Η ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή με τον πόλεμο Ισραήλ – Χαμάς, εκτός από ένα νέο κύκλο αίματος, τον μεγαλύτερο από τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ πριν από μισό αιώνα, προκαλεί και νέα γεωπολιτικά δεδομένα, όχι μόνο για τις περιφερειακές δυνάμεις, αλλά και τους ισχυρούς του κόσμου. Στο επίκεντρο βρίσκονται οι επόμενες κινήσεις των ΗΠΑ.
Αξιωματούχοι εκφράζουν φόβους πως τα γεγονότα θα μπορούσαν να κλιμακωθούν πέρα από μια σύγκρουση Ισραήλ – Χαμάς. Σε κάθε περίπτωση η Ουάσιγκτον ενδεχομένως θα πρέπει να λάβει δύσκολες αποφάσεις σχετικά με την υποστήριξη των συμμάχων της. Μπορεί να αντέξει δύο πολέμους σε Ισραήλ και Ουκρανία; Η αναπροσαρμογή προτεραιοτήτων και πόρων είναι εξαιρετικά κομβική, καθώς έρχεται σε μια πολύ κρίσιμη συγκυρία, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο ανταγωνισμός με την Κίνα, που επιχειρεί να αυξήσει την επιρροή της και στη Μέση Ανατολή.
Η Μόσχα εκμεταλλεύεται τις εξελίξεις
Ήδη το Κρεμλίνο εκμεταλλεύεται τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και αναμένεται πως θα συνεχίσει να το κάνει, θέλοντας να προκαλέσει νέα ρήγματα στο δυτικό συμμαχικό μπλοκ για την υποστήριξη του Κίεβου, να ενισχύσει τις αμφιβολίες και να πλήξει το ηθικό των Ουκρανών. Με φόντο την «11η Σεπτεμβρίου» του Ισραήλ, το Κρεμλίνο κατηγόρησε πρωτίστως τη Δύση για παραμέληση των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή υπέρ της Ουκρανίας. Εκτίμησε μάλιστα πως η διεθνής κοινότητα θα στρέψει τώρα την προσοχή της στην περιοχή.
«Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να εστιάσουν σε μια διευθέτηση μεταξύ παλαιστινίων και ισραηλινών και να μην παρεμβαίνουν στις υποθέσεις της Ρωσίας παρέχοντας στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία», δήλωσε ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, αντιπρόεδρος του Ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας, σύμφωνα με το Institute for the Study of War (ISW).
Το δίλημμα της Ουάσιγκτον και η κρίσιμη συγκυρία
Είναι γεγονός πως η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς στο Ισραήλ ανατρέπει την αμερικανική στρατηγική στην περιοχή. Υπενθυμίζεται πως στις ΗΠΑ έχει ξεσπάσει ήδη διαμάχη για το οικονομικό και πολιτικό κεφάλαιο που δαπανάται στην Ουκρανία, με τις φωνές που αντιτίθενται στην άνευ όρων υποστήριξη του Κιέβου διαρκώς να ενισχύονται. Αναπόφευκτα, το ξέσπασμα ενός νέου πολέμου στη Μέση Ανατολή, για τον οποίο μάλιστα ο Μπενιαμίν Νετανιάχου προειδοποιεί πως «θα είναι μακρύς και δύσκολος», φέρνει την Ουάσινγκτον σε μια συνθήκη αναπροσαρμογής της παροχής των αποθεμάτων της σε πυρομαχικά, αλλά και της εν γένει προσέγγισής της.
Στην Ουκρανία επικρατεί εν μέρει απογοήτευση για το πως την αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ έναντι του Ισραήλ και το γεγονός πως το Ισραήλ δεν έχει προσφέρει στο Κίεβο όση βοήθεια μπορούσε, ενισχύει το αρνητικό κλίμα. Ενδεικτικό του κλίματος είναι πως οι Ρεπουμπλικάνοι που εκφράζουν ενδοιασμούς για τη συνεχιζόμενη υποστήριξη προς την Ουκρανία έσπευσαν άμεσα να ταχθούν υπέρ της βοήθειας του Ισραήλ. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, άμεσα, υποσχέθηκε στο Ισραήλ μια «σταθερή υποστήριξη» και οι αρμόδιοι αξιωματούχοι υπογράμμισαν πως οι ΗΠΑ θα διασφαλίσουν πως το Ισραήλ διαθέτει ό,τι χρειάζεται για τον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία». Επίσης ανακοίνωσε πως αναπτύσσει πλοία και αεροσκάφη κοντά στο Ισραήλ.
Η Ουάσιγκτον παραδοσιακά προσέφερε την μεγαλύτερη υποστήριξη στο Ισραήλ, όμως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία η ροή όπλων μετατοπίστηκε από τη Μέση Ανατολή στο Κίεβο. Μάλιστα πληροφορίες ανέφεραν πως οι ΗΠΑ αντλούσαν ένα μεγάλο ποσοστό βλημάτων πυροβολικού και άλλων πυρομαχικών που παρείχαν στο Κίεβο από ένα τεράστιο απόθεμα που διέθεταν εντός του Ισραήλ.
Η αμερικανική ηγεσία θα πρέπει να αποφασίσει τους πόρους που θα τοποθετηθούν στην περιοχή για να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε μια ταχέως κλιμακούμενη κατάσταση, που εν δυνάμει θα μπορούσε να αποτελεί απειλή και για το εσωτερικό της χώρας, καθώς η Χαμάς διαμήνυσε πως «η εμπλοκή των ΗΠΑ ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου».
Σφοδρό χτύπημα στη στρατηγική της περιφερειακής ολοκλήρωσης
Ο Αμερικανός Πρόεδρος και τα στελέχη της κυβέρνησής του «πόνταραν» σε μια εξομάλυνση των σχέσεων στη Μέση Ανατολή, ώστε να μπορέσουν να επικεντρωθούν στον ανταγωνισμό με την Κίνα και στον πόλεμο της Ουκρανίας. Σε αυτό το πλαίσιο επιχείρησαν να βοηθήσουν το Ισραήλ να οικοδομήσει διπλωματικούς και οικονομικούς δεσμούς με αραβικά κράτη, τα οποία στο παρελθόν υπήρξαν εξαιρετικά εχθρικά. Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε δοθεί στις προσπάθειες μιας ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας, που εκτός των άλλων θα ενίσχυε τους δεσμούς με το Ριάντ, τη στιγμή που αυτό φαίνεται να στρέφεται προς το μπλοκ της Ρωσίας και της Κίνας.
Στο ίδιο πλαίσιο, ως ένδειξη «καλών προθέσεων» η Ουάσιγκτον προσπάθησε να κρατήσει ισορροπίες σε κρίσιμες στιγμές. Έφτασε στο σημείο να επικρίνει το Ισραήλ για τους εποικισμούς στη Δυτική Όχθη, χαρακτηρίζοντας μάλιστα ακόμη και «τρομοκρατική» τις επιθέσεις ισραηλινών εποίκων σε Παλαιστίνιους. Η ομάδα Μπάιντεν χαρακτήριζε αυτές τις κινήσεις ως στρατηγική περιφερειακής «ολοκλήρωσης». Όμως τα αμερικανικά σχέδια φαίνεται πως καταρρέουν με το ξέσπασμα του νέου πολέμου του Ισραήλ με τους Παλαιστίνιους, ο οποίος θα μπορούσε να λάβει ευρύτερες διαστάσεις, διαλύοντας τις ήδη εύθραυστες ισορροπίες στην περιοχή.
«Γεράκια» στην Ουάσιγκτον βλέπουν την Τεχεράνη ως ενορχηστρωτή της επίθεσης, ενώ από την πλευρά της η Χαμάς μετά την επίθεση απηύθυνε κάλεσμα σε όλους τους Παλαιστίνιους, αλλά και τους Άραβες συμμάχους, και κυρίως τα ένοπλα κινήματα, στο μέτωπο κατά του Ισραήλ. Το Ιράν, που εκτός της χρηματικής βοήθειας, παρέχει και σημαντική στρατιωτική και πολιτική υποστήριξη στη Χαμάς, δεν έκρυψε την υποστήριξη του στην επίθεση της Χαμάς. Εξάλλου η Τεχεράνη είναι ο πιο φανατικός πολέμιος του Ισραήλ, υποστηρίζοντας την τελική του καταστροφή.
Η Χαμάς έχει επίσης κατά καιρούς λάβει υποστήριξη από χώρες όπως η Τουρκία, το Κατάρ, αλλά και άλλα κράτη του Αραβικού Συνδέσμου, ενώ στον άξονα αντίστασης κατά του Ισραήλ εντάσσονται και ένοπλα κινήματα όπως οι Χούτι στην Υεμένη, η Χεζμπολάχ στο Λίβανο, αλλά και πολλές ιρακινές και συριακές οργανώσεις.
«Είναι σαφές ότι η σύγκρουση έχει “δικαιούχος” εκτός της Χαμάς» και η αδυναμία που έδειξαν οι υπηρεσίες ασφαλείας του Ισραήλ να αποτρέψουν την επίθεση της Χαμάς «δεν περνάει αδιάφορη από τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο και τις ένοπλες ομάδες στη Συρία», σχολίασε ο Guardian σε ανάλυσή του.
Στον αντίποδα, στέλνοντας το δικό τους μήνυμα, ο Τζο Μπάιντεν και ο Μπενιαμίν Νετανιάχου προειδοποίησαν «οποιοδήποτε εχθρό του Ισραήλ που θα επιδιώξει να επωφεληθεί από την κατάσταση». «Η επέκταση της μάχης κατά του Ισραήλ θα αντιμετωπιστεί με μια ιδιαίτερα σκληρή απάντηση, συμπεριλαμβανομένων αποφασιστικών και θανατηφόρων ενεργειών», δήλωσε Ισραηλινός αξιωματούχος.
Στο παρασκήνιο, σύμφωνα με το Politico που επικαλείται Αμερικανό αξιωματούχο, τα τηλέφωνα έχουν πάρει «φωτιά», καθώς συνεργάτες του Μπάιντεν προσεγγίζουν «οποιοδήποτε έχει επιρροή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο» για να αποτραπεί μια κλιμάκωση. Σε πρώτη φάση, η Σαουδική Αραβία και άλλα κρίσιμα για τα αμερικανικά συμφέροντα αραβικά κράτη, εξέδωσαν ανακοινώσεις που «έγερναν» υπέρ των Παλαιστινίων, ενώ Τουρκία, Ρωσία και Κίνα προκρίνουν ως λύση για τον τερματισμό των συγκρούσεων την ίδρυση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.