Το προσδόκιμο της ζωής των γυναικών στα 50 τους έχει αυξηθεί, αλλά το χάσμα μεταξύ γυναικών στις φτωχές και στις πλούσιες χώρες διευρύνεται και μπορεί να διευρυνθεί περαιτέρω χωρίς την καλύτερη διάγνωση και θεραπεία των καρδιαγγειακών νοσημάτων και του καρκίνου, ανακοίνωσε σήμερα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ).
Μελέτη του Π.Ο.Υ, μία από τις πρώτες που αναλύει τα αίτια θανάτου μεγαλύτερων γυναικών, διαπίστωσε ότι στις πλουσιότερες χώρες το ποσοστό των θανάτων που οφείλεται σε μη μεταδιδόμενες ασθένειες έχει μειωθεί δραματικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ειδικά από καρκίνους του στομάχου, του παχέος εντέρου, του μαστού και του τραχήλου της μήτρας, μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Επίσης, οι γυναίκες άνω των 50 ετών σε χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα ζουν περισσότερα χρόνια, αλλά πεθαίνουν σε μικρότερη ηλικία, σε σχέση με εκείνες σε πλούσιες χώρες, από χρόνιες παθήσεις περιλαμβανομένου του διαβήτη, σύμφωνα με την ίδια πηγή.
«Το χάσμα ως προς το προσδόκιμο ζωής ανάμεσα σε αυτή την κατηγορία γυναικών σε πλούσιες και φτωχές χώρες διευρύνεται», αναφέρει η μελέτη του Π.Ο.Υ.
Αντίστοιχο αυξανόμενο χάσμα παρατηρείται ανάμεσα στο προσδόκιμο ζωής των ανδρών άνω των 50 σε πλούσιες χώρες και σε χώρες χαμηλότερου εισοδήματος και σε ορισμένα σημεία του κόσμου το χάσμα είναι ευρύτερο, επισημαίνουν αξιωματούχοι του Π.Ο.Υ.
Σύμφωνα με τον δρα Τζον Μπιρντ του Π.Ο.Υ και έναν εκ των τριών συγγραφέων της έκθεσης «αυτό που προκύπτει είναι ότι ειδικά στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χρειάζεται να αρχίσουμε να εξετάζουμε πώς θα αντιμετωπίσουμε τις ανάγκες των γυναικών αυτών. Η επιτυχία που παρατηρείται στον πλούσιο κόσμο προφανώς οφείλεται στην καλύτερη πρόληψη και θεραπεία των μη μεταδιδόμενων ασθενειών».
Στις γυναίκες άνω των 50 ετών, οι μη μεταδιδόμενες ασθένειες, ιδιαίτερα ο καρκίνος, οι καρδιοπάθειες και τα εγκεφαλικά, είναι οι πιο συχνές αιτίες θανάτου, ανεξάρτητα από το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας όπου ζουν, αποφάνθηκε η μελέτη.
Οι υπουργοί υγείας των 194 χωρών-μελών του Π.Ο.Υ συμφώνησαν σε ένα σχέδιο παγκόσμιας δράσης για την πρόληψη και τον έλεγχο μη μεταδιδόμενων ασθενειών κατά την ετήσια συνάντησή τους τον περασμένο Μάιο.
Όπως επισημαίνει η μελέτη, οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν αντιμετωπίσει τις καρδιαγγειακές νόσους και τον καρκίνο στις γυναίκες με απτά αποτελέσματα.
Λιγότερες γυναίκες σε ηλικία 50 ετών ή μεγαλύτερη στις πλούσιες χώρες πεθαίνουν από καρδιακή νόσο, εγκεφαλικό ή διαβήτη σε σχέση με πριν από 30 χρόνια και αυτό συνεισέφερε περισσότερο στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής τους, αναφέρει ο Π.Ο.Υ.
Στη Γερμανία μία γυναίκα μπορεί να ζήσει μέχρι τα 84 χρόνια της, στην Ιαπωνία μέχρι τα 88, ενώ στη Νότια Αφρική τα 73 και στο Μεξικό τα 80.
«Αυτό αντανακλά δύο πράγματα: την καλύτερη πρόληψη, ειδικά αναφορικά με τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης και την διάγνωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, αλλά αντανακλά και την καλύτερη θεραπεία. Θεωρώ ότι αυτό αφορά ιδιαίτερα τον καρκίνο του μαστού, καθώς οι πάσχουσες (από αυτή την μορφή) τυγχάνουν πολύ καλύτερης θεραπείας αυτή την εποχή στον πλούσιο κόσμο. Αυτό επίσης εξηγεί και την διαφορά», δήλωσε ο Μπιρντ.
Οι χώρες χαμηλού εισοδήματος, ειδικά της Αφρικής, προσφέρουν θεραπείες για ασθένειες όπως το AIDS ή μεριμνούν για τις μητέρες, αλλά πολλές δεν διαθέτουν υπηρεσίες για την διάγνωση ή την θεραπεία του καρκίνου του μαστού, σύμφωνα με τον Μπιρντ.
Επίσης, σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες υπάρχει περιορισμένη πρόσβαση στην φαρμακευτική αγωγή για την υπέρταση, έναν υψηλότατο παράγοντα κινδύνου και θνησιμότητας, πρόσθεσε.
Οι γυναίκες που πάσχουν από καρδιαγγειακά νοσήματα και καρκίνο χριεάζονται την ίδια χρόνια θεραπεία που παρέχεται στις πάσχουσες από AIDS και στις φορείς του ιού HIV, συμπλήρωσε ο ίδιος.