Οι συνήγοροι υπεράσπισης του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, Πιέρο Λόγκο και Νικκολό Γκεντίνι, απέστειλαν στην εισαγγελία του Μιλάνου έκθεση εβδομήντα, συνολικά, σελίδων, με την οποία στοχεύουν να αποδείξουν ότι ο πελάτης τους δεν ευθύνεται για ποινικά αδικήματα σε ό,τι αφορά το σκάνδαλο «Ρούμπι Καρίμα».
Οι δυο δικηγόροι του «Καβαλιέρε» συνέλεξαν τις μαρτυρίες είκοσι ατόμων, που υπερασπίζονται τον ιταλό πρωθυπουργό. Πρόκειται για μερικές από τις καλλονές που βρέθηκαν στις γιορτές της βίλας του Άρκορε, για προσωπικό που εργάζεται στην έπαυλη έξω από το Μιλάνο και για στενούς συνεργάτες του «μίστερ τιβί».
Αυτό που προκύπτει, είναι ότι «τα δείπνα που οργάνωνε ο ιταλός πρωθυπουργός ήταν απόλυτα καθωσπρέπει, τα χρήματα που δάνεισε στις διάφορες κοπέλες ήταν ένα απλό βοήθημα, χωρίς αντάλλαγμα, σε άτομα που περνούσαν μια φάση οικονομικής δυσκολίας», ενώ, σε ότι αφορά την υπόγεια αίθουσα της βίλας, τονίζεται ότι «οι φιλοξενούμενοι συναντιόνταν εκεί, απλώς και μόνο για να πιουν ένα ποτήρι και να δουν ένα έργο στην γιγαντοοθόνη, ή, άλλες φορές, αγώνα ποδοσφαίρου».
Οι συνήγοροι υπεράσπισης του μεγιστάνα-πρωθυπουργού, υποστηρίζουν, ουσιαστικά, ό,τι αν είχε συμβεί, οτιδήποτε ακραίο και «εκτός ηθικών ορίων», όλο το προσωπικό που απασχολείται στην πολυτελή κατοικία του επικεφαλής της ιταλικής κυβέρνησης, θα έπρεπε να το είχε αντιληφθεί.
Στο μεταξύ, οι εισαγγελείς έχουν σχεδόν ολοκληρώσει τις έρευνές τους, και μέσα στις επόμενες δέκα ημέρες, ετοιμάζονται να ζητήσουν την παραπομπή σε δίκη του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, με «κατεπείγουσα διαδικασία».
Σε ό,τι αφορά την διοργάνωση των πασίγνωστων, πλέον, πάρτι και την μεταμεσονύκτια ολοκλήρωσή τους, ο ιταλικός τύπος, προβάλλει τώρα και νέα παρέμβαση των συνδικάτων της αστυνομίας. Εκπρόσωποί τους, σε δηλώσεις τους σε εφημερίδες και τηλεοπτικά κανάλια, τονίζουν ότι «κάποιες φορές, ζητήθηκε από αστυνομικούς να συνοδεύσουν τις κοπέλες σπίτι τους, μετά τα δείπνα. Πιστεύουμε ότι οι συνάδελφοί μας, πρέπει να απασχολούνται για εντελώς διαφορετικές αποστολές και καθήκοντα, όπως προβλέπει , άλλωστε, και ο νόμος».
Η καθολική Εκκλησία, συνεχίζει να ασχολείται με το «Ρούμπι Γκέιτ». Με δηλώσεις του, ο πρόεδρος της Συνέλευσης Καθολικών Επισκόπων Ιταλίας, Άντζελο Μπανιάσκο, αναφέρθηκε, εμμέσως πλην σαφώς, στην υπόθεση που σείει όλο τον πολιτικό χώρο της γειτονικής μας χώρας: «Η Ιταλία είναι άναυδη, βρίσκεται σε ηθική αμηχανία. Οποιοσδήποτε αποφασίζει να αναλάβει πολιτικά καθήκοντα, πρέπει να έχει καλά υπόψη του την αίσθηση του μέτρου και την εγκράτεια, την πειθαρχία και το ήθος που αυτό συνεπάγεται, όπως προβλέπει και το Σύνταγμα», τόνισε ο Μπανιάσκο.
Σε μια προσπάθεια, όμως, να μην υψώσει ακόμη περισσότερο τους τόνους μιας ήδη οξυμένης πολεμικής, ο επικεφαλής των ιταλών επισκόπων, παρατήρησε, παράλληλα, ότι «πρέπει να εξακριβωθεί κάθε ευθύνη, από τους αρμόδιους θεσμούς, άμεσα και ήρεμα, ενώ υπάρχουν και κάποιοι που διερωτώνται σε τι οφείλεται η μαζική χρήση των μέσων που διαθέτουν οι εισαγγελείς για τις έρευνές τους». Σύμφωνα με το τηλεοπτικό δίκτυο Τg 5 (ιδιοκτησίας του Σίλβιο Μπερλουσκόνι), η αρμόδια επιτροπή της βουλής, δεν πρόκειται να δώσει, τελικά, «πράσινο φως», στο αίτημα των εισαγγελέων, που ζήτησαν άδεια για να διατάξουν έφοδο στα γραφεία του φοροτεχνικού του Καβαλιέρε.
Σε ό,τι αφορά, τέλος, το μέλλον της κυβέρνησης και τα γκάλοπ, σύμφωνα με την εφημερίδα Ιλ Μεσσατζέρο η δημοτικότητα του Καβαλιέρε, έχει πέσει κάτω από το 50%, ενώ το κόμμα του «Λαός της Ελευθερίας», διατηρεί το ποσοστό του, γύρω στο 30%. Κάτι που ανησυχεί ιδιαίτερα τον ιταλό πρωθυπουργό, ο οποίος φοβάται ότι κάποια στιγμή, μπορεί να επισημοποιηθεί η υποψηφιότητα των επικρατέστερων δελφίνων. Ανάμεσά τους, ο υπουργός δικαιοσύνης Αντζελίνο Αλφάνο, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Τζάννι Λέττα και ο υπουργός οικονομικών Τζούλιο Τρεμόντι. Προς το παρόν, οι υπουργοί και βουλευτές του Μπερλουσκόνι, συνεχίζουν να του εκφράζουν την αλληλεγγύη τους.
Όπως υπογραμμίζουν, όμως, πολλοί σχολιαστές, «για πρώτη φορά, ίσως, ο ζάμπλουτος πρωθυπουργός, βλέπει το κόμμα που δημιούργησε και διοίκησε χωρίς κανένα συμβιβασμό και υποχώρηση, να αυτονομείται, και να μπορεί να επιζήσει, πολιτικά, και χωρίς την ηγεσία του».