«Η Τζίνα Χάσπελ, η αναπληρώτρια διευθύντρια της CIA, επελέγη να αντικαταστήσει τον διευθυντή (Μάικ) Πομπέο και θα είναι η πρώτη διευθύντρια της CIA, ένα ιστορικό ορόσημο. Ο Μάικ και η Τζίνα έχουν συνεργαστεί για πάνω από έναν χρόνο και έχουν αναπτύξει βαθύ, αμοιβαίο σεβασμό», ανέφερε πρόσφατα ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, προτείνοντας τη Χάσπελ για το συγκεκριμένο αξίωμα.
Αναμένεται η σχετική επικύρωση του διορισμού της από το Κογκρέσο καθώς η ανακοίνωσή του Τραμπ έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων λόγω του μελανού παρελθόντος της Χάσπελ.
Τον Αύγουστο του 2002 η εθνική υπηρεσία CIA δημιούργησε μυστικές φυλακές στην Ταϊλάνδη όπου επί αρκετό καιρό βασάνιζε δύο υπόπτους για τρομοκρατία (με μεθόδους όπως ο εικονικός πνιγμός), οι οποίοι θεωρούνταν μέλη της Αλ Κάιντα. Για ένα σύντομο διάστημα, σύμφωνα με μη κατονομαζόμενες πηγές που επικαλείται το Associated Press, η Χάσπελ ήταν εκείνη που διοικούσε τις φυλακές.
Ό,τι αποδεικτικά στοιχεία υπήρχαν για την υπόθεση καταστράφηκαν καθώς όπως αναφέρουν τα αμερικάνικα ΜΜΕ, το 2005 «χάθηκαν» τα ενοχοποιητικά βίντεο για αυτές τις τεχνικές «ανάκρισης υπό πίεση» που εφαρμόστηκαν στις φυλακές στην Ταϊλάνδη και ανάμεσα σε αυτούς που τα κατέστρεψαν ήταν και η Τζίνα Χάσπελ.
Η ίδια βέβαια, όπως διαβεβαίωσε ενώπιον του Κογκρέσου, δεν προτίθεται να επαναλάβει το πρόγραμμα των εξαντλητικών ανακρίσεων που εφάρμοσε η CIA μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001.
«Μπορώ να σας διαβεβαιώσω για την προσωπική και ανεπιφύλακτη δέσμευσή μου ότι υπό τη διοίκησή μου, η CIA δεν θα επαναλάβει ένα τέτοιο πρόγραμμα ανακρίσεων και κράτησης».
«Ο ηθικός μου κώδικας είναι σταθερός. Δεν θα επιτρέψω στη CIA να συνεχίσει δραστηριότητες που θα κρίνω πως είναι ανήθικες, ακόμα κι αν ήταν τεχνικά νόμιμες. Δεν θα το επιτρέψω σε καμία περίπτωση».
«Δεν πιστεύω ότι τα βασανιστήρια είναι αποτελεσματικά», πρόσθεσε. Αλλά επισήμανε ότι το πρόγραμμα ανακρίσεων στο σύνολό του πρόσφερε «πολύτιμες πληροφορίες», οι οποίες βοήθησαν στο να αποφευχθούν περισσότερες επιθέσεις.
«Ήθελα μια περιπέτεια στο εξωτερικό»
Στη διάρκεια της θητείας της στην υπηρεσία η 61χρονη Χάσπελ βρισκόταν ως επί το πλείστον σε μυστικές αποστολές.
Ο κόσμος γνώριζε ελάχιστα για εκείνην, ούτε πώς ήταν οπτικά δεν ήξερε, μέχρι που τον περασμένο μήνα κυκλοφόρησε μια επίσημη βιογραφία της με λιγοστές φωτογραφίες της.
Στις φωτογραφίες εμφανίζεται μια αδύνατη, μεσόκοπη γυναίκα με πυκνά σκούρα μαλλιά και συντηρητικά γυαλιά οράσεως, μια εμφάνιση που δεν θυμίζει σε τίποτα το κινηματογραφικό στερεότυπο της κατασκόπου.
Σύμφωνα με την CIA, η Χάσπελ είναι κόρη ενός πρώην μέλους της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας και μεγάλωσε σε στρατιωτικές βάσεις.
Η μεγαλύτερη από πέντε παιδιά, αποφοίτησε από γυμνάσιο στην Αγγλία και στη συνέχεια σπούδασε δημοσιογραφία και γλώσσες (ισπανικά και γαλλικά) στο πανεπιστήμιο του Λούισβιλ.
Στην CIA εντάχθηκε το 1985. «Ήθελα να είμαι ανήκω σε κάτι μεγαλύτερο από εμένα. Ήθελα μια περιπέτεια στο εξωτερικό όπου θα μπορούσα να αξιοποιήσω και την αγάπη μου για τις ξένες γλώσσες. Η CIA ικανοποιούσε αυτά τα κριτήρια», λέει η ίδια, σύμφωνα με το βιβλίο αυτό.
Ο πρώτος της διορισμός ήταν στην Αφρική, μια αποστολή που όπως λέει «ήταν βγαλμένη από βιβλίο κατασκοπείας. Δεν θα μπορούσε να ήταν καλύτερα».
Έμαθε ρωσικά και τούρκικα και τη δεκαετία του ’90 εργάστηκε στη Ρωσία και στην ανατολική Ευρώπη και ήταν σταθμάρχης της CIA στο Αζερμπαϊτζάν.
Βραβεύτηκε από την υπηρεσία επειδή ηγήθηκε μιας αποστολής για τη σύλληψη δύο καταζητούμενων τρομοκρατών. Δεν είναι γνωστή η ημερομηνία της βράβευσης αλλά όλα συγκλίνουν ότι αφορά την υπόθεση με τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις αμερικανικές πρεσβείες στην Τανζανία και την Κένυα το 1998.
«Θυμάμαι η πρώτη μου συνάντηση με ξένο κατάσκοπο ήταν μια νύχτα χωρίς φεγγάρι με κάποιον που δεν είχα συναντήσει ποτέ. Όταν τον παρέλαβα με το αυτοκίνητο, εκείνος μου έδωσε τις πληροφορίες που ήθελα και εγώ επιπλέον χρήματα για τους άνδρες που απασχολούσε. Ήταν η αρχή μιας περιπέτειας που μόνο στα όνειρά μου είχα δει».
11 Σεπτεμβρίου 2001: Η πρώτη ημέρα στη δουλειά
Αργότερα μεταφέρθηκε στο Κέντρο Αντικατασκοπείας της υπηρεσίας και η πρώτη ημέρα της στη δουλειά ήταν η 11η Σεπτεμβρίου 2001, ημέρα των επιθέσεων της Αλ Κάιντα στις ΗΠΑ με σχεδόν 3.000 νεκρούς.
Εκείνη είναι και η μελανή περίοδος, από το 2001 ως το 2005, τόσο για την ίδια όσο και για την CIA.
Η υπηρεσία συνελάμβανε ύποπτους τζιχαντιστές σε όλο τον κόσμο, τους κρατούσε σε άγνωστες τοποθεσίες σε τρίτες χώρες και τους υπέβαλε σε σκληρές ανακρίσεις, που συχνά περιλάμβαναν βασανιστήρια.
Σε ό,τι αφορά τη διαβόητη δράση της στη φυλακή της Μπανγκόγκ, κάποιοι την δικαιολογούν λέγοντας ότι εκτελούσε εντολές, άλλοι την επικρίνουν επειδή δεν αρνήθηκε να το κάνει.
Στην κατάθεσή της ενώπιον του Κογκρέσου, η Χάσπελ έδωσε κάποιες πληροφορίες για τον εαυτό της που ωστόσο δεν στάθηκαν αρκετές για να στρέψουν υπέρ της τους Δημοκρατικούς, που της ζητούν να δώσει στη δημοσιότητα περισσότερες πληροφορίες για το διαβόητο πρόγραμμα ανακρίσεων και τον ρόλο της σε αυτό.
«Η προαγωγή ενός ανθρώπου, που ενεπλάκη τόσο στενά στο πρόγραμμα βασανιστηρίων, στο ανώτατο αξίωμα της υπηρεσίας, η οποία είναι υπεύθυνη για ένα από τα πιο μελανά κεφάλαια της ιστορίας μας, είναι κάτι που μου προκαλεί ανησυχία» δήλωσε η γερουσιαστής των Δημοκρατικών Νταϊάν Φέινσταϊν.
Παρότι φαίνεται πιθανό ότι η υποψηφιότητά της θα υπερψηφιστεί από την αρμόδια επιτροπή, η δημοκρατική γερουσιαστής Καμάλα Χάρις είναι μια από τους πολλούς δημοκρατικούς γερουσιαστές που έχουν ήδη δηλώσει ότι θα την καταψηφίσουν.
«Με βάση τη θητεία της, τη σημερινή ακροαματική διαδικασία και την έλλειψη διαφάνειας στη διαδικασία, θα ψηφίσω κατά της υποψηφιότητάς της. Στέλνει το λάθος μήνυμα στο προσωπικό της CIA, στον αμερικανικό λαό και στις άλλες χώρες σχετικά με τις αξίες μας», έγραψε στο Twitter.
Θαυμάστρια του Τζόνι Κας και λάτρης του μπάσκετ
Μετά τη συγκεκριμένη περίοδο, η Χάσπελ ανέλαβε το 2008 τις επιχειρήσεις της CIA στην Ευρώπη με έδρα το Λονδίνο και το 2012 έγινε αναπληρώτρια διευθύντρια των μυστικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό.
Ωστόσο, όταν προτάθηκε για διευθύντρια του συγκεκριμένου τμήματος το 2013, οι βουλευτές μπλόκαραν την προαγωγή της εξαιτίας της σχέσης της με το πρόγραμμα βασανιστηρίων, σύμφωνα με την New York Times.
Αντ΄αυτού έκανε μια ακόμη θητεία στην Ευρώπη μέχρι που τον περασμένο χρόνο προτάθηκε για αναπληρώτρια διευθύντρια της υπηρεσίας από τον Μάικ Πομπέο.
Παρότι εκείνοι που την γνωρίζουν την περιγράφουν ως “γλυκομίλητη” και “ευγενική”, η καριέρα της μαρτυρά το αντίθετο.
Η CIA ωστόσο έχει επιλέξει να επικεντρωθεί σε πιο ανθρώπινα χαρακτηριστικά της: υπενθυμίζει ότι εκείνη είναι που βοήθησε στο ιεραποστολικό της έργο την Μητέρα Τερέζα όταν αναζήτησε αμερικανική βοήθεια τη δεκαετία του ’80. Σύμφωνα με την υπηρεσία, η Χάσπελ υποστηρίζει την ομάδα μπάσκετ του πανεπιστημίου του Κεντάκι και είναι θαυμάστρια του αείμνηστου αστέρα της μουσικής κάντρι Τζόνι Κας.
«Στο γραφείο της υπάρχουν πολλά αναμνηστικά αντικείμενα από την θητεία της στο εξωτερικό μαζί με μια γιγαντοαφίσα του Τζόνι Κας», αποκάλυψε η υπηρεσία.