Η Χαμάς σε λιγότερο από 24 ώρες κατάφερε να αναζωπυρώσει το Μεσανατολικό και να ταπεινώσει τον στρατό του Ισραήλ με τις πολύνεκρες επιθέσεις που εξαπέλυσε, αφού δολοφόνησε πλήθος κόσμου και πολλοί πολίτες πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
Έτσι, ο Νετανιάχου ενεργοποίησε το άρθρο 40 μετά από 50 χρόνια και το «κράτος του Δαβίδ» βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου, ενώ ετοιμάζεται να απαντήσει στο πλήγμα που δέχθηκε, το οποίο χαρακτηρίζεται ως μια νέα «11η Σεπτεμβρίου».
Ποια είναι όμως η ένοπλη παλαιστινιακή οργάνωση, η οποία μέχρι τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου φάνταζε ως ο ακραίος παράγοντας της περιοχής, που βρίσκονταν υπό έλεγχο;
Η άνοδος στην εξουσία
Λίγο μετά την πρώτη Ιντιφάντα -πόλεμος για ανεξαρτησία της Παλαιστίνης- του 1987, ο ιμάμης Sheikh Ahmed Yasin και ο βοηθός του Abdul Aziz al-Rantissi ιδρύουν στη Γάζα το κίνημα της Χαμάς, με το όνομα να σημαίνει Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης.
Είναι ένα παρακλάδι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο και σύμφωνα με το Al Jazeera, η οργάνωση τότε δημιουργεί τις ένοπλες Ταξιαρχίες Izz al-Din al-Qassam και κυρίως παρέχει προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας σε Παλαιστίνιους θύματα του πολέμου και της ισραηλινής κατοχής.
Σιγά-σιγά αποκτά την εύνοια των Παλαιστινίων και το 2007 κερδίσει τις εκλογές στη Λωρίδα της Γάζας και οδηγεί σε εμφύλιο την Παλαιστίνη, καθώς δεν αναγνωρίζει την Παλαιστινιακή Αρχή και την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης.
Τότε, το Ισραήλ εκμεταλλεύεται την κατάσταση και επιβάλλει εναέριο, θαλάσσιο και χερσαίο αποκλεισμό στην περιοχή, ο οποίος παραμένει μέχρι και σήμερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, πολλοί να αποκαλούν ένα σύγχρονο «στρατόπεδο συγκέντρωσης» τη Λωρίδα της Γάζας.
Οι σύμμαχοι και οι στόχοι της Χαμάς
Η Χαμάς στηρίζεται από το Ιράν, τη Συρία και την Χεζμπολάχ που δραστηριοποιείται στον Λίβανο, ενώ έχει σχέσεις με την Ισλαμική Τζιχάντ, τη δεύτερη μεγαλύτερη ένοπλη ομάδα στην Παλαιστίνη, αναφέρει το πρακτορείο Reuters.
Επίσης, δεν αναγνωρίζει το κράτος του Ισραήλ και ζητάει την δημιουργία ενός Παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967. Ακόμη, αντιτίθεται βίαια στις ειρηνευτικές συμφωνίες του Όσλο που διαπραγματεύτηκε το Ισραήλ και η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Από τη στιγμή που ανεβαίνει στην εξουσία το 2007, εξαπολύει μέχρι και σήμερα βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας, με στόχους πολίτες του Ισραήλ. Μάλιστα, την προηγούμενη δεκαετία είχε προκαλέσει την αντίδραση των Παλαιστινίων και κατηγορήθηκε ότι δολοφονούσε κόσμο για να μείνει στην εξουσία και όχι για να απελευθερώσει την Παλαιστίνη.
Ωστόσο, με το εμπάργκο που παραμένει στη Λωρίδα της Γάζας και με την άνοδο του φονταμελισμού στον μουσουλμανικό κόσμο, κατάφερε να κερδίσει υποστηρικές και να αποτελέσει λύση στα μάτια των Παλαιστινίων.
Ο ρόλος του Ισραήλ
Το Ισραήλ από το 2007 βρέθηκε στη κυρίαρχη θέση να ορίζει τις εξελίξεις στο Μεσανατολικό, καθώς ήταν η μόνη δύναμη με στρατιωτική ισχύ που μπορούσε να επιβληθεί.
Αναλυτές όμως, υποστηρίζουν ότι επαναπαύτηκε στις δάφνες του και πως η πολιτική ηγεσία χρησιμοποίησε την άνοδο των ισλαμιστικών οργανώσεων στην Παλαιστίνη για δικό της όφελος. Χαρακτηριστικά, ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο Ισραήλ Martin Indyk χαρακτήρισε ως «ύβρι» την στάση, τονίζοντας ότι το «κράτος του Δαβίδ» επαναπαύθηκε στο μύθο πως είναι άτρωτο.
Επιπλέον, ο Guardian αναφέρει πως το Ισραήλ έδωσε χώρο σε οργανώσεις όπως η Χαμάς να αναπτυχθούν, γιατί αντί να βρει τρόπους για ειρηνική λύση, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την βία. Μάλιστα, ως παράδειγμα έφερε την μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση του Ισραήλ στη Δυτική Όχθη που έγινε τον Ιούλιο στον προσφυγικό καταυλισμό Παλαιστινίων στην Τζενίν.
Εκεί σκοτώθηκε πλήθος κόσμου με πρόσχημα ότι αναζητούνταν τρομοκράτες, ενώ υπήρξαν περιπτώσεις όπου Ισραηλινοί πολίτες κυνήγησαν και σκότωσαν Παλαιστίνιους, ώστε να τους πάρουν τα σπίτια και να εποικίσουν την περιοχή.
Σύμφωνα με αναλυτές και τον Τύπο του εξωτερικού, αυτές οι κινήσεις από τον κυρίαρχο παράγοντα του Μεσανατολικού -που ήταν το Ισραήλ-, έδωσαν χώρο σε ακραίες οργανώσεις να αναπτυχθούν -όπως η Χαμάς- και να φαντάζουν ως ήρωες και αγωνιστές στα μάτια ατόμων που δεν έχουν κάποιο μέλλον για να ευελπιστούν.