Ο Ντόναλντ Τραμπ θέτει υπό αμφισβήτηση την ασφάλεια και τη διοίκηση των δύο κύριων εγκαταστάσεων κράτησης στη βορειοανατολική Συρία, όπου κρατούνται χιλιάδες μαχητές του Ισλαμικού Κράτους, σύμφωνα με τον πρώην διευθυντή της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας της MI6, Ρίτσαρντ Μπάρετ.

Η κατάσταση αβεβαιότητας, όπως μεταδίδει ο «Guardian», προκλήθηκε αρχικά από την ξαφνική απόφαση του αμερικανού προέδρου να αναστείλει όλη τη χρηματοδότηση της USAid για 90 ημέρες, ενώ μακροπρόθεσμα συνδέεται με την αμφιβολία σχετικά με το αν θα διατηρήσει τα στρατεύματά του στη Συρία.

Για αρκετές ημέρες μετά την αναστολή της χρηματοδότησης, η ασφάλεια και η διοίκηση των στρατοπέδων κράτησης al-Hol και al-Roj αποσύρθηκαν, δημιουργώντας σοβαρούς κινδύνους. Προσωρινά, η χρηματοδότηση μεταφέρθηκε από τον παγωμένο προϋπολογισμό βοήθειας των ΗΠΑ στον Παγκόσμιο Συνασπισμό για την Καταπολέμηση του ISIS, μια στρατιωτική συμμαχία δεκάδων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ.

Ωστόσο, ο Μπάρετ προειδοποίησε ότι οι κουρδικές Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), που είναι υπεύθυνες για τη φύλαξη των κρατουμένων τζιχαντιστών, βρίσκονται υπό συνεχή απειλή. Επεσήμανε ότι δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία με την de facto κυβέρνηση της Δαμασκού για οποιονδήποτε μελλοντικό ρόλο στον συριακό εθνικό στρατό, γεγονός που δίνει στο Ισλαμικό Κράτος την ευκαιρία να σχεδιάσει τη διαφυγή έως και 9.000 κρατουμένων μαχητών.

Μιλώντας στην επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων του Ηνωμένου Βασιλείου, ο Μπάρετ ανέφερε ότι ήδη μια ομάδα 2.000 μαχητών του Ισλαμικού Κράτους έχει ανασυγκροτηθεί τους τελευταίους 18 μήνες. Τώρα, όμως, εκμεταλλεύεται την κατάσταση για να προετοιμάσει μια εκστρατεία τύπου «Σπάζοντας τα τείχη», όπως εκείνη που είχε εξαπολύσει στο Ιράκ. Παράλληλα, διερωτήθηκε αν η απομονωτική πολιτική του Τραμπ θα οδηγήσει στη διακοπή της αμερικανικής χρηματοδότησης για τις δυνάμεις ασφαλείας στη βορειοανατολική Συρία.

Αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη Συρία

Η δημόσια ραδιοτηλεόραση του Ισραήλ, Kan, μετέδωσε ότι «ανώτεροι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου μετέφεραν μήνυμα στους ισραηλινούς ομολόγους τους, το οποίο υποδεικνύει ότι ο πρόεδρος Τραμπ προτίθεται να αποσύρει αμερικανικά στρατεύματα από τη Συρία».

Ο Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, φέρεται να έχει ενημερώσει σχετικά με την απόφαση απόσυρσης των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία τον ισραηλινό πρωθυπουργό, Μπενιαμίν Νετανιάχου, με τον οποίο θα συναντηθεί στις 4 Φεβρουαρίου στον Λευκό Οίκο.

Η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Συρία αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Από τους 900 στρατιώτες που είχαν εγκατασταθεί στη χώρα μέχρι το 2021, ο αριθμός αυτός έφτασε τους 2.000 τον Δεκέμβριο του 2024, λόγω της ενίσχυσης που αποφασίστηκε από το Πεντάγωνο μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ.

Η απόφαση αυτή προκαλεί σοβαρές ανησυχίες στους Κούρδους της βορειοανατολικής Συρίας, οι οποίοι συνεργάζονται στενά με τις αμερικανικές δυνάμεις εδώ και χρόνια. Η αποχώρηση των στρατευμάτων ενδέχεται να αφήσει τους Κούρδους εκτεθειμένους σε πιέσεις από την Τουρκία και άλλες δυνάμεις στην περιοχή.

Θα απαιτήσει από τρίτες χώρες να αναλάβουν το κόστος της διατήρησης των στρατευμάτων

Οι SDF ελπίζουν ότι η Κεντρική Διοίκηση των ΗΠΑ (Centcom) θα συνεχίσει να διατηρεί 2.000 στρατιώτες στη Συρία, αλλά, σύμφωνα με τον Μπάρετ, ο στρατηγός Μάικλ Κουρίγια «δεν έχει καταλήξει σε κάτι συγκεκριμένο και δεν γνωρίζει τι προτίθεται να κάνει ο Τραμπ». Προέβλεψε μάλιστα ότι ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ θα απαιτήσει από τρίτες χώρες να αναλάβουν το κόστος της διατήρησης των στρατευμάτων, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ο Τραμπ αναμφίβολα θα πει ποιος επωφελείται από όλα αυτά – θα πρέπει να πληρώσουν».

Η ξαφνική παύση της αμερικανικής βοήθειας είχε άμεσες επιπτώσεις: σταμάτησαν όλες οι ανθρωπιστικές εργασίες και κάποιες επιχειρήσεις ασφαλείας στις φυλακές al-Hol και al-Roj.

Η Blumont, η αμερικανική ανθρωπιστική οργάνωση που διαχειρίζεται τους καταυλισμούς, αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία της την Παρασκευή λόγω των περικοπών. Επανεκκίνησε τις δραστηριότητές της στις 6 το πρωί της Τρίτης, αφού έλαβε 14ήμερη προσωρινή απαλλαγή από το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών. Ωστόσο, η κατάσταση παραμένει αβέβαιη. Η Blumont παρέχει νερό, τρόφιμα, στέγη και μαγειρικό αέριο σε χιλιάδες ανθρώπους στους καταυλισμούς, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και Βρετανοί που έχουν χάσει την υπηκοότητά τους, όπως η Σαμίμα Μπέγκουμ.

Αξιωματούχοι προειδοποιούν ότι η διακοπή της παροχής βασικών αγαθών θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα κενά ασφαλείας, με εχθρικές δυνάμεις στην περιοχή να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση.

Ο Πολ Τζόρνταν, ειδικός στους προσφυγικούς καταυλισμούς από το 2019 και μέλος του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Ειρήνης, δήλωσε ότι η Blumont εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την αμερικανική βοήθεια. Όπως είπε, η αναστολή της χρηματοδότησης «οδήγησε τις τελευταίες ημέρες σε πλήρη παράλυση των καταυλισμών. Δεν υπήρχε καμία διοίκηση, σχεδόν καθόλου ασφάλεια και ουσιαστικά καμία παροχή τροφίμων και νερού. Η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη».

Ο Νταν Ντόλαν, αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής της οργάνωσης Reprieve, δήλωσε: «Αυτή η κρίση εκτυλίσσεται αργά εδώ και χρόνια, αλλά ξαφνικά βρίσκεται σε ταχεία επιδείνωση». Επεσήμανε ότι εδώ και καιρό οι ειδικοί ασφαλείας και η κουρδική διοίκηση προειδοποιούν ότι τα στρατόπεδα κράτησης στη βορειοανατολική Συρία κινδυνεύουν να καταρρεύσουν. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις υποστηρίζουν ότι η μόνη βιώσιμη λύση είναι ο επαναπατρισμός των κρατουμένων ξένων υπηκόων, αλλά η επιδείνωση της περιφερειακής ασφάλειας καθιστά το ζήτημα πιο περίπλοκο από ποτέ.