Στις ΗΠΑ πληθαίνουν οι φωνές που εκφράζουν προβληματισμό και επιφυλάξεις σχετικά με τη συνέχιση της υποστήριξης στην Ουκρανία. Οι ΗΠΑ έχουν εγκρίνει ήδη στρατιωτική βοήθεια που ξεπερνάει τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια και ο λογαριασμός διαρκώς αυξάνεται με νέα πακέτα.
Ενόψει και των προεδρικών εκλογών του 2024 η κριτική στην κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν για το οικονομικό και πολιτικό κεφάλαιο που δαπανάται ενισχύεται, με το στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων να ζητάει εξηγήσεις για τα χρήματα που έχουν ήδη δαπανηθεί, αλλά και για τον σχεδιασμό των επόμενων κινήσεων.
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι κατά τη νέα επίσκεψή του στις ΗΠΑ εξασφάλισε ένα νέο στρατιωτικό πακέτο για την ενίσχυση των ουκρανικών δυνάμεων που μάχονται εναντίον του ρωσικού στρατού. Ωστόσο και ο ίδιος αντιλήφθηκε πως το κλίμα έχει διαφοροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν.
Ενστάσεις για τις δαπάνες στον προϋπολογισμό
Μπορεί ο Λευκός Οίκος να συνεχίζει χωρίς ενδοιασμούς την υποστήριξη του Κιέβου, όμως στο Κογκρέσο (Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων), από ένα διόλου ασήμαντο μπλοκ Ρεπουμπλικάνων, εκφράζονται σοβαρές ενστάσεις όχι μόνο για το κόστος και τον τρόπο ένταξης της βοήθειας στον προϋπολογισμό του Πενταγώνου, αλλά και για την εν γένει στρατηγική. Το θέμα αποτελεί ένα από τα αγκάθια για τη ψήφιση του προϋπολογισμού με την αντιπαράθεση να θέτει σε κίνδυνο ακόμη και την ομαλή λειτουργία των υπηρεσιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Η γενική αντίληψη μιας μερίδας των επικριτών θα μπορούσε να συνοψιστεί στις πρόσφατες δηλώσεις του υποψήφιου για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων στις προεδρικές εκλογές, Ρον Ντε Σάντις: «Η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ. Το μόνο που θα έκανε θα ήταν να μας προσθέσει περισσότερες υποχρεώσεις, οπότε αν προσθέτεις περισσότερες υποχρεώσεις, τότε ποια είναι τα οφέλη που θα έχουμε σε αντάλλαγμα;»
Οι ΗΠΑ, είπε, δεν θα πρέπει να δώσουν «λευκή επιταγή» στην Ουκρανία και δεσμεύτηκε πως εάν εκλεγεί Πρόεδρος η βοήθεια που θα παρείχε «θα ήταν και μια μόχλευση για το τέλος του πολέμου». Τα χρήματα που δαπανώνται για την Ουκρανία, σημείωσε, θα ήταν καλύτερα να δαπανηθούν για την καταπολέμηση της επιρροής της Κίνας στον Ινδο-Ειρηνικό, που θεωρεί πως είναι μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ουάσινγκτον σε σχέση με τη ρωσική απειλή για την Ευρώπη.
Στον αντίποδα, οι υποστηρικτές της συνέχισης της υποστήριξης στην Ουκρανία, μεταξύ αυτών και ένα μέρος των Ρεπουμπλικάνων, υπογραμμίζει πως δεν πρόκειται για «φιλανθρωπία», αλλά για μια «επένδυση» που προωθεί άμεσα τα αμερικανικά συμφέροντα. Σχετικά με τον «κίνδυνο» της Κίνας, υπογραμμίζουν πως μέσω του πολέμου επιτυγχάνεται και η υποβάθμιση της στρατιωτικής ισχύος της Ρωσίας που βοηθά στην αποτροπή του πρωταρχικού – σε αυτή τη φάση – «στρατηγικού αντιπάλου».
Ένας γρίφος γεωπολιτικής στρατηγικής
Στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωπες με έναν γρίφο γεωπολιτικής στρατηγικής: Από τη μία πρέπει να διαχειριστούν τις οικονομικές πιέσεις και την αμφισβήτηση της στρατιωτικής ισχύος τους, διατηρώντας παράλληλα την ηγεσία και την επιρροή στον κόσμο. «Μετά από μια μακρά εποχή αδιαμφισβήτητης παγκόσμιας υπεροχής, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να βρουν πώς μπορούν να συνεχίσουν να ηγούνται με λιγότερα από τα εργαλεία ηγεμονίας από αυτά που είχαν κάποτε στη διάθεσή τους», υπογραμμίζεται σε δημοσίευμα του Foreign Policy.
Η Ουάσιγκτον χρειάζεται πλέον μια πιο ευέλικτη προσέγγιση για την αντιμετώπιση προκλήσεων που δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίσει μόνη της. «Θα πρέπει το πολιτικό κεφάλαιο να ξοδεύεται με σύνεση – πάνω απ ‘όλα, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα λάθη που μειώνουν την ισχύ των ΗΠΑ χωρίς κανένα όφελος για τους Αμερικανούς», σημειώνεται στο δημοσίευμα που αντανακλά το διχαστικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί στις ΗΠΑ, η κλιμακούμενη μάχη για τον προϋπολογισμό.
Κάποτε οι ΗΠΑ διέθεταν τέτοια δύναμη και χρήματα που η σπατάλη και η λανθασμένη κατεύθυνση των δημοσιονομικών πόρων μπορούσε να κρυφτεί κάτω από το χαλί. Και εν τέλει λίγο απασχολούσε σε μια εποχή ευημερίας. Όμως τα παγκόσμια δεδομένα έχουν αλλάξει, ο ρόλος του «πλανητάρχη» έχει υποβαθμιστεί σε μια πολυπολική παγκόσμια σκηνή, υψηλού ανταγωνισμού, και οι διεκδικητές της διεθνούς επιρροής μπορούν να χαμογελούν με τον διχασμό των ΗΠΑ, που, κατά τους ίδιους, επιβεβαιώνει την παρακμή της «αυτοκρατορίας».
Το «τσίρκο» έχει κόστος – Οι ΗΠΑ χάνουν δύναμη
To δημοσίευμα του Foreign Policy, συνοψίζοντας το «τσίρκο», όπως το χαρακτηρίζει, του προϋπολογισμού, παρουσιάζει ως βασικούς παράγοντες το διαλυμένο σύστημα χρηματοδότησης προεκλογικών εκστρατειών, όπου τα κεφάλαια των ιδιωτών (μεγάλων ή μικρών δωρητών) καθορίζουν τα πολιτικά αποτελέσματα και διαμορφώνουν θέσεις και αποφάσεις, και ασφαλώς την υποστήριξη της Ουκρανίας, ένα από τα βασικότερα ζητήματα του διχασμού στο Κογκρέσο.
Υπογραμμίζοντας πως τέτοιου τύπου αντιπαραθέσεις αποδυναμώνουν την παγκόσμια θέση και την επιρροή των ΗΠΑ, το αμερικανικό μέσο υπογραμμίζει πως η χώρα έχει απωλέσει μέρος της παγκόσμιας δύναμής της και τέτοιοι διχασμοί ενισχύουν αυτή την τάση. «Οι ΗΠΑ παραμένουν η πιο ισχυρή χώρα στον κόσμο, αλλά αυτή η πραγματικότητα επιταχύνει τη στρατηγική τύφλωση εάν οι ηγέτες δεν μπορούν να αναγνωρίζουν πως σε έναν περίπλοκο κόσμο, η χώρα είναι μια μικρότερη παγκόσμια δύναμη από ό,τι ήταν κάποτε. Τα μη εξαναγκασμένα σφάλματα την κάνουν ακόμη μικρότερη».