Από τις 20 Ιανουαρίου που ορκίστηκε ο Ντόναλντ Τραμπ μέχρι και σήμερα έχει πετύχει στην Ουκρανία, ό,τι δεν κατάφερε ο Τζο Μπάιντεν τόσο καιρό που ήταν στην προεδρία των ΗΠΑ. Ανεξάρτητα από προθέσεις ή ποιον ωφελούν οι τελικές αποφάσεις, η νέα αμερικανική εξωτερική πολιτική αναγκάζει τις αντιμαχόμενες πλευρές να εξετάσουν τις διαπραγματεύσεις.

Χαρακτηριστικά, η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Κάρολαϊν Λέβιτ, εξέπεμψε μήνυμα αισιοδοξίας, αναφέροντας: «Η ειρήνη στην Ουκρανία δεν ήταν ποτέ τόσο κοντά»

Γιατί όμως πέτυχε ο ματαιόδοξος επιχειρηματίας στο πεδίο που θεωρητικά θα μεσουρανούσε ο βετεράνος πολιτικός που γνωρίζει σαν την παλάμη του, το αμερικανικό κράτος; Σύμφωνα με ανάλυση του Foreign Policy, ο Τραμπ μαθαίνοντας από τα λάθη του παρελθόντος, έκανε πράξη τις υποσχέσεις του ή τουλάχιστον έκανε κάτι. Αντιθέτως, ο Μπάιντεν αθέτησε τα λεγόμενά του ή έμεινε αδρανής, πιστεύοντας στη λάθος άποψη «καλύτερα να μην κάνεις κάτι, από το να πράξεις λανθασμένα».

Η αρχή της προβληματικής εξωτερικής του Μπάιντεν έγινε στην άτακτη απόσυρση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν το 2020, έγραψε το δημοσίευμα. Η προβληματική και βεβιασμένη συμφωνία του Τραμπ με τους Ταλιμπάν, όντως ήταν επιζήμια για την Ουάσιγκτον. Η άρνηση του Μπάιντεν να αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη όμως, έθεσε υπό αμφισβήτηση την ικανότητα της κυβέρνησης του και ταυτόχρονα επηρέασε την προσωπικότητά του.

Ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος κατέστη ευθυνόφοβος, γιατί κλήθηκε να διαχειριστεί σοβαρά προβλήματα αμέσως μετά την εκλογή του, τη στιγμή που η δημοφιλία του υποχωρούσε σε ιστορικά ποσοστά και το κόμμα του πίεζε να μη χάσει την εξουσία. Έτσι, υιοθέτησε τη στρατηγική των βαρύγδουπων δηλώσεων, αδιαφορώντας για τις συνέπειες των λέξεων που χρησιμοποιούσε, πόσο μάλλον όταν δεν συνοδεύονταν από πράξεις.

Οι συνέπειες της στρεβλής αντίληψης που απέκτησε δεν άργησαν να αποκαλυφθούν και έσκασαν σαν «κεραυνός εν αιθρία», όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Αμερικανοί αξιωματούχοι υποσχέθηκαν άμεση στρατιωτική υποστήριξη 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά την καθυστέρησαν, πιστεύοντας ότι το Κίεβο θα παραδοθεί σε λιγότερο από μια εβδομάδα.

Τελικά, η Ουκρανία άντεξε και τότε η κυβέρνηση Μπάιντεν υιοθέτησε στρεβλά το δόγμα Κίσινγκερ «βλέποντας και κάνοντας», που είχε εφαρμοστεί στην πρώτη τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.

Αντίδραση… με καθυστέρηση

Έκτοτε, οι ΗΠΑ εφάρμοσαν σταθερή γραμμή μόνο στις δηλώσεις και όχι στη στρατηγική που εφάρμοζαν στην Ουκρανία. Όλοι οι αξιωματούχοι μέχρι και την ορκωμοσία Τραμπ, αποκαλούσαν σταθερά «δολοφόνο» και «δικτάτορα» τον Πούτιν, αλλά αυτό δεν αντανακλούσε τις κινήσεις τους.

Παραδείγματος χάριν, η Αμερική απομόνωσε οικονομικά τη Ρωσία, αλλά κυρίως σε τομείς που μπορεί μέσα στις άκρες να βασιστεί στην εγχώρια παραγωγή της. Αντιθέτως, εκεί που μπορούσε να σηκώσει το «γάντι», η Ουάσιγκτον δεν έπραξε κάτι. Εξαίρεση αποτελεί ο αποκλεισμός από το διεθνές διατραπεζικό σύστημα Swift (Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunication).

Επίσης, η Ουκρανία μπορεί να έμεινε και να στέκει ακόμα όρθια χάρη στα αμερικανικά όπλα, αλλά αυτά έφτασαν με τρομερή καθυστέρηση. Με εξαίρεση την τελευταία αποστολή που αποφάσισε ο Μπάιντεν τον Δεκέμβριο, όλες οι άλλες άργησαν τόσο, που θεωρητικά πάντα θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.

Επιπλέον, η αμφιταλάντευση του Μπάιντεν στο αν ο Πούτιν θα προκαλέσει έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο, περιέπλεξε την κατάσταση, περισσότερο και από τον πόλεμο που ξεκίνησε σε ευρωπαϊκό έδαφος ο Ρώσος πρόεδρος. Ενδεικτικά, αν η Ουκρανία είχε αποκτήσει από την αρχή της εισβολής τους πυραύλους ATACMS και μπορούσε να τους χρησιμοποιεί όπως σήμερα, ενδεχομένως ανάγκαζε τη Ρωσία να εξετάσει νωρίτερα τις διαπραγματεύσεις.

Το θετικό που μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ

Ωστόσο, η πολιτική Μπάιντεν στην Ουκρανία έφερε και ένα θετικό αποτέλεσμα, που είναι η σύσφιξη των σχέσεων των μελών του ΝΑΤΟ, αλλά και η επέκταση της Βορειοατλανικής συμμαχίας. Σε μια στιγμή που ξέσπασε μια πρωτοφανής διεθνής κρίση, η αμερικανοκεντρική Συμμαχία έμεινε ενωμένη και προσηλωμένη σε μια ενιαία γραμμή.

Αυτό όμως μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ στο μέλλον, τόσο γιατί ορίστηκαν οι ρόλοι των υπόλοιπων συμμάχων και όχι των ΗΠΑ, όσο και επειδή έκανε τα στραβά μάτια στα υπόλοιπα διεθνή προβλήματα, που επηρεάζουν τις σημερινές εξελίξεις.

Η περίπτωση της Βόρειας Κορέας είναι ενδεικτική. Η Πιονγιάνγκ ανέκαθεν περιλαμβάνονταν στις εθνικές απειλές της Ουάσιγκτον, αλλά επί προεδρίας Μπάιντεν η μοναδική αναφορά σε κρατική έκθεση έγινε το Φθινόπωρο, όταν ανακοινώθηκε ότι Βορειοκορεάτες στρατιώτες θα πολεμήσουν στην Ουκρανία για λογαριασμό του Πούτιν.

Ακόμα, το Ιράν έμεινε εκτός της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ για την Ουκρανία, παρότι πλούτισε, πουλώντας όπλα στη Μόσχα. Σύμφωνα με την ανάλυση, ο μόνος λόγος που βρίσκεται η Τεχεράνη σε δύσκολη θέση σήμερα μετά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, οφείλεται στη διαμάχη Ισραήλ-Χαμάς, παρά στην ανάμειξη στην Ουκρανία.

«Μια ταπεινωτική υποχώρηση από το Αφγανιστάν οδήγησε στη διάβρωση της στρατηγικής αποτροπής», έγραψε το Foreign Policy, σημειώνοντας ότι τότε τέθηκαν οι βάσεις μιας πολιτικής που επικεντρώθηκε «στα μεγάλα λόγια, παρά στις πράξεις, ακόμη κι αν δεν ήταν οι κατάλληλες».