Ανήμερα της μεγαλύτερης γιορτής της χριστιανοσύνης, τίποτα δεν προμήνυε τα όσα ζοφερά θα επακολουθούσαν.

Σύσσωμη η οικογένεια Ruppert συγκεντρώθηκε όπως και κάθε άλλο Πάσχα στο ταπεινό σπιτικό στο 365 της Λεωφόρου Minor στο Χάμιλτον του Οχάιο, μια μεσοαστική συνοικία δηλαδή κάπου 50 χιλιόμετρα έξω από το Σινσινάτι, για να γιορτάσει τη λαμπρή θρησκευτική γιορτή.

Το ημερολόγιο έγραφε 30 Μαρτίου 1975, αν και στις συνειδήσεις του αμερικανικού κοινού σύντομα η εν λόγω Κυριακή του Πάσχα θα σβηνόταν και στη θέση της θα φιγούραρε πια με πηχυαίους τίτλους αυτό που θα έμενε στην ιστορία ως το μαζικότερο μακελειό σε σπίτι που έλαβε πότε χώρα στα αιματοβαμμένα εγκληματικά χρονικά των ΗΠΑ.

«Δεν μπορούμε να βρούμε λογικό κίνητρο για την πράξη», δήλωσε την επομένη ο αστυνομικός διευθυντής του Χάμιλτον, George McNally. Κανείς εκτός από τον ίδιο τον James Ruppert δεν θα μάθει ποτέ τι πυροδότησε το χέρι του ώστε να γαζώσει μεθοδικά όλα μα όλα τα μέλη της οικογένειάς του την αποφράδα και σημαδιακή αυτή μέρα.

Παρά το γεγονός ότι ήταν συλλέκτης όπλων και δεινός σκοπευτής, κανείς δεν είχε υποπτευθεί ότι κάτι κατέτρωγε τον ψυχισμό του και όλοι τον ανακαλούσαν ως έναν ήσυχο, μετριοπαθή, ταπεινό και καλοσυνάτο τύπο που δεν είχε τίποτα το αξιοσημείωτο πάνω του.

Κι όμως, ο σαραντάχρονος James Ruppert εξόντωσε τη συγκεκριμένη μέρα και τα 11 μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του που είχαν συγκεντρωθεί για το καθιερωμένο γεύμα της Κυριακής του Πάσχα. Αφού απίθωσε πάνω στο κρεβάτι τα πολύτιμα υπάρχοντά του, κάθισε και τα θαύμασε για ώρα. Κατόπιν γέμισε αργά-αργά το Magnum των 357 χιλιοστών, τα δύο πιστόλια διαμετρήματος .22 και το τουφέκι του των 18 σφαιρών και άνοιξε την πόρτα του δωματίου του. Το ρολόι έγραφε 6:00 το απόγευμα ακριβώς όταν ο James άρχισε να κατεβαίνει ατάραχος την εσωτερική σκάλα.

Μπορούσε να ακούσει από το κεφαλόσκαλο τις χαρούμενες φωνές των οχτώ ανιψιών του που έπαιζαν στο σαλόνι και να μυρίσει το ευωδιαστό κοκκινιστό που ετοίμαζε η μητέρα του στην κουζίνα. Με το τουφέκι στο ένα χέρι, το Magnum στο άλλο και τα ρεβόλβερ ζωσμένα στη ζώνη του, ο θείος James άρχισε να κατεβαίνει αγέρωχα τη σκάλα και σύντομα βρισκόταν στην κουζίνα. Εκεί ακούμπησε το τουφέκι στο ψυγείο και ύψωσε το Magnum του: η πρώτη σφαίρα άνοιξε μια τρύπα στο κρανίο του αδερφού του.

Σαν εξάσκηση σκοποβολής και με το σταθερό του χέρι χωρίς ίχνος τρέμουλου, ο James στράφηκε στα δεξιά του και πυροβόλησε την κουνιάδα του. Οι επόμενες σφαίρες βρήκαν τη μητέρα του στο στέρνο και το κεφάλι, καθώς εκείνη όρμησε καταπάνω του.

Οι τρεις επόμενες πιέσεις στη σκανδάλη θα γέμιζαν με αίμα το ξύλινο δάπεδο και θα έστελναν στον άλλο κόσμο τον 11χρονο David, την 9χρονη Teresa και την 13χρονη Carol. Ο καλοσυνάτος θειούλης δεν σταμάτησε όμως εδώ το αιματοβαμμένο σαφάρι του. Όρμησε στο σαλόνι και ξετρύπωσε τα πέντε εναπομείναντα ανίψια του, ξεπαστρεύοντάς τα με το ίδιο ατάραχο ύφος. Οι σφαίρες του έπληξαν θανάσιμα τον 17χρονο Leonard, τον 16χρονο Michael, τον 15χρονο Thomas, τη 12χρονη Ann και τον μόλις 4 ετών John.

Η όλη σφαγή κράτησε δεν κράτησε πέντε λεπτά, αν και οι τίτλοι τέλους του δράματος θα έπαιρναν ώρα για να πέσουν. Ο James κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ της μητέρας του και περίμενε τρεις ολόκληρες ώρες μέχρι να καλέσει την αστυνομία. Με απαλή χροιά, ενημέρωσε τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής: «Έχει γίνει ένα μακελειό»…

Σύντομα ο Τύπος θα άρχιζε να ξετυλίγει την ιστορία που σκόρπισε αποτροπιασμό στην αμερικανική κοινή γνώμη…

Ποιος ήταν ο φονιάς

Ο James Urban Ruppert γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1934 και βρέθηκε από τις πρώτες στιγμές της ζωής του ανεπιθύμητος και αποδιοπομπαίος τράγος για τη φαμίλια του. Η μητέρα του τον αποκαλούσε από μικρό «λάθος», καθώς ήθελε κόρη, και ο πατέρας του ήταν ένας ψυχρός άνθρωπος που δεν είχε πρόβλημα να χειροδικεί και να βιαιοπραγεί κατά των παιδιών του.

Μετά τον θάνατο του δεσποτικού και αυταρχικού πατέρα (1947), ο μεγαλύτερος αδερφός του, Leonard, επιφορτίστηκε με τη φροντίδα της οικογένειας. Όσο για τον James, το έσκασε από το σπίτι, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, απέτυχε όμως και επέστρεψε στο πατρικό ταπεινωμένος. Στο σχολείο πάτωσε και αναγκάστηκε να κάνει δουλειές του ποδαριού, την ίδια στιγμή που η μητέρα τού έτριβε συνεχώς στα μούτρα την επαγγελματική επιτυχία του αδερφού του. Κι αν αυτό δεν ήταν αρκετό ώστε να καταλήξει σε τεταμένες σχέσεις μεταξύ των δύο τους, το γεγονός ότι ο Leonard παντρεύτηκε τελικά την πρώην σύντροφο του James, με την οποία απέκτησε προοδευτικά οχτώ παιδιά, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι του παρανοϊκού μίσους.

Μελαγχολικός, επαγγελματικά αποτυχημένος και μόνος, ο James στράφηκε στο μόνο που φαινόταν να είναι καλός: το σημάδι. Σύντομα αγάπησε τα όπλα και πλέον περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του σημαδεύοντας κουτάκια αναψυκτικών στην όχθη του ποταμού του Χάμιλτον. Οι γείτονες τον είδαν να εξασκείται εκεί ακόμα και την παραμονή του μακελειού, το Μεγάλο Σάββατο του 1975, τη μέρα που έκλεινε ταυτοχρόνως το 41ο έτος της ηλικίας του. Για να γιορτάσει μάλιστα το χαρμόσυνο γεγονός των γενεθλίων του, πήγε το βράδυ σε τοπικό μπαρ και έγινε «σκνίπα».

Το χρονικό της σφαγής

Ανήμερα Κυριακής του Πάσχα λοιπόν, τα οχτώ παιδιά του μεγάλου αδερφού του φονιά έπαιζαν αμέριμνα στην αυλή της αστικής οικίας, την ώρα που οι μεγάλοι ετοίμαζαν το γιορτινό τραπέζι στο εσωτερικό της. Ο James ξύπνησε κακόκεφος στις 4:00 το απογευματάκι, με ένα κεφάλι «καζάνι» από το χθεσινοβραδινό μεθύσι.

Αφού κατέβηκε κάτω και είδε το παιδομάνι, ξανακλείστηκε στο δωμάτιό του και άρχισε να γεμίζει τα όπλα του. Κατόπιν σκότωσε αδερφό, κουνιάδα (και πρώην κοπέλα), μητέρα και οχτώ ανίψια. Η εκτέλεσή τους ήταν μάλιστα αργή και βασανιστική: η πρώτη σφαίρα τους τραυμάτιζε βαριά και κατόπιν ερχόταν η δεύτερη, σε κεφάλι ή καρδιά, να δώσει τη χαριστική βολή. Μέσα στο πεντάλεπτο που κράτησε το μακελειό, το αίμα που ανάβλυζε πια ποτάμι έσταζε από το ξύλινο πάτωμα στο υπόγειο, βάφοντας οριστικά το παρκέ.

Όταν κατέφτασε η αστυνομία στον τόπο του εγκλήματος, ο James δήλωσε χωρίς ίχνος μεταμέλειας: «Η μητέρα μου με τρέλαινε γιατί μου χτένιζε συνεχώς τα μαλλιά, μου μιλούσε σαν να ήμουν μωρό και προσπαθούσε να με στρέψει στην ομοφυλοφιλία». Το κίνητρο για το απεχθές και αιμοβόρικο αυτό φονικό δεν έγινε ποτέ γνωστό, καθώς ο φονιάς προτίμησε να το κρατήσει για τον εαυτό του.

Οι θεωρίες γύρω από το τι τον ώθησε να ξεκληρίσει τη φαμίλια του ποικίλουν καθοριστικά, αν και είναι σενάρια και μόνο σενάρια. Σύμφωνα με ένα τέτοιο, ήταν η κληρονομιά των 300.000 δολαρίων που όπλισε το χέρι του James, καθώς η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή: επικαλείσαι τρέλα, κηρύσσεσαι αθώος και κάποια στιγμή «θεραπεύεσαι» και βγαίνεις από το ψυχιατρείο, έχοντας το παραδάκι να σε περιμένει. Αν αυτός ήταν ο σκοπός του, το πράγμα δεν πήγε καθόλου καλά για τον ίδιο.

Ο απόηχος του Μακελειού της Κυριακής του Πάσχα



Όλο το περιεχόμενο του πατρικού σπιτιού βγήκε σε πλειστηριασμό σε λιγότερο από έναν χρόνο και το ίδιο δημοπρατήθηκε. Η πρώτη οικογένεια που μετακόμισε μάλιστα στο σπίτι του τρόμου, μην ξέροντας πού έμπαινε προφανώς, αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει άρον-άρον καθώς τα μέλη της άκουγαν λέει απόκοσμες φωνές και ανεξήγητους θορύβους. Στα επόμενα χρόνια, το ίδιο ισχυρίστηκαν και οι επόμενοι ένοικοι, κι έτσι η οικία της Λεωφόρου Minor στο Χάμιλτον του Οχάιο είναι πλέον ένα από τα πιο περίφημα στοιχειωμένα σπίτια των ΗΠΑ, συγκεντρώνοντας εκατοντάδες κυνηγούς φαντασμάτων κάθε χρόνο.

Η τύχη του James Ruppert έμελλε να τον στοιχειώσει επίσης, αν και τα χρονικά της δίκης μόνο περίεργα μπορούν να λογιστούν: καταδικάστηκε για δύο περιπτώσεις ανθρωποκτονίας, αν και για τις υπόλοιπες εννιά την έβγαλε καθαρή, καθώς το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό της παράνοιας. Πλέον εκτίει κάθειρξη δύο φορές ισόβια στις πολιτειακές φυλακές του Οχάιο. Όσο για το τραγικό ρεκόρ που έγραψε με το αίμα των συγγενών του, η σφαγή που προκάλεσε παραμένει το ένατο πιο πολυπληθές μακελειό της αμερικανικής ιστορίας και ο μαζικότερος φόνος που έχει λάβει ποτέ χώρα σε σπιτικό των ΗΠΑ.

Κυριακή του Πάσχα λοιπόν, 30 Μαρτίου 1975, μια μέρα που αντί για τον εορτασμό της λαμπρότερης γιορτής της χριστιανοσύνης, μετατράπηκε σε μέρα αποθέωσης του σατανικού κακού. Ο εφιάλτης που ενορχήστρωσε και εκτέλεσε μαεστρικά ο James Ruppert τον μετέτρεψε σε αγαπημένο του αμερικανικού Τύπου, με τις εφημερίδες να μην κρύβουν την απέχθειά τους για τον δολοφόνο, αποκαλώντας τον «δειλό των δειλών». Την ίδια στιγμή, οι φριχτές περιγραφές του εισαγγελέα για το μακελειό έδωσαν το κάτι παραπάνω στην υπόθεση σε όρους τραγικότητας και σκανδαλοθηρικών εντυπώσεων φυσικά.

Η άψυχη σορός του τετράχρονου John ανασύρθηκε από τη λίμνη αίματος κρατώντας στο χέρι μια μισοξετυλιγμένη σοκολάτα, όπως περιέγραψε γλαφυρά ο εισαγγελέας John Holcomb, μια εικόνα που τον στοίχειωσε και δεν κατάφερε να ξεπεράσει ακόμα και χρόνια αργότερα, όταν επανήλθε με δηλώσεις του για την υπόθεση καθώς ο φονιάς είχε καταθέσει στο μεταξύ αίτηση για αναστολή της ποινής και πρόωρη αποφυλάκιση.

Από τα δικαστικά χρονικά ξεδιπλώθηκε στην πλήρη φρίκη του το οικογενειακό δράμα: η μητέρα του James, που τον θεωρούσε ανέκαθεν τεμπέλη και ακαμάτη, είχε βάλει πια στο στόχαστρο τον εθισμό του στο αλκοόλ. Ήταν τόσο απογοητευμένη και κουρασμένη με τα καμώματα του γιου της που είχε ήδη κινήσει τις νομικές διαδικασίες για να του κάνει έξωση από το σπίτι της.

Μετά τη σύλληψή του, ο φονιάς πέρασε από ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, η οποία τον έκρινε ψυχικά ασταθή και έκανε λόγο για παρανοϊκή συμπεριφορά και σύνδρομο καταδίωξης. Ο James ζούσε μέσα στην ψευδαίσθηση ότι η οικογένειά του, η αστυνομία, ακόμα και το FBI, είχαν συνωμοτήσει να του καταστρέψουν τη ζωή και τίποτα δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη.

Στο δικαστήριο, ο μητροκτόνος, αδελφοκτόνος και παιδοκτόνος προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την ψυχιατρική εκτίμηση ώστε να τη σκαπουλάρει πέφτοντας στα μαλακά: θα παρέμενε στο ίδρυμα για λίγα χρονάκια, θα χαρακτηριζόταν κάποια στιγμή και πάλι λογικός και θα απολάμβανε μια ζωή χαρισάμενη τσεπώνοντας την παχυλή κληρονομιά της μητέρας του. Η ετυμηγορία όμως ήταν καταδικαστική και η κληρονομιά δεν έγινε ποτέ δική του.

Ο Rupport εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση δύο φορές (πρωτόδικα κρίθηκε ένοχος για τον φόνο και των 11 ψυχών), με το τελικό ομοσπονδιακό εφετείο να τον βρίσκει τελικά ένοχο για την ανθρωποκτονία του αδερφού και της κουνιάδας του, αναγνωρίζοντάς του το ελαφρυντικό της ψυχικής διαταραχής για την εν ψυχρώ εκτέλεση των υπόλοιπων εννιά θυμάτων του (μητέρα και οχτώ ανίψια). Σήμερα, το 2015, είναι πια 81 ετών και παραμένει πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Οι σωφρονιστικές αρχές του Οχάιο του αρνήθηκαν την πρόωρη αποφυλάκιση το 1995 και η επόμενη ευκαιρία που θα έχει για αίτηση αναστολής της ποινής θα έρθει το 2035, όταν ο Ruppert θα είναι πια 101 ετών…

Μόνο το αίμα που έχει βάψει το ξύλινο δάπεδο και το υπόγειο θυμίζει σήμερα το στυγερό φονικό που έλαβε κάποτε χώρα στο σπιτικό των Rupport την Κυριακή του Πάσχα. Η οικία, έπειτα από τις περιπέτειες των νέων ενοίκων της, είναι σήμερα εγκαταλειμμένη και στοιχειωμένη, παραμένοντας ένα από τα δημοφιλέστερα αμερικανικά αξιοθέατα για τους λάτρεις του υπερφυσικού.

Στο βιβλίο του «Η ανατομία του κινήτρου», ο θρυλικός ερευνητής του FBI, John Douglas, ισχυρίστηκε ότι οι κατά συρροή δολοφόνοι λειτουργούν τελείως διαφορετικά από τους δράστες μαζικών ανθρωποκτονιών. Η δράση του serial killer πυροδοτείται από σεξουαλικά και άλλα προσωπικά κίνητρα και ο ίδιος συνεχίζει τη ζοφερή του ενασχόληση με το έγκλημα θεωρώντας πως μπορεί να διαφεύγει συνεχώς τη σύλληψη, παίζοντας τη γάτα και το ποντίκι με την αστυνομία. Από την άλλη, η στρατηγική του δράστη μιας μαζικής δολοφονίας έχει πάντα ευδιάκριτο τέλος: αυτός σκοτώνει για να προβεί σε μια δήλωση, ένα φριχτό διάβημα, και οι περισσότεροι είτε αυτοκτονούν κατόπιν είτε αφήνουν τους αστυνομικούς να τους απαλλάξουν από τη μιζέρια της ύπαρξης.

Ο James Urban Ruppert δεν υπήρξε ούτε εδώ τόσο γενναίος…

Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr