Χειμαρρώδεις, επιβλητικές και γεμάτες χιούμορ. Η Ματθίλδη Μαγγίρα είναι «καμικάζι» ενώ η Μπέττυ Μαγγίρα θέλει να έχει πρόγραμμα. Ή μήπως όχι; Το μόνο σίγουρο είναι πως και οι δυο τραβούν πάνω τους τα βλέμματα όπου και αν εμφανιστούν. Το ταλέντο και η καλλιτεχνική τους φύση εξάλλου είναι κάτι που δεν μπορεί να κρυφτεί ή να καταπιεστεί.
Το Newsbeast συνάντησε την Ματθίλδη και τη Μπέττυ Μαγγίρα στο υψηλής αισθητικής «The Αcropolis Garden House» στην καρδιά της Πλάκας. Κάθισαν η μία απέναντι στην άλλη και άρχισαν τις ερωτήσεις. Θυμήθηκαν τα παιδικά τους χρόνια και εξιστόρησαν άγνωστα περιστατικά από τις ζωές τους.
Οι παιδικές παραστάσεις, ο άτακτος σκύλος, ο καυγάς τις αποκριές, τα ξέγνοιαστα παιχνίδια στην Ξάνθη, ο ρόλος της γιαγιάς Ματθίλδης στη διαπαιδαγώγησή τους και τα μαθήματα που παίρνουν από τα παιδιά τους. Είπαν πολλά και διάφορα. Γέλασαν, συγκινήθηκαν, μπήκαν σε σκέψεις. Το Newsbeast, ως παρατηρητής, κατέγραψε τη μεταξύ τους συζήτηση.
Μπέττυ: Σε ποια ηλικία, είπες στον εαυτό σου: «Εγώ θα γίνω ηθοποιός»;
Ματθίλδη: Δυο χρονών το ήξερα.
Μπέττυ: Πώς θυμάσαι δυο χρόνων; Συνήθως μετά τα τρία έχουμε μνήμες.
Ματθίλδη: Και όμως θυμάμαι πολλές σκηνές από τότε. Δύο χρονών ήξερα ότι αυτό θέλω να κάνω.
Μπέττυ: Υπήρξε κάποιο έναυσμα; Είδες κάτι και εντυπωσιάστηκες;
Ματθίλδη: Αυτό δεν το θυμάμαι. Τότε, έβλεπα μόνο το «Θέατρο της Δευτέρας» γιατί στην Ξάνθη δεν είχαμε θέατρο.
Μπέττυ: Ναι, μόνο ότι περνούσε από την πόλη.
Ματθίλδη: Ένιωθα ότι το ξέρω το θέατρο. Ότι είναι μια λειτουργία που βγαίνει από μέσα μου, πολύ οικεία. Θυμάσαι που είχα στήσει ολόκληρη βάφτιση στην κούκλα της Σόφης; Φτιάξαμε μπομπονιέρες με χαρτοπετσέτες, βάλαμε μέσα καραμελίτσες, φτιάξαμε καλάθι για τις μπομπονιέρες και κολυμπήθρα από λεκάνη. Η μία ήταν η νονά, η άλλη ήταν η μαμά και οι υπόλοιποι οι συγγενείς. Είχα μοιράσει ρόλους. Κανένας δεν ήθελε να παίξει τον παππά. Και λέω: «Εντάξει, θα παίξω εγώ τον παππά». Είχα κόψει εφημερίδες και είχα φτιάξει το πετραχήλι και το καπέλο. Επίσης, γύρω στα 4, εσύ δεν είχες γεννηθεί ακόμα… η μαμά μου είχε ράψει ένα κουστούμι ραφ. Τότε μου έκαναν δώρο, για πρώτη φορά, ένα ντοσιέ. Με ενέπνευσε. Είχαν καθίσει όλοι στην κουζίνα να φάνε και με φώναξαν. Δεν πήγα γιατί ήθελα να παίξω το έργο μου. Είχα πάρει τις καρέκλες και είχα βάλει το ντοσιέ στην πλάτη της μιας σαν να έχω μπροστά μου αναλόγιο και άρχισα να βγάζω λόγο. Τότε, κάθε βράδυ βλέπαμε τον Παπαδόπουλο στην τηλεόραση. Έκανα τον Παπαδόπουλο, τη φωνή του, τις κινήσεις του. Δε θυμάμαι τι έλεγα. Μόνο μια φράση θυμάμαι καθαρά. Από την οποία φράση συνειδητοποίησα, αφού μεγάλωσα, ότι είχα αντιληφθεί το παράλογο της κατάστασης. Η φράση αυτή ήταν: «Θα κουρέψω όλα τα σκυλιά». Από μικρό παιδί λοιπόν έμπαινα σε ρόλους. Δεν ήταν ότι σκεφτόμουν ότι θα γίνω ηθοποιός. Ήξερα ότι είμαι ηθοποιός. Δεν υπήρχε καμία αμφισβήτηση μέσα μου.
Μπέττυ: Εγώ άργησα να το καταλάβω. Είχα βέβαια μια κλίση προς την πόζα. Έβλεπα τα Burda της μαμάς η οποία έραβε και τα έπαιρνε για τα πατρόν. Έβλεπα τις εικόνες με τις κοπέλες που πόζαραν. Ε… ήμουν και λουσού… Δεν ήθελε και πολύ.
Ματθίλδη: Όταν ήρθες στην Αθήνα, τότε που σπούδαζα στη δραματική σχολή μου είπες κάποια στιγμή: «Ξέρεις τι σκεφτόμουν; Ότι εσύ μου έβαλες την ιδέα να γίνω μοντέλο. Μπορεί και να μη γινόμουν αν δεν ήμασταν αδερφές». Τι να μη γινόσουν; Αφού από μικρή, άλλαζες 3 με 4 φορές την ημέρα ρούχα και σεταρίσματα.
Μπέττυ: Είχα άλλο outfit για την κάθε περίσταση.
Ματθίλδη: Ποια πιστεύεις ότι ήταν το πιο άτακτο παιδί;
Μπέττυ: Καμία μας πιστεύω δεν ήταν άτακτη. Απλά εσύ ήσουν πιο επαναστάτρια, πιο αντιδραστική.
Ματθίλδη: Ήθελα να κάνω τα «θέλω» μου. Μου έλεγαν για παράδειγμα: «Δεν θα πας εκεί». Μα αφού ήθελα να πάω, πώς θα γίνει να μην πάω; Και πήγαινα… Στη γειτονιά με φώναζαν «τρελή». Κατάλαβα αργότερα ότι τρελό σήμερα η κοινωνία ονομάζει αυτόν που ακολουθεί τα «θέλω» του και όχι τα «πρέπει». Γιατί η κοινωνία έχει βάλει πάρα πολλά «πρέπει» και πολλούς περιορισμούς. Ήμουν ένα παιδί που έβλεπα ένα λόφο και ήθελα να πάω να δω τι υπάρχει πίσω από το λόφο. Τι πιο φυσιολογικό;
Μπέττυ: Εγώ με θυμάμαι ένα παιδί ήρεμο, πολύ τακτικό και πολύ συνεπές. Είχα πάντα πρόγραμμα στη ζωή μου. Ήμουν πολύ οργανωτική από τότε. Γυρνούσα από το σχολείο, έτρωγα και διάβαζα. Μετά είχα όλο το απόγευμα μέχρι το βράδυ ελεύθερο. Θα έλεγα ότι είμαι ευπροσάρμοστη.
Οι αγαπημένες σκηνές από την παιδική ηλικία
Ματθίλδη: Ποια είναι η αγαπημένη σου σκηνή μαζί μου από την παιδική μας ηλικία;
Μπέττυ: Πολύ ωραία ερώτηση! Είναι αστεία. Εσύ γενικά έχεις θέμα με το χρόνο. Είσαι τσακωμένη πολλά χρόνια μαζί του. Δεν τα έχετε βρει και δεν πιστεύω ότι θα τα βρείτε.
Ματθίλδη: Για μένα δεν υπάρχει χρόνος…
Μπέττυ: Ακριβώς. Εγώ πάλι επειδή είμαι του προγραμματισμού και της τάξης έχω τους χρόνους μου. Με ρωτούσες λοιπόν: «Θες να παίξουμε;» και σου έλεγα «ναι». Κάποια στιγμή σου είχαν φέρει από το εξωτερικό μια κούκλα Barbie και φτιάχναμε μόνες μας τα ρούχα. Πλέκαμε, ράβαμε και είχαμε φτιάξει γκαρνταρόμπα. Εσύ είχες φτιάξει και καναπέδες. Ήταν fluffy. Είχαν μέσα βαμβάκι. Έκανες μια ώρα να στήσεις το σαλόνι. Μια ώρα να ντύσεις την κούκλα. Εγώ είχα βαρεθεί και έφυγα. Αυτό θυμάμαι πολύ έντονα.
Ματθίλδη: Απ’ όλα τα παιχνίδια μας αυτό κράτησες! Εγώ θυμάμαι άλλη στιγμή. Ενός έτους μου ξύρισαν το κεφάλι, γιατί δεν είχα βγάλει ακόμα μαλλιά, είχα χνούδι. Μου το ξύρισαν για να βγάλω μαλλιά και μου τα έκοβαν συνέχεια κοντά. Όταν γεννήθηκες εσύ και μεγάλωνες, είχε αρχίσει να μακραίνει το μαλλί σου και τρελαινόμουν γιατί ήθελα να σε χτενίζω. Μια μέρα θυμάμαι που είπε η μαμά ότι θα σου κόψει τα μαλλιά. Τρελάθηκα. Πήρα ένα μαχαίρι και της είπα πως αν σου κόψει τα μαλλιά θα μαχαιρωθώ.
Μπέττυ: Φαντάσου τι πέρασε η μάνα μας και ο πατέρας μας…
Οι παιδικές παραστάσεις που τους σύστησαν την τροφή του καλλιτέχνη
Ματθίλδη: Πόσο δύσκολο πιστεύεις ότι ήταν να ασχοληθεί κάποιος με τον καλλιτεχνικό χώρο στην ελληνική επαρχία εκείνη την περίοδο;
Μπέττυ: Εσύ ήσουν που «σήκωσες την σημαία» σε αυτό το θέμα και «έφαγες» το μεγαλύτερο πακέτο. Η δυσκολία, με το που ξεκινάς να κάνεις μια τέτοια κίνηση, έρχεται από την οικογένεια. Υπήρχε μια αγωνία και ένα εύλογο άγχος από τον πατέρα μας. Τώρα που έχουμε κάνει παιδιά, το καταλαβαίνω αυτό. Δεν είναι εύκολο να αφήσεις τα παιδιά σου να πάνε σε μια άλλη πόλη και έχοντας ακούσει τόσα. Υπήρχε ακόμα τότε η προκατάληψη για τους ηθοποιούς. Δεν ήταν ότι καλύτερο για την οικογένεια. Νομίζω πως όπου γεννηθείς και όπως και αν μεγαλώσεις αν είναι το πεπρωμένο σου και υπάρχει κάτι μέσα σου που σε «τραβάει», θα το κάνεις. Στην Ξάνθη δεν υπήρχε κάτι θεατρικό εκτός από μια τοπική θεατρική σκηνή. Ήσουν γεννημένη γι’ αυτό.
Ματθίλδη: Όπου και να μεγάλωνα το ίδιο θα έκανα. Και στο σχολείο, στην Τρίτη δημοτικού, θυμάμαι πως παρακαλούσα τη δασκάλα να κάνουμε θεατρική παράσταση. Μας είπε «εντάξει» για την επόμενη μέρα και μας διέθεσε τις δυο τελευταίες ώρες. Της ζήτησα να καλέσουμε και το άλλο τμήμα. Ήθελα να έχω και κοινό. Το δέχθηκε.
Μπέττυ: Τι έπαιξες;
Ματθίλδη: Ούτε που θυμάμαι.
Μπέττυ: Αυτοσχεδίασες δηλαδή…
Ματθίλδη: Όχι, είχα πάρει 4-5 κορίτσια και είχαμε πάει στο σπίτι της μιας το προηγούμενο απόγευμα και τους έφτιαξα σενάριο και στήσαμε την παράσταση. Ήταν σκετσάκια με έμπνευση από το σχολείο και το σπίτι μας. Θυμάμαι τη χαρά μου που είχε έρθει και το άλλο τμήμα και είχα κοινό. Με έτρεφε αυτό. Ειδικά όταν γελούσαν ένιωθα πληρότητα. Πιστεύω ότι αυτό είναι η κινητήριος δύναμη.
Μπέττυ: Η τροφή για έναν καλλιτέχνη…
Οι δυνατές στιγμές που έχουν μείνει «χαραγμένες»
Ματθίλδη: Ποια είναι η αγαπημένη σου στιγμή στην καριέρα σου;
Μπέττυ: Νομίζω ότι από τις πως από τις πιο δυνατές στιγμές που έχω ζήσει, είναι αυτό που είχαμε κάνει μαζί για δυο χρόνια, την παρουσίαση της Eurovision.
Ματθίλδη: Η δική μου πάρα πολύ έντονη στιγμή, ήταν το 1992 που ήμουν στο χορό του «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αμφιθεάτρου με σκηνοθέτη τον δάσκαλο μου, τον Σπύρο Ευαγγελάτο και ήταν ουσιαστικά η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά στην Επίδαυρο. Ήταν η συνθήκη τέτοια. Το θέατρο ήταν γεμάτο και εγώ ήμουν στο χορό των Ωκεανίδων. Φορούσαμε μάσκα και αναδυόμασταν. Πίσω από το σκηνικό είχε σκάλες και εμφανιζόμασταν σιγά – σιγά. Όταν άρχισα να ανεβαίνω και να εμφανίζεται το θέατρο μπροστά μου, θυμάμαι πως έβαλα τα κλάματα και δεν μπορούσα να σταματήσω. Πίσω καιγόταν ο τόπος.
Μπέττυ: Εμείς σαν θεατές βλέπαμε να καίγεται το βουνό και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Δεν σταματούσε η παράσταση. Είχε πάρει φωτιά, μακριά. Δεν κινδυνεύαμε αλλά ήταν εξωπραγματική η εικόνα.
Ματθίλδη: Ήταν πολύ δυνατή στιγμή αυτή και εσωτερικά.
Πότε λαμβάνουν υπόψιν τις κριτικές
Μπέττυ: Διαβάζεις κριτικές;
Ματθίλδη: Κριτική θα διαβάσω για κάποιο θεατρικό ρόλο και θέλω ο κριτικός να είναι πράγματι κριτικός θεάτρου, να ξέρει, γιατί θέλω να δω την επιχειρηματολογία του. Θέλω να δω πού βασίζει αυτό που λέει. Θεωρώ ότι αυτός μπορεί να βλέπει κάτι που εγώ δεν το σκέφτηκα. Αυτό με βοηθάει και με εμπλουτίζει, οπότε θα το λάβω υπόψιν μου, εάν συμφωνώ και με πείθει το επιχείρημα. Ναι, τότε και θα τη διαβάσω και θα την πάρω πολύ σοβαρά. Με ενδιαφέρει να βελτιώνομαι. Όταν είναι μια κριτική χωρίς επιχείρημα όμως, όχι δεν θα την πάρω σοβαρά καθόλου.
Μπέττυ: Εγώ, δεν έχω παίξει πολύ στο θέατρο, έχω παίξει μόνο σε τρεις παραστάσεις. Διάβασα κριτικές. Οι περισσότερες ήταν καλές οπότε χάρηκα. Αλλά στην τηλεόραση, που έχω διαβάσει και πράγματα που δεν ήταν τόσο θετικά, τα λαμβάνω υπόψιν μου μόνο στη φάση που λες και εσύ. Να εξηγεί γιατί δεν του άρεσα και σίγουρα έχει σημασία το ποιος είναι αυτός που το λέει.
Μπέττυ: Θυμάμαι ότι σε έχω αποτρέψει από το να πας σε συγκεκριμένες δουλειές. Δεν θυμάμαι αν το έκανες βέβαια ή όχι. Γιατί είσαι και λίγο αντιδραστική…
Ματθίλδη: Δεν είμαι αντιδραστική για την αντίδραση. Κάτι με τραβάει όμως. Κάποιο μάθημα θα έχω να πάρω!
Μπέττυ: Γι’ αυτό μετά σου λέω: «Τι με ρωτάς;»
Ματθίλδη: Ναι, αλλά θέλω να ακούσω τη γνώμη σου.
Μπέττυ: Μα δε θες στην ουσία…
Ματθίλδη: Όχι! Θέλω γι’ αυτό και ρωτάω. Αν δεν ήθελα, δεν θα ρωτούσα.
Μπέττυ: Ναι, αλλά στο τέλος κάνεις αυτό που θες εσύ. Άρα, τι με ρωτάς εμένα;
Ματθίλδη: Όχι, τα «ζυγίζω», τα βάζω κάτω και μετά πια βλέπω τι αισθάνομαι και εγώ. Δεν έχω μετανιώσει για κάτι, να σου πω την αλήθεια.
Μπέττυ: Όλα μαθήματα είναι στη ζωή και τα στραβά που μας τυχαίνουν. Απλά, αργούμε να το πάρουμε το μάθημα.
Η κρίση στην σχέση τους
Ματθίλδη: Θυμάσαι πότε πέρασε κρίση η σχέση μας;
Μπέττυ: Ναι, όταν δουλεύαμε πολύ μαζί τσακωνόμασταν. Παρ’ όλο που συγκατοικούσαμε πολλά χρόνια. Στη δουλειά, επειδή έρχεται έντονη τριβή και φθορά με την καθημερινότητα και επειδή είμαστε πάρα πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, προσπαθούσα εγώ να κρατάω ισορροπίες. Εσύ είσαι πιο εκρηκτική ως προσωπικότητα. Θυμάμαι ότι είχα το ρόλο της ειρηνοποιού ισορροπίστριας.
Ματθίλδη: Επειδή έγινα μάνα πριν από σένα, θεωρείς ότι με κατάλαβες καλύτερα μετά, αφού έγινες και εσύ μητέρα;
Μπέττυ: Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό για να σου πω την αλήθεια. Νομίζω ότι για όλες τις γυναίκες ισχύει αυτό, αντιλήφθηκα τότε τη θέση της μαμάς. Κατάλαβα πόσο δύσκολο είναι και πόσο δίκιο είχαν όταν μας έλεγαν: «Κάνε παιδί και θα δεις». Αλλά σίγουρα αυτό που με επηρέασε ήταν ότι ήσουν η πρώτη που με έφερε κοντά με τη μητρότητα. Η κόρη σου, η Λήδα ξύπνησε το μητρικό μου ένστικτο γιατί όδευα και σε εκείνη την περίοδο της ζωής μου που το μητρικό ένστικτο της γυναίκας ξυπνάει. Μέσα από τη Λήδα ξεκίνησε να ξυπνάει το δικό μου μητρικό ένστικτο.
Ο καυγάς στην Πλάκα
Ματθίλδη: Την θυμάσαι την ιστορία στην Πλάκα με τον ψηλό που σου έριξε το σπρέι;
Μπέττυ: Βέβαια… Πάντα ήσουν προστατευτική απέναντι μου. Πλάκωνες κόσμο, είσαι… καμικάζι.
Ματθίλδη: Είχαμε πάει Τσικνοπέμπτη στην Πλάκα για να πάρω τα ένσημα μου από τον Ευαγγελάτο…
Μπέττυ: Να σημειώσω εδώ, πως τότε με είχες προϊδεάσει αρνητικά. Μου είχες πει ότι επειδή είναι Τσικνοπέμπτη, βγαίνουν και βαράνε με ρόπαλα τους αγνώστους. Εμείς στην Ξάνθη δεν το έχουμε αυτό το έθιμο.
Ματθίλδη: Στο καρναβάλι της Ξάνθης για να σε χτυπήσει κάποιος έπρεπε να σε ξέρει και να τον ξέρεις. Δεν θα το έκανε κάποιος άγνωστος.
Μπέττυ: Ναι, και θυμάμαι ότι αγχώθηκα και σε ρώτησα: «Αλήθεια; Και τι θα κάνουμε;». Μου είπες: «Θα πάμε, θα είμαστε τοίχο – τοίχο, και θα τους κοιτάς άγρια, θα τους προϊδεάζεις αρνητικά. Και ο άλλος δεν θα έρχεται». Έτσι και έγινε. Κοιτούσαμε τον κόσμο άγρια αλλά κάποια στιγμή, ξεχάστηκα, κάπου κοιτούσα, ήρθε κάποιος και μου έδωσε μια ροπαλιά. Έπαθα σοκ και του έδωσα ένα χαστούκι. Σοκάρεται και αυτός.
Ματθίλδη: Το σπρέι πότε στο έριξε;
Μπέττυ: Παρακάτω, άλλος ήταν αυτός. Ήταν ένας άλλος και όπως γύρισα να κοιτάξω κάπου μου ψέκασε αφρό στα μάτια. Άρχισα να σου φωνάζω ότι δε βλέπω. Και όπως καθάριζα τα μάτια μου, σε βλέπω, όπως ένας πίθηκος να έχεις πηδήξει πάνω του.
Ματθίλδη: Ναι, τη θυμάμαι την σκηνή. Στην αρχή τον έπιασα από το λαιμό και του λέω: «Τι έκανες στην αδερφή μου, ρε;». Έβγαλε σπρέι και έριξε και σε μένα. «Τι; Και σε μένα;» του λέω και τον πιάνω από τους ώμους. Ήταν ψηλός, θυμάμαι ότι τεντώθηκα για να τον φτάσω. Πηδάω, γυρίζω τα πόδια μου πάνω του και άρχισα να τον κλωτσάω. Εκείνος άρχισε να τινάζεται για να με διώξει από πάνω του και φώναζε: «Φύγε μωρή βδέλλα!». Δεν έβλεπα όμως γιατί είχα τους αφρούς. Κάποια στιγμή, άρχισε να στεγνώνει ο αφρός και βλέπω εσένα και τον φίλο μας που ήταν μαζί μας να κλαίτε από τα γέλια.
Η αγαπημένη γιαγιά Ματθίλδη που συνέβαλε στη διαπαιδαγώγησή τους
Ματθίλδη: Αν γυρνούσες το χρόνο πίσω, ποια στιγμή της παιδικής μας ηλικίας θα ήθελες να ξαναζήσεις;
Μπέττυ: Σίγουρα τη γιαγιά μας τη Ματθίλδη. Ήταν πολύ έντονη η παρουσία της στο μεγάλωμα μας. Ζούσε μαζί μας. Ήταν μια υπέροχη περσόνα, γεννημένη αρτίστα. Τραγουδούσε, ήταν ηθοποιός, ήταν πάρα πολύ κωμική και συντέλεσε πολύ στη διαμόρφωση του χαρακτήρα όλων μας. Νομίζω ότι θα ήθελα να γυρίσω εκεί και να την ζήσω.
Ματθίλδη: Τη γιαγιά την έζησα και την ευχαριστήθηκα. Θυμάμαι μια σκηνή… Είχαμε τότε ένα σκυλάκι, την Ροζαλία. Έχουν ετοιμαστεί όλοι να πάνε για ύπνο. Η γιαγιά κοιμόταν στο καθιστικό. Είχε βάλει τις πιτζάμες της και είχε βγάλει τις μασέλες της και τις είχε αφήσει στο πρεβάζι του παραθύρου. Το σκυλί, ενώ έβαζα τις πιτζάμες μου, ήρθε τρεχάτο και είχε όρεξη για παιχνίδι. Βλέπω ότι είχε στο στόμα της μια πατάτα. Άρχισα να παίζω μαζί της και της παίρνω την πατάτα και κάνω να την πετάξω από πάνω της ώστε να σκάσει πίσω της και να μην το περιμένει. Όπως φεύγει η πατάτα, η γιαγιά εκείνη την ώρα σηκώνεται να μου πει να πάω να κοιμηθώ. Φεύγει η πατάτα, χτυπάει τη γιαγιά στο κεφάλι. Αρχίζει η γιαγιά να φωνάζει. Τρέχει το σκυλί πάνω στη γιαγιά γιατί νομίζει ότι παίζει η γιαγιά και έρχεται στην συνέχεια σε μένα. Το βλέπω και νομίζω ότι έχει πάρει πάλι την πατάτα. Πάω να την πάρω από το στόμα της και είναι η μασέλα της γιαγιάς. Φώναζε η γιαγιά. Έρχεται ο μπαμπάς. Με μάλωσαν τέλος πάντων. Είναι πάρα πολλές οι σκηνές. Δεν είναι μια.
Μπέττυ: Είχαμε έντονη παιδική ηλικία, πλούσια, γεμάτη. Και νομίζω ότι ήμασταν και από τα τυχερά παιδιά και λόγω εποχής και λόγω του ότι μεγαλώσαμε σε μια επαρχιακή πόλη. Δεν υπήρχε φόβος. Υπήρχε αυτή η ανεμελιά και η ξεγνοιασιά που δεν μπορούν να την έχουν πια τα παιδιά. Θυμάμαι ότι φεύγαμε κατά το απόγευμα από το σπίτι και πηγαίναμε στο πάρκο. Αν αργούσαμε να γυρίσουμε έβγαιναν να μας αναζητήσουν. Παίζαμε συνέχεια έξω στο δρόμο. Πολύ παιχνίδι.
Οι μεταφυσικές ανησυχίες
Ματθίλδη: Έχεις κάποια μεταφυσική εμπειρία;
Μπέττυ: Όχι, δε νομίζω. Βλέπω όμως συχνά τη γιαγιά μας, την Ματθίλδη, στο όνειρό μου.
Ματθίλδη: Σου μιλάει;
Μπέττυ: Υπάρχει φορές που μου μιλάει και φορές που μόνο τη βλέπω.
Ματθίλδη: Τα θυμάσαι αυτά που σου λέει όταν ξυπνάς;
Μπέττυ: Τις περισσότερες φορές ναι.
Ματθίλδη: Τι σου λέει δηλαδή;
Μπέττυ: Δεν έχει κάτι συγκεκριμένο. Δεν έχει έρθει ποτέ για να με προειδοποιήσει για κάτι. Την έχω δει σε πολλές φάσεις της ζωής μου.
Ματθίλδη: Μήπως μετά σου συνέβη κάτι και δεν τον συνδύασες με τη γιαγιά;
Μπέττυ: Λογικά θα το συνδύαζα γιατί τα σκέφτομαι αλλά δεν είμαι και σίγουρη. Θυμάμαι πάντως ότι μου έλεγε: «να μου ανάβετε κανά κερί και την καντήλα».
Ματθίλδη: Εμένα μου έχουν συμβεί αρκετές εμπειρίες, δεν είναι μόνο μία. Καλά… για τον ύπνο δεν το συζητώ. Για παράδειγμα, παίζαμε θέατρο στη Θεσσαλονίκη με τον Λάκη Λαζόπουλο και ερχόμουν Δευτερότριτα στην Αθήνα και έκανα το γύρισμα με τις «Γάτες». Κάποια στιγμή ήμουν κουρασμένη και επειδή είχα ένα δίωρο κενό, κοιμήθηκα σε ένα ραντζάκι του στούντιο. Είδα ένα έντονο όνειρο που με ξύπνησε και λέω στην Μπέττυ: «Μπέττυ, να σου πω ένα όνειρο που είδα. Ήταν πολύ περίεργο». Μου λέει η Μπέττυ: «Αϊ μωρέ Ματθίλδη εσύ με τα όνειρα σου συνέχεια». Της λέω: «Όχι, αυτό με τάραξε, ήταν πολύ περίεργο». Και την άλλη μέρα πέθανε η γιαγιά μας η Ματθίλδη. Το όνειρο με τάραξε και ξύπνησα αμέσως. Όχι ότι μπορούσα να το μεταφράσω. Αυτό που ένιωθα ήταν το έντονο. Την άλλη μέρα, ήταν Πρωταπριλιά, επιστρέφω στη Θεσσαλονίκη. Μετά την παράσταση, με κάλεσε ο Λάκης Λαζόπουλος να μου πει ότι πέθανε η γιαγιά μου και νόμιζα ότι μου λέει πρωταπριλιάτικο ψέμα. «Αυτό βρήκες να μου πεις;» τον ρώτησα. Μετά συνδύασα το όνειρο που είδα.
Η κάμπριο Mercedes του ’73 και το μάχιμο τανκ
Ματθίλδη: Αν ήσουν αυτοκίνητο, ποιο αυτοκίνητο θα ήσουν;
Μπέττυ: Μαύρο κάμπριο Mercedes, μοντέλο του 1973 ή του 1974 με τα στενόμακρα φανάρια και τους νίκελ υαλοκαθαριστήρες. Είναι το αγαπημένο μου αυτοκίνητο.
Ματθίλδη: Κόκκινο θα το έβλεπα για σένα.
Μπέττυ: Όχι, πολύ κουραστικό. Το έχω δει αυτό το αυτοκίνητο και είπα «αυτό είναι το αυτοκίνητο των ονείρων μου». Είναι ρετρό αυτοκίνητο.
Ματθίλδη: Συμφωνώ μαζί σου για την κάμπριο Mercedes αλλά σε κόκκινο.
Μπέττυ: Έχεις λυσσάξει με το κόκκινο! Δε θέλω χρυσή μου κόκκινο, θέλω μαύρο! Εσύ, πάντως θα ήσουν σκαραβαίος.
Ματθίλδη: Σκαραβαίος, σίγουρα! Αλλά και ένα γρήγορο sport αμάξι, τύπου Ferrari.
Μπέττυ: Δεν είσαι σίγουρα Ferrari.
Ματθίλδη: Τι είμαι;
Μπέττυ: Μπορεί να είσαι κάποιο γρήγορο όχι όμως Ferrari. Έχει κάποια στοιχεία αυτό το αυτοκίνητο που δε «δένουν» με σένα. Νομίζω ότι είσαι σκαραβαίος. Επειδή είσαι μαχητική, μπορεί να ήσουν ένα τανκ. Είναι στην προσωπικότητα σου. Βγαίνεις και εσύ να πολεμήσεις. Δέχεσαι πυρά και συνεχίζεις.
Ματθίλδη: Αν ήσουν λουλούδι, ποιο λουλούδι θα ήσουν;
Μπέττυ: Θα πω τι αρέσει σε μένα. Αλλά δεν ξέρω αν αυτό το λουλούδι θα μπορούσα να είμαι εγώ. Δεν έχω αίσθηση τι «βγάζω»… Μ’ αρέσει πολύ η μανόλια και η ορτανσία. Αν ήμουν, να ήμουν κάτι πιο… ιδιαίτερο! Στα γαρύφαλλα θα καταλήξουμε; Εσύ τι λουλούδι θα ήσουν;
Ματθίλδη: Θα πω και εγώ τι μ’ αρέσει. Γιασεμί. Έχει κάτι «λεπτό» πάνω του. Τα ανθάκια του έχουν μια ευαισθησία και η μυρωδιά του είναι καταπληκτική.
Η δύσκολη περίοδος της καραντίνας
Μπέττυ: Κατά τη διάρκεια της καραντίνας τι σε ενόχλησε περισσότερο;
Ματθίλδη: Ο εγκλεισμός. Ένιωθα σαν λιοντάρι στο κλουβί. Το άλλο σκληρό για μένα ήταν ότι στο show που συμμετείχαμε, πέρα από το ότι δεν πιάσαμε ένα ρυθμό, είχαμε την έλλειψη του κοινού.
Μπέττυ: Ναι γιατί παίρνεις feed back από το κοινό.
Ματθίλδη: Για εμένα η Θεία Κοινωνία της Τέχνης είναι αυτή. Η επικοινωνία με το κοινό. Αυτή η ενέργεια η οποία ανακυκλώνεται. Αυτό το στερήθηκα και πιστεύω όλοι το στερηθήκαμε. Η αποστείρωση η πραγματική για μένα, ήταν η έλλειψη του κοινού.
Μπέττυ: Εγώ κάποια στιγμή κουράστηκα λίγο. Εμείς είχαμε και το εξής κακό. Γίναμε δάσκαλοι στα παιδιά μας αναγκαστικά. Και δεν είναι εύκολο πράγμα γιατί υπάρχει η μεθοδικότητα του δασκάλου που εμείς δεν τη γνωρίζουμε. Έχουν πάρα πολλή υπομονή στο να μπορούν να επιβληθούν σε ένα παιδάκι και να το καθοδηγήσουν σωστά. Αλλά θεωρώ ότι είμαι αρκετά ευλογημένη από την άποψη ότι ζω σε ένα ωραίο σπίτι, σε μια ωραία περιοχή που μπορούσα να βγω, να πάω τα παιδιά μου βόλτα στο πάρκο. Θεωρώ ότι πολλές οικογένειες πέρασαν πολύ πιο δύσκολα από μένα. Ήρθαν στα αυτιά μου και ξύπνησαν μνήμες της γιαγιάς που έλεγε πάντα: «Α, ρε μια Κατοχή που σας χρειάζεται για να εκτιμήσετε τα απλά πράγματα».
Τα όνειρα που απομακρύνονται αλλά γίνονται πραγματικότητα
Μπέττυ: Αν δεν είχες γίνει ηθοποιός, τι πιστεύεις ότι θα ήσουν;
Ματθίλδη: Θα μπορούσα να γίνω τραγουδίστρια ή μηχανικός που έχω σπουδάσει.
Μπέττυ: Θα έχτιζες σπίτια;
Ματθίλδη: Γιατί όχι;
Μπέττυ: Μπορεί να μην σε γεμίζει αυτό.
Ματθίλδη: Δεν με γεμίζει αλλά με γεμίζει το σχέδιο και η μελέτη, πώς θα κάνω μια διαρρύθμιση χώρου. Αυτό έχει δημιουργικότητα. Ότι και να έκανα με αυτή τη δημιουργική ματιά θα το έβλεπα. Δηλαδή, τώρα τελευταία μου βγήκε και έφτιαξα δυο τραπέζια. Έγινα μαραγκός. Αυτό με γέμισε πάρα πολύ γιατί το ονειρεύτηκα το τραπέζι πώς το θέλω. Και κοιμόμουν και ξυπνούσα με λαχτάρα να πάω να το φτιάξω για να έρθει στη μορφή που είχα στο μυαλό μου. Θεωρώ ότι στη ζωή το πιο σημαντικό πράγμα είναι να δημιουργείς. Να μην το κάνεις διεκπαιρεωτικά.
Μπέττυ: Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε 15 χρόνια από τώρα;
Ματθίλδη: Τι 15 καλέ; Με έχω δει στα 90! Θα είμαι γριά με άσπρα μαλλιά σε μια πολυθρόνα σκηνοθέτη και θέλω να κάνω παραστάσεις και να σκηνοθετώ παιδιά.
Μπέττυ: Αυτό στα 90 σου χρόνια. Σε 15 χρόνια από τώρα;
Ματθίλδη: Θέλω να έχω γράψει τα βιβλία που έχω στο κεφάλι μου.
Μπέττυ: Ποιο θα είναι το πρώτο σου;
Ματθίλδη: Το πρώτο που μου ήρθε και έχω γράψει ήδη το πρώτο κεφάλαιο, είναι ένα προσωπικό οδοιπορικό, και εξωτερικό και εσωτερικό. Ο συνδυασμός των δυο πραγμάτων. Επίσης θέλω πάρα πολύ στα επόμενα χρόνια να γίνω παραγωγός γιατί έχω πάρα πολλές ιδέες.
Μπέττυ: Εγώ λέω να σταματήσω να φαντάζομαι. Να τ’ αφήσω να κυλήσει και να πάω με τη ροή, όπως πάει. Δεν σημαίνει ότι θα πάψω να ονειρεύομαι. Αλλά σε αυτήν τη φάση της ζωής μου νομίζω ότι δε θέλω να κάνω άλλα πλάνα. Ας έρθει ότι είναι να έρθει.
Ματθίλδη: Ε ναι, γιατί ήρθε το μάθημα με τον κορονοϊό. Άρα, βγαίνεις και εσύ, σιγά – σιγά από το πρόγραμμα.
Μπέττυ: Ναι, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω όνειρα όμως. Επειδή στη ζωή μου ότι κυνηγούσα δεν μου καθόταν, τώρα λέω να δω και την άλλη πλευρά. Σκέφτομαι: «Μήπως να το αφήσω μόνο του να έρθει και να μην κυνηγήσω αφού ότι κυνηγάω μου φεύγει;».
Ματθίλδη: Ξέρεις γιατί; Η πραγματικότητα είναι το όνειρο. Ότι έχουν φτιάξει οι άνθρωποι πρώτα το σκέφτηκαν και μετά το έφτιαξαν. Όταν ονειρεύεσαι κάτι και το κυνηγάς, βγάζεις μια ενέργεια η οποία στο απομακρύνει και στο μπλοκάρει.
Μπέττυ: Ναι αλλά δεν λένε πως άμα θες κάτι πάρα πολύ θα έρθει;
Ματθίλδη: Θα έρθει. Αλλά πάρα πολύ τι σημαίνει; Σαν το παιδάκι που ευχήθηκε κάτι και μετά από λίγο το ξέχασε γιατί καταπιάστηκε με κάποιο άλλο παιχνίδι. Τότε έρχονται τα όνειρα και έρχονται πιο γρήγορα. Μην στέλνεις τίποτα, ούτε θετική, ούτε αρνητική ενέργεια. Άστο να φύγει και θα γίνει σίγουρα και θα γίνει την σωστή στιγμή.
Η άγνωστη πρόταση για το Survivor
Μπέττυ: Θα πήγαινες στο Survivor; Εμένα με πήραν τηλέφωνο αλλά δεν πήγα. Δεν είμαι εγώ για κακουχίες. Δεν κοιμάμαι στα σανίδια και να είμαι μακριά από τα παιδιά μου χωρίς λόγο.
Ματθίλδη: Θα ήθελα πάρα πολύ να το βιώσω μόνη μου, χωρίς κάμερες και παιχνίδι. Δε νομίζω να πήγαινα εκεί.
Μπέττυ: Νομίζω ότι θα πήγαινες για την εμπειρία.
Ματθίλδη: Την εμπειρία μπορώ να τη ζήσω και χωρίς τις κάμερες. Πάω σε ένα ερημονήσι, ολομόναχη και τη ζω. Την ίντριγκα τη βαριέμαι. Τη θεωρώ ενεργειακό ξόδεμα. Δεν έχω την ανάγκη για να με ψήσω ότι είμαι survivor να πάω σε αυτό το παιχνίδι ενώ μπορώ να το κάνω και μόνη μου.
Τα μαθήματα ζωής και τα επόμενα επαγγελματικά βήματα
Μπέττυ: Αυτήν την περίοδο συζητάω τηλεοπτικά διάφορα πράγματα αλλά ακόμα δεν είναι κάτι ανακοινώσιμο. Εσύ;
Ματθίλδη: Κάνω κάποιες συζητήσεις για τηλεοπτικά. Επίσης θα πάω στη Λήμνο στις 9 Ιουλίου γιατί ανοίγω το Φεστιβάλ Τέχνης που ξεκινάει φέτος. Και ξεκινάει η προετοιμασία και για το επόμενο τραγούδι. Θα είναι θεατρικό σατιρικό τραγούδι. Θέλω να υπηρετήσω αυτό το είδος. Έμαθα από το θάνατο ενός φίλου, που ήρθε ξαφνικά, ότι δεν πρέπει να κάνω σχέδια. Δεν ξέρεις αν θα ξυπνήσεις την επόμενη μέρα. Τότε είχα πει στον εαυτό μου πως αξίζει να ζω την κάθε μέρα στο 100% της, να μην τη ζω στο 30%.
Μπέττυ: Αυτό προσπαθείς να μάθεις και στην κόρη σου, τη Λήδα;
Ματθίλδη: Δεν ξέρω αν της το έχω μάθει. Εκείνη έχει τη δική της διαδρομή και θεωρώ ότι εμείς έχουμε να μάθουμε από τα παιδιά και όχι τα παιδιά από μας.
Μπέττυ: Συμμερίζομαι αυτήν την άποψη. Τα παιδιά είναι τόσο αγνά και τα βλέπουν όλα με διεισδυτική ματιά την οποία δεν αντιλαμβάνεσαι από την πρώτη στιγμή. Έχουν τρομερή αντίληψη. Γεννιούνται με μια σοφία. Αν τα αφήσεις ελεύθερα να τη βγάλουν πραγματικά μαθαίνεις από τα παιδιά.
- Ευχαριστούμε το «The Acropolis Garden House» για τη φιλοξενία της συνέντευξης και τη φωτογράφιση τους χώρους του. Το υψηλής αισθητικής οίκημα είναι ένα έργο τέχνης το οποίο βρίσκεται στην Πλάκα και συνδυάζει τον μοντέρνο σχεδιασμό με την Αρχαία Ελλάδα και διατίθεται προς ενοικίαση στο Airbnb.