Ο ΟΗΕ «δεν έχει το δικαίωμα να ανακατεύεται» στις υποθέσεις της Μιανμάρ, δήλωσε σήμερα ο αρχηγός του στρατού της χώρας Μιν Αούνγκ Χλάινγκ, τη δίωξη του οποίου επιδιώκει ο ΟΗΕ για τη «γενοκτονία» των μουσουλμάνων Ροχίνγκια.
Αυτή ήταν η πρώτη αντίδραση του πιο ισχυρού άνδρα στη Μιανμάρ σε δριμεία έκθεση μιας αποστολής έρευνας του ΟΗΕ, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα και κατηγορεί στρατιωτικούς της Μιανμάρ για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου.
«Καμία χώρα, καμία οργάνωση και καμία ομάδα δεν έχει το δικαίωμα να ανακατεύεται» στην πολιτική της χώρας μας, δηλώνει ο 62χρονος Μιν Αούνγκ Χλάινγκ στην επίσημη εφημερίδα του στρατού.
Ο ίδιος απέκλεισε την υπόθεση για μια ενδεχόμενη απόσυρση των στρατιωτικών από την πολιτική ζωή, όπως ζητεί η αποστολή του ΟΗΕ.
«Οι χώρες στον κόσμο επιλέγουν το δημοκρατικό σύστημα που τους ταιριάζει (…) Η Μιανμάρ βρίσκεται στον δρόμο της πολυκομματικής δημοκρατίας», διαβεβαίωσε, σημειώνοντας ότι θα συνεχιστεί η μεγάλη εμπλοκή του στρατού για όσο καιρό συνεχίζονται και δεν ρυθμίζονται οι συγκρούσεις με τις διάφορες εθνοτικές ομάδες ανταρτών — ορισμένες από τις οποίες μαίνονται για σχεδόν 70 χρόνια.
Παρά την άνοδο στην εξουσία το 2016 της πολιτικής κυβέρνησης της Αούνγκ Σαν Σου Κι, οι στρατιωτικοί διατηρούν μια κεντρική θέση στην πολιτική της χώρας.
Αυτοί ελέγχουν τρία κύρια υπουργεία –Άμυνας, Εσωτερικών, Συνόρων– και το ένα τέταρτο των εδρών του κοινοβουλίου, το οποίο τους επιτρέπει να αποκλείουν οποιαδήποτε συνταγματική μεταρρύθμιση θα μπορούσε να περιορίσει τις εξουσίες τους.
Οι ερευνητές του ΟΗΕ ζήτησαν έξι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του στρατού της Μιανμάρ, μεταξύ των οποίων και ο Μιν Αούνγκ Χλάινγκ, να διωχθούν από τη διεθνή δικαιοσύνη, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Περισσότεροι από 700.000 Ροχίνγκια, μουσουλμανική μειονότητα της Μιανμάρ, έφυγαν το 2017 για να γλιτώσουν από τη βία των στρατιωτικών της χώρας και πολιτοφυλακών βουδιστών και κατέφυγαν στο γειτονικό Μπανγκλαντές όπου έκτοτε ζουν σε τεράστιους αυτοσχέδιους καταυλισμούς.
«Δολοφονίες», «εξαφανίσεις», «βασανιστήρια», «σεξουαλική βία», «εξαναγκαστική εργασία»: η έκθεση της αποστολής του ΟΗΕ περιλαμβάνει έναν μακρύ κατάλογο ωμοτήτων που έχουν γίνει σε βάρος των Ροχίνγκια, οι οποίες συνιστούν «τα πιο σοβαρά εγκλήματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο».
Ο στρατός της Μιανμάρ απορρίπτει τις κατηγορίες αυτές, σημειώνοντας ότι η εκστρατεία του είχε στόχο τους αντάρτες Ροχίνγκια μετά τις φονικές επιθέσεις που είχαν εξαπολύσει σε θέσεις της αστυνομίας τον Αύγουστο του 2017.
Ο Μιν Αούνγκ Χλάινγκ έκανε τις δηλώσεις αυτές ενώ επικρατεί μεγάλη ένταση ανάμεσα στη Μιανμάρ και τη διεθνή κοινότητα.
Εκτός από την έκθεση του ΟΗΕ, η εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) Φατού Μπενσούντα ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι ξεκινάει μια προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση αυτή, η οποία αποτελεί το πρώτο στάδιο μιας διαδικασίας που θα μπορούσε να οδηγήσει στην έναρξη επίσημης έρευνας για την υπόθεση αυτή από το δικαστήριο που εδρεύει στη Χάγη και ενδεχομένως στην απαγγελία κατηγοριών.