Ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι αναμφισβήτητα πολύπλοκος, ανταγωνιστικός, απρόβλεπτος και κατά περιόδους άκρως επικίνδυνος, όπως αυτή την περίοδο, όπου πέραν του πολέμου στην Ουκρανία που συνεχίζεται αδιαλείπτως από τον Φεβρουάριο του 2022, έχουν ξεσπάσει επικίνδυνες συγκρούσεις με απρόβλεπτες συνέπειες στη Μέση Ανατολή καθώς το Ισραήλ στο πλαίσιο εξάρθρωσης του παραστρατιωτικού τμήματος της σιιτικής οργάνωσης Χεζμπολάχ και της σουνιτικής Χαμάς δεν διστάζει να εξαπολύσει επιθέσεις κατά χωρών του αραβικού κόσμου της περιοχής όπως είναι ο Λίβανος και η Συρία, ενώ οι ένοπλες δυνάμεις του αντιμάχονται παράλληλα και το Ιράν.
Πώς έφτασε όμως το Ισραήλ να καθίσταται η ισχυρότερη στρατιωτικά δύναμη της πολύπαθης περιοχής, γιατί στρέφεται κατά αραβικών χωρών και πώς το Ιράν έχει μεταβάλει τις συμμαχίες του αν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες είχε αγαστές σχέσεις ακόμη και με τις Ηνωμένες Πολιτείες;
Ο Pascal Boniface και ο Hubert Védrine, δύο επιφανείς γάλλοι αναλυτές των γεωπολιτικών εξελίξεων και με άριστες γνώσεις στον τομέα της διεθνούς πολιτικής και της διπλωματίας, επιχειρούν να μας βοηθήσουν να αντιληφθούμε τα τεκταινόμενα μέσα από τον νέο «Παγκόσμιο Γεωπολιτικό Χάρτη» που συνέγραψαν και κυκλοφορεί στα ελληνικά, από τις εκδόσεις «Πεδίο». Σε αυτόν, εμπεριέχονται «100 χάρτες για την κατανόηση ενός χαοτικού κόσμου», όπως είναι ο υπότιτλος του βιβλίου που φέρει την επιστημονική επιμέλεια του Σωτήρη Ντάλη, αναπληρωτή καθηγητή Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και πρόεδρο του τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Στο πλαίσιο αυτό, εξασφαλίσαμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, καθώς επίσης και κατ’ αποκλειστικότητα μια σειρά από σχετικούς χάρτες που εμπεριέχονται στο βιβλίο και αφορούν στο Ισραήλ, στον αραβικό κόσμο και το Ιράν, ώστε να αντιληφθούμε γιατί συμβαίνουν όσα βλέπουμε στη Μέση Ανατολή τον τελευταίο ένα χρόνο και ειδικότερα από την 7η Οκτωβρίου 2023 και ένθεν.
Από την ημέρα, δηλαδή, που ένοπλα τμήματα της παλαιστινιακής οργάνωσης Χαμάς πραγματοποίησαν επιδρομή στο έδαφος του Ισραήλ σκοτώνοντας περίπου 1.200 πολίτες που μετείχαν σε υπαίθριο πάρτι ή ζούσαν σε συνοριακά κιμπούτς (οικιστικές κοινότητες που λειτουργούν με συλλογικότητα) και παίρνοντας 251 άτομα ως ομήρους. Λίγες ημέρες αργότερα η ισραηλινή κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου προχωρούσε σε ευρείας κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Λωρίδας της Γάζας, στην οποία κατοικούν πάνω από 1,5 εκατομμύριο Παλαιστίνιοι, ώστε «να εξολοθρεύσουν τους τρομοκράτες, απ’ όπου κι αν προέρχονται, στο πλαίσιο του νόμιμου δικαιώματος της χώρας για αυτοάμυνα», όπως υποστήριξε το Τελ Αβίβ. Ας δούμε λοιπόν αναλυτικά την πορεία του Ισραήλ, του αραβικού κόσμου και του Ιράν που εμπλέκεται στα όσα συμβαίνουν, με τη βοήθεια (και) κατατοπιστικών χαρτών.
Ισραήλ: Η δημιουργία του Κράτους το 1948 και ο ρόλος της ασφάλειας
Οι Εβραίοι αναγκάστηκαν από τους Ρωμαίους τον 1ο και τον 2ο αιώνα μ.Χ. να διασκορπιστούν και διαχρονικά έχουν υποστεί πολυάριθμους διωγμούς. Το 1492, για παράδειγμα, εκδιώχθηκαν από την Ισπανία όπου είχαν δημιουργήσει ένα σημαντικό κέντρο εμπορίου, σκέψης και πολιτισμού, καταφεύγοντας σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της βόρειας Αφρικής και της Ευρώπης.
Κατά τον 19ο αιώνα, οι Εβραίοι της Ρωσικής Αυτοκρατορίας βίωσαν έντονες διακρίσεις και μεγάλα πογκρόμ, ενώ σε άλλες χώρες της Ευρώπης συνέχιζαν επίσης να είναι θύματα βίαιου αντισημιτισμού. Ως απάντηση σε αυτές τις ρατσιστικές εκδηλώσεις, ο Ουγγροεβραίος δημοσιογράφος Τέοντορ Χερτσλ δημοσίευσε το 1896 το βιβλίο «Der Judenstaat» («Το Κράτος των Εβραίων») που υποστήριζε τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους ως λύση στο «Εβραϊκό Ζήτημα» και τη διάκριση που υπήρχε εναντίον τους. Θεωρείται θεμελιώδες έργο του σιωνιστικού κινήματος.
Ο σιωνισμός εντασσόταν στο ευρύτερο κλίμα των ευρωπαϊκών εθνικών κινημάτων του 19ου αιώνα και αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός κράτους όπου οι Εβραίοι θα ήταν ασφαλείς από τις διώξεις. Το 1917, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών λόρδος Μπάλφουρ προτάσσει τη δημιουργίας μιας εβραϊκής εθνικής εστίας στην Παλαιστίνη, με βάση την αρχή «Μια γη χωρίς λαό για έναν λαό χωρίς γη», παρά τις υποσχέσεις που είχαν δοθεί στους Άραβες για την απόκτηση πλήρους ανεξαρτησίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μπορεί να υπήρχε ένας λαός χωρίς γη, αλλά η γη που προοριζόταν για εκείνον δεν ήταν χωρίς λαό. Η άνοδος του αντισημιτισμού στη μεσοπολεμική Ευρώπη προκάλεσε τη μαζική μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη, με αποτέλεσμα να προκύψουν εντάσεις.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως αντίδραση στη ναζιστική γενοκτονία κατά των Εβραίων, η παλιά ιδέα της ίδρυσης ενός κράτους γι’ αυτούς θα λάμβανε «σάρκα και οστά». Ο ΟΗΕ πρότεινε ένα σχέδιο για τον διαμοιρασμό της υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνης μεταξύ Παλαιστινίων Αράβων (45%) και Εβραίων (55%).
Το Κράτος του Ισραήλ ιδρύεται στις 14 Μαΐου 1948, βάσει του σχετικού ψηφίσματος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Ωστόσο, η λύση διαίρεσης της Παλαιστίνης σε δύο κράτη, ένα εβραϊκό και ένα αραβικό, απορρίφθηκε από τις γειτονικές αραβικές χώρες (Αίγυπτος, Συρία, Ιράκ, Ιορδανία και Λίβανος), οι οποίες ως αντίδραση εξαπέλυσαν τον πρώτο τους πόλεμο εναντίον του Ισραήλ (1948) και ηττήθηκαν.
Το Ισραήλ με τη νίκη στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο ήλεγχε πλέον το 78% του εδάφους της Παλαιστίνης. Η άρνηση των Αράβων να αναγνωρίσουν την ύπαρξη του Ισραήλ, η μνήμη της γενοκτονίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι αντισημιτικές παραδόσεις σε πολλές χώρες έκαναν το Ισραήλ κράτος καταφυγής για πολλούς Εβραίους. Ζώντας σε ένα εχθρικό περιβάλλον, αισθάνονταν πάντα ότι η ύπαρξή τους απειλείται, ενώ εκεί θα ήταν ασφαλείς.
Με τη νίκη στον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, το Ισραήλ κατέκτησε το υπόλοιπο 22% της Παλαιστίνης και την Ανατολική Ιερουσαλήμ, περιοχές που αποτελούσαν τη δυνητική εδαφική βάση ενός πιθανού μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους. Ο στρατηγός και τέως πρόεδρος της Γαλλίας Ντε Γκολ καταδίκασε την κατοχή αυτών των εδαφών το 1967, γεγονός που σηματοδότησε το τέλος της στρατηγικής συμμαχίας του Ισραήλ με την εν λόγω ευρωπαϊκή χώρα και την αρχή εκείνης με τις ΗΠΑ. Οι ίδιοι οι Ισραηλινοί έβλεπαν το κράτος τους ως δυτικό και δημοκρατικό, ενώ πολλοί το θεωρούσαν μια προκεχωρημένη δυτική βάση στον ανταγωνισμό Ανατολής – Δύσης. Ως αποτέλεσμα αυτού, η συμμαχία με τις ΗΠΑ φαινόταν άφθαρτη και με τον πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας» το 2001 έγινε ισχυρότερη από ποτέ. Παρά το πυρηνικό οπλοστάσιό του, την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική υπεροχή, τη στρατηγική κάλυψη, το ευρύ φάσμα της αμερικανικής βοήθειας και τις επανειλημμένες προσφορές ειρήνης από τις αραβικές χώρες, το Ισραήλ εξακολουθεί να ζει με τον φόβο της καταστροφής του.
Οι υποστηρικτές της εξεύρεσης λύσης μέσω διαπραγματεύσεων με τους Παλαιστινίους είναι πλέον ελάχιστοι. Η σθεναρή υποστήριξη του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος μετέφερε την αμερικανική πρεσβεία από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ και αναγνώρισε την προσάρτηση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, η θεαματική προσέγγιση με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα απέναντι στην ιρανική απειλή, οι διπλωματικές επιτυχίες μέσω των Συμφωνιών του Αβραάμ (2020) και η απουσία διεθνούς πίεσης δεν ενθαρρύνουν το Ισραήλ να κάνει παραχωρήσεις, πόσο μάλλον αφού ο Τζο Μπάιντεν δεν σκοπεύει να ακυρώσει τις αποφάσεις του προκατόχου του. Η λύση των δύο κρατών φαίνεται αδύνατη μακροπρόθεσμα. Το 2023 ανήλθε στην εξουσία η πιο δεξιά κυβέρνηση στην ιστορία του Ισραήλ και ο κύκλος της βίας ξανάρχισε.
Στις 7 Οκτωβρίου 2023, ακριβώς πενήντα χρόνια από την έναρξη του Πολέμου του Γιομ Κιπούρ, η Χαμάς πραγματοποίησε τρομοκρατική επίθεση εναντίον του κράτους του Ισραήλ. Όπως τότε, η επίθεση που ξεκίνησε η Αίγυπτος του Ανουάρ Σαντάτ επιχείρησε να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή, έτσι και σήμερα η επίθεση της Χαμάς στόχευε να ανατρέψει τα δεδομένα που είχαν δρομολογηθεί (Συμφωνίες του Αβραάμ) για τη σταθερότητα στην περιοχή της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.
Κατά την επίθεση σημειώθηκε μια άνευ προηγουμένου διείσδυση ενόπλων της Χαμάς (που θεωρείται τρομοκρατική οργάνωση από την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ) στο Ισραήλ από τη Γάζα. Ήταν η σοβαρότερη κλιμάκωση μετά τον δεκαήμερο πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς το 2021, και κορυφώθηκε με δολοφονίες ανθρώπων στους δρόμους. Το Ισραήλ, από την πλευρά του, προχώρησε σε μια τεράστιας κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση σε ολόκληρη τη Γάζα, προκαλώντας μεγάλη ανθρωπιστική κρίση. Η σύγκρουση στη Γάζα, σε συνδυασμό με τις εχθροπραξίες στα σύνορα Ισραήλ – Λιβάνου, τις απειλές και τις επιθέσεις των ανταρτών Χούθι της Υεμένης και τις απειλές των σιιτών μαχητών στο Ιράκ και τη Συρία, αποσταθεροποίησε τη Μέση Ανατολή και δημιούργησε ένα πλαίσιο κλιμάκωσης.
Αραβικός κόσμος: Καταλυτική η σύνδεση μεταξύ θρησκείας και πολιτικής
Ο αραβικός πολιτισμός εμφανίζεται στο προσκήνιο τον 7ο αιώνα και από τον 8ο είχε εξαπλωθεί σε τρεις ηπείρους. Στα χρόνια του Μεσαίωνα ήταν πιο δυναμικός και ισχυρός από τον χριστιανικό πολιτισμό, με τον οποίο βρισκόταν σε ανταγωνισμό. Μόνο ο κινεζικός πολιτισμός, ο οποίος όμως διεπόταν από εσωστρέφεια, μπορούσε να ισχυριστεί ότι ήταν ισάξιός του. Αλλά τον 15ο αιώνα οι Άραβες εκδιώχθηκαν από την Ευρώπη.
Τον 16ο αιώνα, οι Οθωμανοί επιβλήθηκαν στη Μέση Ανατολή και οι Άραβες, παρότι διατήρησαν έναν βαθμό αυτονομίας, έζησαν υπό οθωμανική κυριαρχία για τέσσερις αιώνες. Τον 19ο και τον 20ό αιώνα, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Ιταλία μετέτρεψαν με τις αποικίες τους τη Βόρεια Αφρική σε προτεκτοράτο τους. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμάχησε με τη Γερμανία, οι περισσότεροι Άραβες τάχθηκαν στο πλευρό των Συμμάχων ελπίζοντας να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους. Οι ελπίδες αυτές διαψεύστηκαν: με τη Συμφωνία Σάικς – Πικό (1916), η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία μοίρασαν τη Μέση Ανατολή σε σφαίρες επιρροής και ελέγχου.
Η δε διακήρυξη Μπάλφουρ το 1917 άνοιξε τον δρόμο για τη δημιουργία μιας εβραϊκής εθνικής εστίας στην Παλαιστίνη. Οι Άραβες πέρασαν από την οθωμανική κυριαρχία στην ευρωπαϊκή. Στο αίσθημα της προδοσίας προστέθηκε και εκείνο της ταπείνωσης. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ αποτέλεσε νέο σοκ και οι Άραβες αισθάνθηκαν ότι πλήρωναν το τίμημα για ένα ευρωπαϊκό έγκλημα.
Ταπεινώθηκαν περαιτέρω από την ήττα τους στον Α’ Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο (1948-1949) εναντίον του νεοσύστατου κράτους του Ισραήλ. Έκτοτε, τα παναραβικά κινήματα ανέπτυξαν αντιδυτική και αντιισραηλινή ρητορική. Η εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ το 1956 από τον αιγύπτιο πρόεδρο Νάσερ και η αναγκαστική υποχώρηση -κατόπιν αμερικανικών εντολών- των Γάλλων και των Βρετανών μετά την εκστρατεία τους στο Σουέζ, εκλήφθηκαν ως εκδίκηση εναντίον της Δύσης. Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών το 1967 κατά του Ισραήλ και η συντριπτική ήττα των αραβικών στρατών αποτέλεσαν ακόμη μία ταπείνωση, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους του αραβικού εθνικισμού.
Τα φονταμενταλιστικά κινήματα άρχισαν να ανθίζουν στο πλαίσιο του ηττημένου εθνικισμού, των κοινωνικών κρίσεων, των κρίσεων ταυτότητας και της καταδίκης των διεφθαρμένων ελίτ που είχαν συμβιβαστεί με τις ΗΠΑ. Οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής εξακολουθούν να ισχυρίζονται ότι είναι ενωμένοι ως Άραβες και όχι ως μουσουλμάνοι, αλλά οι εν λόγω χώρες είναι πολιτικά πολυκατακερματισμένες, με έντονες ενδοαραβικές αντιπαλότητες. Μια άλλη αντίφαση έγκειται στο γεγονός ότι οι πληθυσμοί χαρακτηρίζονται από έναν ενστικτώδη αντιαμερικανισμό που έχει να κάνει με την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη των ΗΠΑ προς το Ισραήλ, με τον εποικισμό των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών και με τον πόλεμο στο Ιράκ, όμως την ίδια ώρα τα περισσότερα αραβικά καθεστώτα έχουν υπογράψει σύμφωνα ασφάλειας με τις ΗΠΑ.
Η συνεχιζόμενη ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση και η μη ίδρυση παλαιστινιακού κράτους κινητοποιούν την κοινή γνώμη στον αραβικό κόσμο (αλλά όχι τις κυβερνήσεις τους). Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν και στη συνέχεια το Σουδάν και το Μαρόκο αναγνώρισαν το Ισραήλ και συνήψαν διπλωματικές σχέσεις μαζί του το 2020.
Ορισμένα καθεστώτα εργαλειοποιούν εδώ και καιρό το παλαιστινιακό ζήτημα για να συγκαλύψουν τα εσωτερικά δημοκρατικά και κοινωνικά τους ελλείμματα, ενώ το ίδιο κάνουν για τους δικούς τους λόγους και οι ισλαμιστές. Ο πόλεμος στο Ιράκ συνέβαλε περαιτέρω στη ριζοσπαστικοποίηση και την απογοήτευση. Ο εκδημοκρατισμός που επιβλήθηκε έξωθεν αποδείχθηκε αδύνατος ή περιπετειώδης. Ο αραβικός κόσμος είναι βαθιά διχασμένος και αποδυναμωμένος. Η «Αραβική Άνοιξη» έσβησε γρήγορα ή απέτυχε: το Ιράκ, η Συρία, η Λιβύη, η Υεμένη και η Αίγυπτος βυθίστηκαν στη βία και έχασαν μεγάλο μέρος της δύναμής τους. Στην Τυνησία μάλιστα επανέρχεται πλέον ο αυταρχισμός.
Ιράν: Καίριας σημασίας η ανάδυση της ισλαμικής επανάστασης του 1979
Οι Ιρανοί διχάζονται ανάμεσα στην αναπόληση της δύναμης της Περσικής Αυτοκρατορίας, στις μνήμες των προσπαθειών κυριαρχίας από ξένες δυνάμεις και στο αίσθημα ότι κινδυνεύουν διαρκώς από όλες τις πλευρές. Το αποτέλεσμα είναι ένας έντονος εθνικισμός μπολιασμένος με τον ισλαμικό φανατισμό. Το Ιράν φοβάται τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά και φοβίζει τον υπόλοιπο κόσμο.
Από τις αρχές του 16ου αιώνα η κυρίαρχη θρησκεία στην Περσική Αυτοκρατορία ήταν ο ισλαμικός σιιτισμός, σε αντίθεση με τη σουνιτική Οθωμανική Αυτοκρατορία (σ.σ.: ας πούμε, είναι όπως η διάκριση μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών χριστιανών). Τον 19ο αιώνα και το πρώτο μισό του 20ού, η χώρα ήρθε αντιμέτωπη με τις ιμπεριαλιστικές πιέσεις της Μόσχας και του Λονδίνου.
Το 1953, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα που οργανώθηκε από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο ανέτρεψε βίαια τον δημοκρατικά εκλεγμένο Ιρανό πρωθυπουργό Μοχάμεντ Μοσαντέκ, ο οποίος είχε εθνικοποιήσει το πετρέλαιο το 1951, και εγκαθίδρυσε με τη βοήθεια της Ουάσιγκτον το καθεστώς του σάχη (σ.σ.: στα περσικά «shah» είναι ο βασιλιάς, ο μονάρχης). Το καθεστώς αυτό ήταν μεν εκσυγχρονιστικό, αλλά ταυτόχρονα και καταπιεστικό, καθώς οι ΗΠΑ ήθελαν να καταστήσουν τον σάχη «χωροφύλακα του Περσικού Κόλπου».
Το 1979, μια θρησκευτική και κοινωνική επανάσταση ανέτρεψε τον σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί και έφερε στην εξουσία τον αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, ο οποίος κατήργησε τον κοσμικό χαρακτήρα της εξουσίας στο Ιράν (σ.σ.: «αγιοτολάχ» είναι υψηλόβαθμος τίτλος που αποδίδεται σε σιίτες κληρικούς). Αντικατέστησε, δηλαδή, το μοναρχικό καθεστώς με ένα θεοκρατικό σύστημα, βασισμένο στις αρχές του σιιτικού Ισλάμ. Τα κράτη του Κόλπου, ορισμένα από τα οποία έχουν μεγάλους σιιτικούς πληθυσμούς, φοβήθηκαν τον θρησκευτικό και πολιτικό επεκτατισμό του καθεστώτος.
Το Ιράν ήρθε σε ρήξη με τις ΗΠΑ (παρουσιάζονταν πλέον ως ο «Μεγάλος Σατανάς»). Στις 4 Νοεμβρίου 1979, 52 Αμερικανοί διπλωμάτες και πολίτες πιάστηκαν όμηροι στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Τεχεράνη από μια ομάδα ισλαμιστών φοιτητών, κατά παράβαση των διεθνών συμβάσεων. Η κρίση αυτή, που έληξε στις 20 Ιανουαρίου 1981, σήμανε τη διακοπή των διπλωματικών, στρατηγικών και εμπορικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Το 1980, έπειτα από μακρά ιστορία συνοριακών διενέξεων, το γειτονικό Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν επιτέθηκε στο Ιράν με την ψευδαίσθηση μιας γρήγορης νίκης. Το Ιράκ χρησιμοποίησε μάλιστα χημικά όπλα, έχοντας την υποστήριξη της Δύσης και των αραβικών χωρών. Ο πόλεμος διήρκεσε οκτώ χρόνια, στοίχισε 1 εκατ. ζωές και δεν επέφερε καμία συνοριακή αλλαγή.
Το Ιράν δεν συμμετείχε στον Πόλεμο του Κόλπου το 1990-1991, όμως αυτό δεν οδήγησε σε συμφιλίωση με τους Αμερικανούς. Στη χώρα επικρατούσε ένα βαθύ αίσθημα απομόνωσης και η αντίληψη πως απειλείται ποικιλοτρόπως ή πως είναι περικυκλωμένη από εχθρούς (αραβικές χώρες, Αφγανιστάν των Ταλιμπάν, Ισραήλ, Πακιστάν, Τουρκία, ΗΠΑ). Η καταγγελία του Τζορτζ Μπους τον Ιανουάριο του 2002 ότι το Ιράν, το Ιράκ και η Βόρεια Κορέα συγκροτούσαν έναν «Άξονα του Κακού» επέτεινε αυτό το αίσθημα.
Ο πόλεμος στο Ιράκ ενίσχυσε την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο κατώφλι του Ιράν, αλλά ταυτόχρονα διέλυσε τον ιρακινό στρατό. Στη συνέχεια, οι απειλές του προέδρου Μαχμούτ Αχμεντινετζάντ κατά του Ισραήλ και το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, για το οποίο υπήρχαν όλο και περισσότερες υποψίες ότι είχε στρατιωτικό σκοπό, ανησύχησαν τον υπόλοιπο κόσμο, ιδίως τη Δύση και τις γειτονικές αραβικές χώρες. Το 2013 εξελέγη πρόεδρος ο μετριοπαθής Χασάν Ροχανί. Ξεκίνησαν νέες διαπραγματεύσεις με την ομάδα «5+1» (τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας συν τη Γερμανία) για την εξεύρεση λύσης στο πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, τον τερματισμό των κυρώσεων και την οριστική επανένταξη του Ιράν στο διεθνές παιχνίδι. Η ιρανική κοινωνία διψούσε για αλλαγή. Οι σκληρές διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε συμφωνία τον Ιούλιο του 2015. Ωστόσο, η συμφωνία καταγγέλθηκε το 2018 από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ήθελε να ανατρέψει το ιρανικό καθεστώς όχι μέσω πολέμου, αλλά μιας πολιτικής οικονομικού στραγγαλισμού, απειλώντας με κυρώσεις άλλες χώρες που θα συνέχιζαν να συναλλάσσονται μαζί του. Ήλπιζε ότι αυτό θα απαξίωνε τους μετριοπαθείς και θα έκανε την κοινωνία να απορρίψει το καθεστώς.
Τα «γεράκια» επέστρεψαν στην εξουσία του Ιράν το 2021. Το 2022, ο πληθυσμός (κυρίως οι γυναίκες) εξεγέρθηκε ενάντια στην καταστολή και την οικονομική κρίση. Με την ίδια την ύπαρξή του να απειλείται, η μόνη απάντηση του καθεστώτος ήταν η ακόμα πιο σκληρή καταστολή.
Μετά το ξέσπασμα του πολέμου στη Γάζα (Οκτώβριος 2023), το Ιράν πήρε μέρος «δι’ αντιπροσώπων», είτε μέσω της Χεζμπολάχ στον Λίβανο είτε μέσω της Χαμάς στη Γάζα, αποφεύγοντας μια άμεση αντιπαράθεση με το πολύ πιο ισχυρό Ισραήλ. Όμως η ισραηλινή αεροπορική επίθεση στο ιρανικό προξενείο στη Δαμασκό (1η Απριλίου 2024), που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο σημαντικών στρατιωτικών στελεχών του Ιράν, ώθησε την Τεχεράνη να βγει από τη «στρατηγική υπομονή» της και να μπει σε ένα νέο πεδίο.