Και ξαφνικά, κάθε φορά που έρχεται η ώρα της δίκης ενός θύματος σεξουαλικής ή σωματικής βίας και κακοποίησης –και αυτές οι δίκες είναι πια πολλές- κάτι πολύ διαφορετικό συμβαίνει μέσα και έξω από τα δικαστήρια. Τα media είναι σταθερά εκεί. Οι γυναικείες οργανώσεις είναι πάντα παρούσες όπως και η Σοφία Μπεκατώρου, η γυναίκα που έδωσε σάρκα και οστά στο ελληνικό #metoo.
Παρόντα είναι και άλλα θύματα των οποίων οι υποθέσεις βρίσκονται στα δικαστήρια.
Μαζί τους και οι γονείς παιδιών που έχασαν τη ζωή τους από τον βάναυσο μηχανισμό της βίας. Το βλέπουμε στη δίκη της Έλενης Τοπαλούδη ή στη δίκη του Ζακ Κωστόπουλου. Εκεί δίνουν το παρόν η Αλεξάνδρα Ψαράκου (μητέρα της δολοφονημένης Γαρυφαλλιάς), η μητέρα του Ζακ (Ελένη Κωστοπούλου), η Μάγδα Φύσσα και η μητέρα της δολοφονημένης Ερατώς (Ελένη Κρεμασιώτη). Οι γονείς πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και οι δυνατές εικόνες που προκύπτουν από αυτές τις συγκλονιστικές στιγμές αλλάζουν θέλοντας και μη την αντίληψη της κοινωνίας απέναντι σε αυτό το ζήτημα.
Κάπως έτσι, οι διαμαρτυρίες σταμάτησαν πια να προσλαμβάνονται από το κοινό ως «γραφικές» ενώ παράλληλα άρχισε να πέφτει φως στις ψυχοφθόρες και μακρόσυρτες διαδικασίες που βιώνουν αυτά τα θύματα από αστυνομικής και δικαστικής άποψης.
Πως βοηθάει όμως στην ουσία τα θύματα αυτός ο ακτιβισμός αλλά και ο συμβολισμός που παίρνουν οι δίκες και τι αλλάζει επί της ουσίας στην αντίληψη της κοινωνίας; Ρωτήσαμε τις ίδιες τις γυναίκες να μας το απαντήσουν.
Η ιστορία της Μαριλένας
Η υπόθεση της Μαριλένας Βενέτη σόκαρε το κοινό όταν δημοσιοποιήθηκε πριν από ένα μήνα. Τον Νοέμβριο του 2020, η Μαριλένα, φοιτήτρια Νομικής, δέχθηκε μια γροθιά στο πρόσωπο από συγγενικό της πρόσωπο με αποτέλεσμα να μαυρίσει το μάτι της. Τον Ιούλιο του 2021, ενώ οι επιθέσεις που δεχόταν από τον συγγενή της συνεχίζονταν, η νεαρή κοπέλα βίωσε την απειλή ενάντια στην ζωή της, με μια καραμπίνα στραμμένη πάνω της, από τον ίδιο άνθρωπο.
Όλα ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 2020 όταν η κοπέλα μετακόμισε στο Χαϊδάρι στο διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας όπου συνιδιοκτήτες είναι η οικογένεια της και η άλλη, στενών συγγενών της, οι οποίοι ζουν στα διαμερίσματα εδώ και μια εικοσαετία.
Η Μαριλένα μας εξιστορεί τα γεγονότα: «Από την πρώτη μέρα που εμφανίστηκα στην πολυκατοικία μου είπαν: “ο χώρος είναι ιδιοκτησία μας”. Λίγο καιρό αργότερα ήρθαν και οι προτάσεις να τους πουλήσω το διαμέρισμα. Αρνήθηκα και ας δυσκολευόμαστε οικονομικά στην οικογένεια μου.
Τότε, ξεκίνησε μια κλιμακούμενη επιθετική συμπεριφορά. Έδιωχναν τους μάστορες που έρχονταν να κάνουν δουλειές και τους φίλους μου, άρχισαν να μου τρυπούν τους σωλήνες νερού, να κόβουν μπαλαντέζες, να μου καταστρέφουν τα λουλούδια και τις κατασκευές που έκανα στον κήπο. Μια μέρα, αυτός ο συγγενής εκτόξευσε εναντίον μου όλες τις χυδαίες βρισιές που μπορεί να ακούσει μια γυναίκα και τότε έφτασε η στιγμή που με άρπαξε δυνατά από τον λαιμό, με έσφιξε και τελικά μου έριξε μια μπουνιά στο πρόσωπο. Η γυναίκα του ενός υιού του ήταν που με έσωσε, τραβώντας με από τα χέρια του. Φυγαδεύοντας με μού είπε : “δεν σου έχω πει ότι είναι επικίνδυνος και ότι δεν πρέπει να τον πλησιάζεις;’’ Ήρθε η μητέρα μου, ήρθε και η αστυνομία και πήγαμε όλοι μαζί στο τμήμα».
Η απογοήτευση από την συμπεριφορά των Αρχών
Σε αυτό το σημείο, έρχεται η πρώτη απογοήτευση για την Μαριλένα. Όπως μας λέει: «στο τμήμα, μια γυναίκα αστυνομικός με προέτρεψε να μην κάνω μήνυση γιατί θα έπρεπε να συλληφθούμε όλοι και να οδηγηθούμε στα κρατητήρια, άρα καλύτερα να το αποφύγω. Το βράδυ της ίδιας μέρας, οι φίλοι μου με πείθουν πως είναι σημαντικό να κάνω καταγγελία.
Άλλη μια μέρα μετά, πήγα με το μαυρισμένο μάτι στην Ιατροδικαστική υπηρεσία Αθηνών. Εκεί, πέντε γυναίκες περίμεναν μαζί μου. Όλες σακατεμένες στο ξύλο, οι περισσότερες από τον άντρα τους, οι πιο πολλές Ελληνίδες. Μερικές ήταν με τα παιδιά τους.
Η εμπειρία στην ιατροδικαστική υπηρεσία δεν ήταν καλή. Είχα ακόμη δαχτυλιές στο λαιμό μου αλλά η ιατροδικαστής δεν τις σημείωσε παρ’ ότι ήταν ακόμα ορατές».
Χωρίς προηγούμενη εμπειρία σε τέτοια ζητήματα, η Μαριλένα υπακούει αρχικά σε ο, τι της λένε αστυνομία και ιατροδικαστές. Ευτυχώς όμως για την ίδια, τη ίδια στιγμή ξεκίνησε να απλώνεται γύρω της ένα δίχτυ αλληλεγγύης. Όπως περιγράφει η ίδια: «Ανεβάζοντας στο facebook την φωτογραφία με το μαυρισμένο μάτι ευαισθητοποιήθηκε ο δικηγόρος Άγγελος Ποταμίας και ανέλαβε να με εκπροσωπήσει. Ξεκινήσαμε με ασφαλιστικά μέτρα αλλά εκείνοι με απείλησαν να αποσύρω τη μήνυση και τα ασφαλιστικά μέτρα. Στο τέλος, ο ένας γιος του κακοποιητή έφτασε να χτυπήσει τον πατέρα μου, ο οποίος είναι ΑΜΕΑ.
Στο συμβάν που ο συγγενής μου με απείλησε με όπλο, ήρθε πάλι η αστυνομία και επί μιάμιση ώρα εκείνος δεν άνοιγε την πόρτα. Όταν τελικά την άνοιξε, βρήκαν την καραμπίνα δίπλα ακριβώς από την πόρτα του, μαζί με έξι φυσίγγια. Για την συγκεκριμένη υπόθεση προθυμοποιήθηκε να με εκπροσωπήσει ο δικηγόρος Θανάσης Καμπαγιάννης.
Η αδιαφορία όμως της αστυνομίας συνεχίστηκε. Κανείς τους δεν επέπληξε ποτέ τους ανθρώπους που μου επιτίθονταν. Οι αστυνομικοί κάνουν καταγραφή συμβάντος, σημειώνουν “επεισόδιο” και φεύγουν. Εντωμεταξύ, έχω δεχθεί πάνω από 20 μηνύσεις από την άλλη πλευρά. Έχουν εργαλειοποιήσει αυτή την επιλογή. Γιατί να το επιτρέπει το σύστημα; Γιατί να μην εξετάζει τα γεγονότα; Η δικαστής στην τελευταία δίκη ήταν απαράδεκτη. Ήθελε να την …ξεπετάξουμε για να πάει σπίτι της όπως είπε η ίδια».
Και γιατί δεν έφυγε ως τώρα η Μαριλένα από το σπίτι; Όπως απαντά η ίδια: «Γιατί είχα επενδύσει. Γιατί είδα τους γονείς μου να κοπιάζουν για να έχω ένα σπίτι να μείνω. Τώρα όμως, μετά από τόση κούραση το σκέφτομαι έντονα να φύγω. Είναι τόσο τοξικό αυτό το σύστημα, έχει πάνω του όλα αυτά τα προβληματικά κομμάτια της κοινωνίας που την χαρακτηρίζουν – την πατριαρχία, τον σεξισμό, την τυφλή επιθετικότητα, που κοστίζει στην ψυχική μου υγεία».
Η μεγάλη δύναμη που παίρνει η Μαριλένα από την αλληλεγγύη των γυναικών
Μέσα σε αυτή τη ζοφερή κατάσταση, η Μαριλένα λέει ότι κάτι έχει πια αλλάξει στον τρόπο αντιμετώπισης των θυμάτων. Όπως εξηγεί: «Όταν δημοσιοποίησα την φωτογραφία με το μαυρισμένο μάτι με προσέγγισαν αμέσως οι οργανώσεις των γυναικών. Μιλήσαμε από κοντά, κοινοποίησαν την ιστορία μου παντού και έκαναν καλέσματα αλληλεγγύης έξω από τα δικαστήρια.
Επίσης, μου πρότειναν τρόπους για να με βοηθήσουν νομικά και οικονομικά. Μου δημιούργησαν ένα ολόκληρο πλαίσιο υποστήριξης που δεν μου προσέφερε το κράτος. Όσες φορές απευθύνθηκα σε δημόσιους φορείς για ψυχολογική υποστήριξη, είτε δεν σήκωναν ποτέ τα τηλέφωνα, είτε το ραντεβού κλεινόταν για μήνες μετά.
Οι αλληλέγγυες γυναίκες με βοήθησαν να αρχίσω διαδικτυακές συνεδρίες με ψυχολόγο. Γνώρισα την Σοφία Μπεκατώρου στην δίκη της Αρετής Παλιού και μου είπε πολύ ευγενικά πως αν χρειάζομαι κάτι, ακόμα και στο εργασιακό κομμάτι, να μην διστάσω να της το πω. Η παρουσία όλων αυτών των γυναικών, μας κάνει να αισθανόμαστε ότι δεν είμαστε μόνες. Θα κάτσουν μαζί μας στις αίθουσες, θα μας κρατάνε το χέρι, θα έχουν συχνή επικοινωνία μαζί μας. Είναι δίπλα μου την ώρα που εγώ καταρρέω μέσα στη δικαστική αίθουσα σε αυτή τη ψυχοφθόρα διαδικασία. Με κάνουν να νιώθω πως ο κόσμος μας δεν είναι μαύρος. Με κάνουν να μη χάνω την πίστη μου στους ανθρώπους.
Και παράλληλα, συμβαίνει και το εξής: γυναίκες που έχουμε υποστεί βία κοινοποιούμε η μία την ιστορία της άλλης και συναντιόμαστε.
»Όσο πιο πολλές καταγγελίες κάνουμε, όσο πιο ανοιχτά μιλάμε για τις κακοποιήσεις που δεχόμαστε, τόσο περισσότερο θα βοηθάμε να αλλάξει το σύστημα της δικαιοσύνης. Πλέον είναι και οι δικαστές πιο ευαισθητοποιημένοι, και η δικονομική διαδικασία έχει πάψει να κωλυσιεργεί όπως συνέβαινε παλαιότερα. Έχουμε αρκετό δρόμο μπροστά μας, αλλά η αρχή έγινε».
Η ιστορία της Αρετής
Την ιστορία της Αρετής Παληού, την διηγήθηκε η ίδια πριν από κάποιο καιρό στο Newsbeast, με όλες της τις λεπτομέρειες. Συνοπτικά, η υπόθεση έχει ως εξής: γνωστός δικηγόρος της Αθήνας, ο οποίος τότε ήταν 56 ετών και παντρεμένος, διέρρευσε στο διαδίκτυο προσωπικό υλικό της Αρετής αφού πρώτα την είχε αποπλανήσει και κακοποιήσει μαζί με μια συγγενή της. Η αποκάλυψη της Αρετής προκάλεσε ντόμινο εξελίξεων αφού άλλα δύο κορίτσια (αδελφές) δήλωσαν πως ο δικηγόρος τις είχε κακοποιήσει και εκείνες όταν ήταν αντίστοιχα 9 και 11 ετών.
Σε αυτή τη φάση, η Αρετή βρίσκεται στο στάδιο που η δίκη έχει ξεκινήσει ξανά. Η Αρετή μας μίλησε για αυτή την επίπονη διαδικασία. «Η κατάσταση στη δικαστική αίθουσα είναι πολύ δύσκολη. Ουσιαστικά κατηγορούμαι ότι εγώ τον αποπλάνησα όταν ήμουν 14 ετών. Ο ίδιος κατέθεσε ότι σωματικά και διανοητικά ήμουν γυναίκα, πράγμα που έκανε μέχρι και την πρόεδρο να του πει “μα ήταν παιδί!”. Είναι αδιανόητο ο κακοποιητής μου να είναι συνήγορος του εαυτού του. Είναι αδιανόητο να τον έχω στο ένα μέτρο δίπλα μου και να οφείλω να απαντάω στις ερωτήσεις του. Είναι αδιανόητο να κατηγορείται από τρία ανήλικα τότε παιδιά για ασέλγεια κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή, και να είναι ακόμη ενεργός δικηγόρος».
Όσο για την υποστήριξη που και η ίδια βιώνει κάθε φορά που έρχεται μια δίκη, η Αρετή σημειώνει πως δεν πρόκειται για ένα καινούριο φαινόμενο, απλώς επιτέλους η κοινωνία ευαισθητοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Όπως σημειώνει η ίδια: «Από τότε που έγινε γνωστή η ιστορία μου, έχω πάντα δίπλα μου στις δίκες το Μωβ και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας και έτσι είναι που τα καταφέρνω να παρίσταμαι στις δίκες. Μέχρι πρόσφατα πήγαινα μόνο όταν έπρεπε να καταθέσω. Οι άνθρωποι αυτοί σε πείθουν ότι μπορείς να αντέξεις και έτσι, αντέχεις. Άλλωστε, το #metoo μας έχει ενώσει όλες. Τα media ασχολούνται με τα θύματα και τους δίνουν βήμα. Και όταν γνωρίζεις αλλά θύματα, δε σε νοιάζει καν να ξέρεις τι έχουν περάσει. Τους κάνεις απλά μια αυθόρμητη αγκαλιά που σημαίνει “σε πιστεύω“».
Τι λέει για το θέμα η εκπρόσωπος μιας γυναικείας οργάνωσης
Η Σίσσυ Βωβού, μια από τις πιο παλιές και γνωστές φεμινίστριες στην Ελλάδα, μέλος της ομάδας «Το Μωβ» έδωσε στο Newsbeast τη δική της άποψη για αυτό που έχει αλλάξει στον τρόπο που προσλαμβάνουμε τις υποθέσεις βίας.
Όπως μας λέει η ίδια: «Η αλληλεγγύη μας απέναντι στα θύματα, υφίσταται εδώ και 30 χρόνια, δεν είναι κάτι τωρινό. Βοηθούσαμε από τότε στην ψυχολογική υποστήριξη των θυμάτων και στη νομική τους εκπροσώπηση. Αυτές οι χρόνιες κινήσεις έβαλαν λοιπόν το λιθαράκι τους. Τα τελευταία χρόνια, οι δράσεις μαζικοποιήθηκαν και μπήκαν πολλές νέες γυναίκες στον χορό της αλληλεγγύης. Και εκεί που έξω από τα δικαστήρια ήμασταν 15 άτομα ξαφνικά γίναμε 150.
Τα πράγματα άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό με την δίκη της Ελένης Τοπαλούδη. Αυτοί οι γονείς έκαναν μια πολύ δυνατή δουλειά και αφιερώθηκαν όχι απλώς στο θάνατο του παιδιού τους αλλά στο να μην ξανασυμβεί αυτό σε καμία κοπέλα. Η στάση και η μαχητικότητα τους είναι καταπληκτική και συνεχίζεται αμείωτη.
Και μετά από την υπόθεση της Τοπαλούδη ήρθε και αυτή της Σοφίας Μπεκατώρου. Εκεί η κοινωνία ταράχθηκε ακόμα περισσότερο. Παράλληλα, άλλαξε και η στάση των δημοσιογράφων απέναντι σε αυτές τις υποθέσεις. Το ‘τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε’ άρχισε να εξαλείφεται και να στηλιτεύεται.
Η κοινωνία κατάλαβε ότι οι κακοποιητές και οι δολοφόνοι είναι προϊόντα μιας μακροχρόνιας κατάστασης ενδοοικογενειακής βίας στη χώρα μας. Για να επανέλθω στη Σοφία Μπεκατώρου, η παρουσία της στις δίκες έχει παίξει τεράστιο ρόλο ενώ η ίδια βοήθησε και την Αμαλία που κακοποιήθηκε από τον προπονητή της, να δημοσιοποιήσει την ιστορία της.
Πια, ο κάθε προπονητής θα σκέφτεται δέκα φορές πριν κάνει κάτι αντίστοιχο. Και την ίδια στιγμή, όλα αυτά έχουν κινητοποιήσει και τους δικαστές- οι δράστες οδηγούνται πολύ πιο γρήγορα στη φυλακή. Όσο για τα θύματα, μας τηλεφωνούν πια και μας λένε: “έχω δίκη- ελάτε, γράψτε για αυτό”. Νιώθουν ότι δεν είναι μόνες. Είναι αυτό ακριβώς που δεν έχει σταματήσει να λέει η Μπεκατώρου: “ποτέ καμία μόνη”. Αυτό λοιπόν έγινε πράξη».
*Διαβάστε εδώ τη μεγάλη συνέντευξη που παραχώρησε ο Γιάννης Τοπαλούδης στο Newsbeast