Αγωνίστηκαν με όλη τη δύναμη της ψυχής και του σώματός τους προκειμένου να δουν τον τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν ελεύθερο, έχασαν τα μονάκριβα παιδιά τους στις μάχες, φλέρταραν πολλές φορές με τον θάνατο και χάρισαν τις περιουσίες τους, για να αγοραστούν κανόνια και να συντηρηθούν πλοία που συνέβαλαν τα μέγιστα στην Επανάσταση του 1821.
Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν λίγοι αυτοί που κατέληξαν να κυνηγημένοι, στιγματισμένοι, άρρωστοι και πάμπτωχοι, ζητιανεύοντας για να μπορέσουν να ζήσουν. Με αυτούς τους ήρωες του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα θα ασχοληθούμε σήμερα. Με τα πρόσωπα που είχαν άδοξο τέλος και τιμήθηκαν μονάχα μετά θάνατον για τα όσα πρόσφεραν στην πατρίδα.
Ποτέ δεν δέχθηκε να λαφυραγωγήσει ο Νικηταράς
Η χαρακτηριστικότερη ίσως περίπτωση είναι αυτή του Νικήτα Σταματελόπουλου, γνωστού και ως Νικηταρά του «Τουρκοφάγου». Έσφαξε αμέτρητους Οθωμανούς στα πεδία των μαχών, ωστόσο ποτέ δεν δέχθηκε να λαφυραγωγήσει τους εχθρούς του.
Ο ανιψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ήταν από τους οπλαρχηγούς που «έπεφτε στη φωτιά» παροτρύνοντας και τους άνδρες του να κάνουν το ίδιο.
Απέπνεε σεβασμό και στήριξε σθεναρά το 1828 την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτου κυβερνήτη της Ελληνικής Πολιτείας.
Με τη δολοφονία του πολύπειρου διπλωμάτη όμως και την άφιξη του ανήλικου βασιλιά Όθωνα Α’ στο Ναύπλιο, τον Ιανουάριο του 1833, τα πράγματα αλλάζουν.
Θα συλληφθεί μαζί με τον Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς από Βαυαρούς χωροφύλακες, με την κατηγορία της συμμετοχής στην ανατροπή του καθεστώτος. Ωστόσο ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον του δεν υπάρχουν και έτσι αθωώνεται.
Οι Βαυαροί τον υποβάλλουν σε φρικτά βασανιστήρια
Λίγο καιρό αργότερα θα συλληφθεί εκ νέου με την κατηγορία της συμμετοχής σε κίνημα ανατροπής του Στέμματος. Δεν αποδεικνύεται ότι μετείχε στη σύσταση «μυστικής εταιρείας», όπως τον κατηγορούσαν, καθώς τα ενοχοποιητικά στοιχεία είχαν καταστραφεί, οπότε και πάλι αθωώνεται. Οι Βαυαροί, δεν δέχονται την απόφαση του δικαστηρίου. Με βασιλική υπογραφή, παραβιάζοντας κάθε έννοια δικαίου, εξορίζεται τον Δεκέμβριο του 1839 στην Αίγινα. Οι συνθήκες εκεί είναι άθλιες. Τον ρίχνουν σε ένα κελί γεμάτο υγρασία, το φαγητό είναι ελάχιστο και οι δεσμοφύλακες τον εξευτελίζουν και τον ξυλοκοπούν καθημερινά. Οι ένστολοι υποβάλλουν το γέρικο κορμί του Νικηταρά σε φρικτά βασανιστήρια.
Ολονύκτιες μαστιγώσεις και χτυπήματα με τα κοντάκια των όπλων έχουν ως αποτέλεσμα το τσάκισμα των αρθρώσεών του. Θα παραμείνει στην Αίγινα για περίπου ενάμιση χρόνο.
Όταν αποφυλακίζεται με αμνηστία, δεν θυμίζει σε τίποτα τον αγέρωχο ήρωα της Επανάστασης. Έχει μείνει σκιά του εαυτού του, βαδίζει με δυσκολία και δεν βλέπει πλέον σχεδόν καθόλου εξαιτίας του σακχαρώδους διαβήτη που τον ταλαιπωρεί. Όταν τον αντικρίζει η μικρότερη κόρη του, που του έχει παθολογική αδυναμία, μένει άναυδη. Αντικρίζει μια φιγούρα που απλώς μοιάζει στον πατέρα της. Από το σοκ χάνει τα λογικά της και μέσα σε παραλήρημα μονολογεί: «ωραία που σου πάνε τα κόκκινα πατέρα μου», από τα αίματα που είχε πάνω τα ρούχα του.
Από ήρωας, επαίτης
Ο Νικηταράς, ο αγωνιστής που ποτέ δεν καταδέχθηκε να πληρωθεί για τις υπηρεσίες του, επιστρέφοντας στο φτωχικό σπίτι που διατηρούσε στον Πειραιά, αναγκάζεται να καταφύγει στην ελεημοσύνη προκειμένου να ζήσει.
Η πολιτεία του χορηγεί το δικαίωμα να στέκει κάθε Παρασκευή απόγευμα σε ένα συγκεκριμένο σημείο έξω από τον σημερινό ιερό ναό της Ευαγγελίστριας και να επαιτεί.
Ο άνθρωπος που κάποτε κατατρόπωνε τους Τούρκους βαστώντας στο στιβαρό χέρι στο σπαθί, τώρα το απλώνει στους περαστικούς για να του αφήσουν εάν θέλουν τον οβολό τους. Αυτή ήταν η ανταμοιβή για τους αγώνες που έδωσε.
Όταν ο πρέσβης της Ρωσίας έμαθε με ποιον τρόπο ζούσε πλέον ο Νικηταράς, πήγε λένε στο πόστο που καθότανε. Ο οπλαρχηγός μόλις αντιλήφθηκε τον ξένο μάζεψε από ντροπή το χέρι του. «Τι κάνετε στρατηγέ μου;» ρώτησε ο επισκέπτης. «Απολαμβάνω την ελευθερία. Η πατρίδα, μου έχει χορηγήσει σύνταξη, απαντά ψευδώς, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος».
Ο πρέσβης αντιλαμβανόταν ότι ο άνθρωπος που είχε απέναντί του ψευδόταν και φεύγοντας, άφησε διακριτικά να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο. Πήρε στα χέρια το σακουλάκι, το ψηλάφησε και φώναξε: «Κάτι σου έπεσε, πάρ’ το μην το βρει κανένας και το χάσεις».
Το 1843, όταν ο βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να παραχωρήσει Σύνταγμα, θα απονεμηθεί στον αγωνιστή ο βαθμός του υποστρατήγου μαζί με μια πενιχρή σύνταξη. Θα πεθάνει πάμφτωχος και τυφλός στις 25 Σεπτεμβρίου 1849. Ποτέ όμως δεν είπε πικρή κουβέντα για την πατρίδα του…
Η Μαυρογένους διέθεσε όλη την περιουσία στον Αγώνα
Τραγική είναι επίσης η ιστορία της αγωνίστριας Μαντώς Μαυρογένους. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, η όμορφη αριστοκράτισσα ήταν μόλις 25 ετών και τα μισά της χρόνια τα είχε ζήσει στην Τεργέστη.
Χωρίς να σκεφτεί ούτε για μια στιγμή το προσωπικό της μέλλον, αποφασίζει να διαθέσει το σύνολο του οικονομικού μεριδίου της στον Αγώνα και να συνδράμει όπου αλλού μπορούσε. Έφτιαξε έξι πλοία, πλήρωνε 16 λόχους πεζικού και μετείχε σε αρκετές μάχες κατά των Οθωμανών.
Ο κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους Ιωάννης Καποδίστριας ήταν από τους λίγους ανθρώπους που αναγνώρισαν τις θυσίες και την προσφορά της στο έθνος.
Προς ένδειξη ευγνωμοσύνης, της απένειμε τον βαθμό του αντιστρατήγου, μοναδική τιμή για μια γυναίκα τότε, της παραχώρησε ένα σπίτι στο κέντρο του Ναυπλίου και της εξασφάλισε μια μικρή σύνταξη ύψους 80 φοινίκων καθώς δεν της είχαν απομείνει πλέον χρήματα ούτε για να μπορεί να ζει αξιοπρεπώς. Είχε δαπανήσει τα πάντα υπέρ του έθνους.
Η περιφρόνηση του υπαλλήλου
Όταν την κάλεσε ο κρατικός υπάλληλος να συμπληρώσει την σχετική αίτηση για να λάβει την πενιχρή σύνταξη, την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Αγνοώντας ποια βρισκόταν απέναντί του, τη ρωτά με περιφρονητικό ύψος: «Κι εσείς τι κάνατε για την πατρίδα»; Η Μαντώ Μαυρογένους κράτησε την ψυχραιμία της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και απάντησε μονολεκτικά: «Τίποτα».
Μετά τη δολοφονία Καποδίστρια τα προβλήματα επιβίωσης θα οξυνθούν για την ηρωίδα και το 1831 θα διωχθεί εκ νέου από το Ναύπλιο κατόπιν συνωμοτικών ενεργειών του Ιωάννη Κωλέττη και του αγγλόφιλου Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου που ελέγχουν πλέον την εξουσία. Εγκαθίσταται στην Πάρο που είχε συγγενείς και πεθαίνει από τυφοειδή πυρετό το καλοκαίρι του 1840, σε ηλικία μόλις 44 ετών, σχεδόν λησμονημένη από τους πάντες.
Η ανεκτίμητη προσφορά του Λέκα Ματρόζου
Πολλοί μπορεί να μην γνωρίζουν τον Σπετσιώτη καραβοκύρη Λέκα (Αλέξανδρο) Ματρόζο, όμως ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους και ικανότατους ναυμάχους και πυρπολητές του νησιού.
Ήταν επίσης ένας απ’ αυτούς που τα έδωσαν όλα για να έχει αίσιο τέλος η Επανάσταση. Όλα! Σπίτια, καράβια, χρυσαφικά… Έγινε ένας από τους σπουδαιότερους μπουρλοτιέρηδες συνεργαζόμενος αγαστά μαζί με τον μεγάλο ναύαρχο Κωνσταντίνο Κανάρη.
Μεταξύ άλλων, μετείχε στην πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας του Καρά Αλή που ήταν αγκυροβολημένη στη Χίο τη νύχτα της 6ης προς 2η Ιουνίου 1822, διακρίθηκε στη ναυμαχία του Γέροντα (απέναντι από τη Λέρο και την Κάλυμνο) εναντίον του συνασπισμένου τουρκοαιγυπτιακού στόλου την 29η Αυγούστου 1824, στις συμπλοκές γύρω από το νησί της Σάμου και σε πολλά ακόμη ναυτικά γεγονότα. Μάλιστα όταν βρέθηκε στην Τένεδο, έσωσε τη ζωή του Κανάρη.
Ζητούσε μια μικρή βοήθεια από τον Κανάρη
Δυστυχώς όμως μετά την απελευθέρωση, ο Ματρόζος δεν είχε καλή τύχη. Ήταν περήφανος για όσα είχε προσφέρει, αλλά επί χρόνια ζούσε σεμνά, παραμένοντας αφανής. Ούτε σε εκδηλώσεις πήγαινε, ούτε ασχολήθηκε με την πολιτική όπως άλλοι αγωνιστές. Μέχρι που η πείνα έκανε την εμφάνισή του.
Τα χρήματα που του είχαν απομείνει ήταν ελάχιστα και κατάντησε ζητιάνος. Κάποια μέρα θεώρησε σκόπιμο να πάει να βρει τον Κανάρη που πλέον είχε γίνει Υπουργός Ναυτικών (ενώ διετέλεσε και δυο φορές πρωθυπουργός), προκειμένου να του ζητήσει έστω μια μικρή βοήθεια.
Όταν ο γέρο Ματρόζος έφθασε στην είσοδο του Υπουργείου, τον σταμάτησε ένας από τους υπάλληλους. Κοίταξε υπεροπτικά τον ζητιάνο και τον ρώτησε «για που το ‘βαλε». «Θέλω να δω τον Κωνσταντή, τον Ψαριανό» του απαντάει με εξασθενημένη φωνή. «Δεν λένε κανέναν Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο, αν θες να ζητιανέψεις πήγαινε στο πτωχοκομείο» ανταπαντά ο υπάλληλος.
Τα μάτια του Ματρόζου σπιθοβολούν. Με όση ένταση μπορούσε να βάλει στη φωνή του λέει: «Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα, οι καπετάνιοι σαν κι έσέ δε θα φορούσαν στέμμα»!
Το ποίημα του Γεώργιου Στρατήγη
Τη συγκεκριμένη σκηνή καταγράφει εξαίσια στο ποίημά του υπό τον τίτλο «Ο Ματρόζος», ο Σπετσιώτης λόγιος Γεώργιος Στρατήγης, που γεννήθηκε το 1860, δηλαδή έξι χρόνια πριν πεθάνει μέσα στην ένδεια ο ήρωας συμπατριώτης του.
Μάλιστα στο ποίημα αναφέρει και τα όσα συνέβησαν στη συνέχεια, μετά την απάντηση του ηλικιωμένου πυρπολητή.
Γράφει χαρακτηριστικά:
«Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια,
με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά,
σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ’ τα χιόνια,
περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά.
Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γέρο καπετάνος
που ακόμα και στον ύπνο του την έτρεμε ο Σουλτάνος.
Είναι από κείνους που έχυσαν το αθάνατό τους αίμα,
από τους χίλιους που έβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
είναι από κείνους που έβαλαν στην κεφαλή σου στέμμα
και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί.
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα,
μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα.
Σαν έγραψαν με το δαυλό της ιστορίας μόνοι,
χωρίς γι’ αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πει,
με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι,
άλλοι στα δίχτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί.
Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ’ ατρόμητα λιοντάρια,
με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια.
Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα,
μα καπετάνους σαν ιδεί μες στα βασιλικά,
εκείνους που ‘χε ναύτες του με μάτια βουρκωμένα
στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά,
και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου ’λεγε εκεί στην άμμο
πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο.
-Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου θ’ αποθάνω,
στο τέλος πάντα μου ’λεγε μ’ έν’ αναστεναγμό,
-Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό.
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα,
πριν πεθαμένο μ’ εύρετε μια μέρα από την πείνα…
Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής, απ’ τα Ψαρά κει πέρα,
πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός,
κι αν θυμηθεί πως τη ζωή τού έσωσα μια μέρα
απ’ έξω από την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός
να κάνει τίποτε για με, κι ίσως να δώσουν κάτι
σ’ εκείνον που ‘χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη”.
Πέντε έξι ημέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι
κι ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί,
ως που στην Ύδρα έφθασε, εγύριζε στην πλώρη
το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει.
Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,
πως φεύγει τώρ’ απ’ το νησί, και πως ερχόταν πρώτα.
-Εδώ τι θέλεις, γέροντα, ρωτά τον καπετάνο
στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός
ντυμένος στα χρυσά.
-Παιδί μου, είναι πάνω ο Κωνσταντής;
-Ποιος Κωνσταντής;
-Αυτός ο Ψαριανός.
-Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο,
να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!..
Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
και τα μαλλιά του σάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού
και με σπιθόβολη ματιά μες απ’ τα στήθια βγάνει
με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού:
-Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνοι σαν και σε, δεν θα φορούσαν στέμμα!”
Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικία κάτου,
στο παραθύρι πρόβαλε να δει ποιος τον ζητεί
και το νησιώτη βλέποντας, λαχτάρησε η καρδιά του
και να ’ρθει επάνω. διέταξε με τον υπασπιστή.
Κάτι η φωνή του γέροντα του ξύπνησε στα στήθη,
κάτι που μοιάζει με όνειρο μαζί και παραμύθι.
Τον κοίταξε τα μάτια του μες στα μακριά του φρύδια,
που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά,
στον καπετάνο φάνηκαν με την φωτιά την ίδια,
όταν τα φώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παλιά.
Κι ένας τον άλλο κοίταζε, κατάματα οι δυο γέροι,
ο ημίθεος τον γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.
-Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή; σε λίγο του φωνάζει,
γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!..
-Ποιος το ’λπιζε να δει ποτές, ο γέροντας στενάζει,
τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!..
Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη,
τη φτώχεια του λησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.
-Ποιος είσαι, καπετάνο μου; Και ποιο ’ναι το νησί σου;
ο Ψαριανός τον ερωτά με πόνο θλιβερό,
-πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε, θυμήσου
απ’ της καλής μου εποχής, εκείνης τον καιρό.
Μήπως στην Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη;
Στην Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χιό, στη Μυτιλήνη;
Απ’ έξω απ’ την Τένεδο …πενήντα πέντε χρόνια
επέρασαν απ’ την στιγμήν εκείνη, σαν φτερό.
Σαν να σε βλέπω Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια…
Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ…
Χρόνος δεν ήταν που ’καψες στη Χίο τη ναυαρχίδα
κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα…
-Απ’ έξω απ’ την Τένεδο, θυμάσαι;
-Μια φρεγάδα σ’ έβαλε εμπρός μ’ αράπικου αλόγου γρηγοράδα
μ’ οχτώ βατσέλα πίσω της εμοιάζαν περιστέρια
κι εσύ γεράκι γύρω τους… επάνω στο μπουρλότο,
που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ’ αστέρια,
σαν δαίμονας μες στον καπνό γλιστρούσες και στον κρότο.
Σε καμαρώνω από μακριά… κι οι ναύτες κι ο λοστρόμος
μ’ εξόρκιζαν να φύγουμε τους είχε πιάσει τρόμος,
γιατί η αρμάδα ζύγωνε επάνω στο τιμόνι
θάρρος στους ναύτες σου έδινες… δεν βάσταξε η καρδιά μου,
σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη
και “όρτσα! μάινα τα πανιά!” φωνάζω στα παιδιά μου.
Στο στρίψιμο του τιμονιού, μας σίμωσες… μ’ αντάρα,
ο Τούρκος κοντοζύγωνε η μαύρη μου καμπάρα
αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε,
μα σαν δελφίνι γρήγορα κι εκείνος εγλιστρούσε.
Οι ναύτες μού φωνάζανε:
-Τι κάνεις καπετάνο;
Κι εγώ τους λέω:
-Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω…
Και σου πετώ τη γούμενα… και δένεις το μπουρλότο…
κάνω τιμόνι δεξιά… το φλογερό το χνώτο
του Τούρκου θα σε βούλιαζε – θυμάσαι; Σου φωνάζω,
-Πρώτος απ’ όλους ν’ ανεβείς”, μα δεν μ’ ακούς κι αφήνεις
άλλοι ν’ ανέβουν… έσκυψα κι απ’ τα μαλλιά σ’ αδράζω,
και σ’ έσωσα κι φύγαμε… μα δάκρυα βλέπω χύνεις!..
-Ματρόζε μου!, δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει
και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια
στ’ άσπρα τους γένια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια,
δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι,
όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει.
- Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.