβεν και Τζόνσον των νήσων Σπράτλι, «παρενοχλήθηκε» από κινεζικό πολεμικό.
Ο Πενς θα επισημάνει πως το κινεζικό πλοίο πλησίασε σε απόσταση 41 μέτρων το αμερικανικό αντιτορπιλικό, «αναγκάζοντας το πλοίο μας να κάνει γρήγορα ελιγμό για να αποφύγει μια σύγκρουση».
«Παρά τις ριψοκίνδυνες παρενοχλήσεις αυτού του είδους, το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ θα συνεχίσει να στέλνει αεροσκάφη και πλοία, να επιχειρεί οπουδήποτε το επιτρέπει το διεθνές δίκαιο και το απαιτεί το εθνικό μας συμφέρον. Δεν θα εκφοβιστούμε. Δεν θα υποχωρήσουμε», θα πει ο Πενς.
Η επιχείρηση της Κυριακής ακολούθησε μια σειρά παρόμοιων που διεξάγουν οι ΗΠΑ για να αντιμετωπίσουν αυτές που χαρακτηρίζουν κινεζικές απόπειρες περιορισμού της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας σε ύδατα στρατηγικής σημασίας, όπου κινούνται σκάφη του αμερικανικού και του ιαπωνικού πολεμικού και του εμπορικού ναυτικού, καθώς και διαφόρων χωρών της νοτιοανατολικής Ασίας.
Το υπουργείο Άμυνας της Κίνας ανέφερε ότι κινεζικό πολεμικό εστάλη για να προειδοποιήσει το αμερικανικό αντιτορπιλικό και να το προτρέψει να αποχωρήσει από την περιοχή, συμπληρώνοντας πως η εθνική κυριαρχία του Πεκίνου στα νησιά της Θάλασσας της Νότιας Κίνας και τα χωρικά τους ύδατα είναι αδιαμφισβήτητη. Το Πεκίνο αντιμετώπισε με οργή την αμερικανική επιχείρηση.
Ο Πενς θα στηλιτεύσει εξάλλου την κινεζική κυβέρνηση διότι έπεισε τρεις χώρες της Λατινικής Αμερικής να διακόψουν τις σχέσεις τους με την Ταϊβάν και να αναγνωρίσουν την Κίνα.
«Αυτές οι ενέργειες απειλούν τη σταθερότητα στο Στενό της Ταϊβάν — και οι ΗΠΑ τις καταδικάζουν. Και παρότι η κυβέρνησή μας θα συνεχίσει να τηρεί την πολιτική της ενιαίας Κίνας (…) ας μου επιτραπεί να πω ότι ο εναγκαλισμός της δημοκρατίας από την Ταϊβάν δείχνει έναν καλύτερο δρόμο για όλο τον κινεζικό λαό».
Παρά την ολοένα αυξανόμενη ένταση στις διμερείς σχέσεις, ο Τραμπ λέει πως θεωρεί τον πρόεδρο της Κίνας Σι Τζινπίνγκ «φίλο». Όμως κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στη Νέα Υόρκη την περασμένη εβδομάδα, ανέφερε «ίσως να μην είναι πια, για να είμαι ειλικρινής μαζί σας».
Ο Ντόναλντ Τραμπ εξάλλου κατηγόρησε την Κίνα ότι αποπειράται να παρέμβει εναντίον των Ρεπουμπλικάνων στις ενδιάμεσες εκλογές για την ανανέωση του Κογκρέσου τον επόμενο μήνα, αν και δεν παρουσίασε κάποια απόδειξη. Το Πεκίνο απέρριψε ξερά την κατηγορία.
Ο αμερικανός αντιπρόεδρος πρόκειται να επισημάνει από την πλευρά του στη σημερινή ομιλία του πως η Κίνα χρησιμοποιεί τη «διπλωματία του χρέους» για να επεκτείνει την επιρροή της σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Σήμερα, η χώρα αυτή προσφέρει δάνεια για την ανέγερση ή τη συντήρηση υποδομών ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων σε κυβερνήσεις από την Ασία ως την Αφρική και την Ευρώπη και ακόμη και τη Λατινική Αμερική. Αλλά οι όροι αυτών των δανείων είναι αδιαφανείς στην καλύτερη περίπτωση, και τα οφέλη τα καρπώνεται κυρίως το Πεκίνο», θα υποστηρίξει. Θα κατηγορήσει την Κίνα ότι προσφέρει χρηματοδότηση ύψους 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων «στο διεφθαρμένο και ανίκανο καθεστώς Μαδούρο στη Βενεζουέλα». Ο σοσιαλιστής πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο είναι μαύρο πρόβατο για την Ουάσινγκτον.
Επιπλέον, ο Πενς θα σημειώσει πως «στέλεχος της κοινότητας των υπηρεσιών πληροφοριών με μακρά καριέρα μου είπε πρόσφατα ότι αυτό που κάνουν οι Ρώσοι ωχριά σε σύγκριση με αυτό που κάνουν οι Κινέζοι» για να επηρεαστεί η κοινή γνώμη στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, καθώς και ότι το Πεκίνο χειραγωγεί εταιρείες και στρεβλώνει τον ανταγωνισμό για να προωθεί συμφέροντά του.