Ο κάθε άνθρωπος, σύμφωνα με μια θεωρία, κρύβει μέσα του δύο εαυτούς. Τον καλό και τον κακό. Το «αγγελάκι» και το «διαβολάκι» στον κάθε ώμο και από εκεί και πέρα εξαρτάται ποιο ακούς περισσότερο για να καθορίσεις τις πράξεις σου, τη ζωή σου, την εικόνα σου προς τα έξω. Είναι μια θεωρία, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί και μια «ωραία ανακάλυψη» ώστε να μπορούμε να δικαιολογούμε οτιδήποτε κάνουμε και δεν μας αρέσει, οτιδήποτε έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το σωστό, το λογικό ή το έξυπνο.
Είναι όμως και μια θεωρία που αρχίζεις να τη σκέφτεσαι, όταν σκέφτεσαι παράλληλα τη ζωή του Μάικ Τάισον. Του ανθρώπου που λάτρευε το πτηνό που συμβολίζει την ειρήνη και στη συνέχεια έγινε γνωστός ως «the baddest man on the planet». Του τύπου που έβγαλε 400 εκατ. δολάρια στη διάρκεια της καριέρας του και βρέθηκε να χρωστάει 27. Του παιδιού που έγινε άντρας χωρίς να πιστεύει στην αγάπη, μέχρι που την ένιωσε και δεν έπαψε να τη ζητάει από τότε. Αυτού, τέλος πάντων, που φυλακίστηκε για βιασμό και τρεφόταν από την ένταση και τη βία, αλλά τελικά ήρθε η ώρα που απολάμβανε να αράζει και να ζει όσο πιο χαλαρά και ήρεμα γινόταν.
Η ιστορία του Μάικ Τάισον έχει ενδιαφέρον για δύο λόγους. Επειδή είναι πάντα απολαυστική μια βόλτα στο youtube για να δεις το πώς διέλυε τους αντιπάλους του και επειδή η πορεία της ήταν αναμενόμενη, αφού -κρίνοντας εκ των υστέρων- κάθε του απόφαση ήταν… λογική. Κι ας είχε μεγαλώσει σε ένα παράλογο περιβάλλον, όπου η μητέρα του, του έδινε από τα επτά του χρόνια λικέρ και χάπια για να κοιμηθεί. Ένα περιβάλλον στο οποίο ο φίλος της μητέρας του τη χτυπούσε, αυτή έβραζε νερό και του το έριχνε, αλλά μόλις της έφερνε τσιγάρα και αλκοόλ γίνονταν και πάλι αγαπημένοι.
Με αυτή τη μητρική παρουσία και με την αδερφή του μεγάλωσε ο Τάισον, αφού ο πατέρας του τους εγκατέλειψε όταν αυτός ήταν δύο ετών. Θα τον έβρισκε στη συνέχεια, υποθέτοντας για το ποιος είναι γιατί σίγουρος δεν μπορούσε να είναι κανείς, αλλά… λίγα πράγματα. Το κεφάλαιο «γονείς» ή «οικογένεια», για τον Μάικ περιγραφόταν πάντα από την εντελώς ασταθή συμπεριφορά της μητέρας του με τους φίλους της, ένας εκ των οποίων επιχείρησε κάποτε να κακοποιήσει την αδερφή του.
Δεδομένα, επομένως, όλα αυτά θα δημιουργούσαν εικόνες, τραύματα και οργή στον «πρωταγωνιστή» μας. Αυτή δεν μπορούσε να τη δει κανείς, βέβαια, σε ένα παιδί που δεν αντιδρούσε στο bullying που δεχόταν στο σχολείο και που απολάμβανε να περνάει τις ώρες του φροντίζοντας περιστέρια. Αρχικά ενός φίλου του, μετά στις ταράτσες των σπιτιών της γειτονιάς του και στη συνέχεια τα δικά του. «Τα αγάπησα από όταν ήμουν 9 ετών, ήταν η απόδραση μου. Ημουν χοντρός και άσχημος, τα παιδιά με πείραζαν συνεχώς, η μόνη χαρά που είχα ήταν τα περιστέρια», είπε κάποτε και επειδή τα αγαπούσε τόσο, τα υπερασπίστηκε τόσο έντονα ώστε να… γίνει άλλος άνθρωπος.
Ο πρώτος που το κατάλαβε αυτό, ήταν ο… νταής του σχολείου, ο οποίος όταν ανακάλυψε ότι ο Μάικ είχε περιστέρια, φρόντισε να πνίξει ένα. Δεν το ήξερε εκείνη τη στιγμή, αλλά απελευθέρωνε ένα κτήνος… «Εκείνη την ημέρα έριξα την πρώτη μου γροθιά», έχει πει για το γεγονός. Και ήταν πραγματικά καλή. Τόσο, ώστε να κερδίζει αμέσως τον σεβασμό των άλλων, να συζητηθεί στη γειτονιά και τελικά να τον παρασύρει σε πολλές άλλες.
Ο Τάισον δεν ήταν πλέον ένα παιδί που δεχόταν αδιαμαρτύρητα τα πειράγματα όλων, αλλά ένας 11χρονος που δοκίμαζε κόκα και έδερνε, για να εξελιχθεί σε έναν 13χρονο που μετρούσε 38 συλλήψεις. Σωφρονιστικά ιδρύματα, παρέες, όλα άρχισαν να περιστρέφονται γύρω από τη βία για τον Μάικ, οπότε δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι κάποια, όχι πολλά, χρόνια αργότερα έγινε Iron Mike.
Το 9χρονο παιδί που ανεχόταν τα πάντα, στα 20 του -τη βραδιά της 22ας Νοεμβρίου 1986- ήταν ο νεότερος παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών και ο πρώτος μποξέρ της ιστορίας που θα κέρδιζε τους τίτλους και στις τρεις ομοσπονδίες (WBC, WBA, IBF). Ηταν ένα παιδί-θαύμα για τον κόσμο της πυγμαχίας, με αποτέλεσμα τα νοκ-άουτ, η δόξα, τα χρήματα να ακολουθήσουν με τρελή ταχύτητα πολύ σύντομα. Οπως ήταν, δηλαδή, τα χτυπήματα και οι αγώνες του.
Ολα αυτά, όπως θα παραδεχόταν και ο ίδιος, αρχικά με τις πράξεις του και μετά με τα λόγια του, είναι κρίμα που δεν πρόλαβε να τα δει ο Κας Ντ’Αμάτο. Ο προπονητής που τον ανέλαβε όταν έκανε τα πρώτα του χρόνια στο μποξ και τον οποίο ο Τάισον λάτρεψε. Ο Κας του έλεγε πάντα ότι θα γιορτάσουν μαζί όταν γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής, αλλά δεν έζησε για να το δει, φεύγοντας αιφνιδιαστικά από τη ζωή λίγους μήνες πριν ο Μάικ πάρει η ζώνη. Και ήταν ένας πολύ δυνατός κρίκος στην… αλυσίδα θανάτων κοντά στον Iron Mike.
Το 1981 πέθανε η μητέρα του, το 1985 ο προπονητής του, το 1989 η 24χρονη αδερφή του λόγω καρδιάς και το 1992 ο Τζίμι Κέρλι Κερκπάτρικ, ο άνθρωπος που ο Τάισον πίστευε και πιστεύει ότι ήταν ο πατέρας του. «Εμφανίστηκε ξανά το 1991, προσπάθησε να μου εξηγήσει τι είχε πάει στραβά με τη μητέρα μου, αλλά βασικά δεν με ενδιέφερε. Δεν είπαμε πολλά, αλλά τον αγαπούσα τον πατέρα μου», έγραψε στην αυτοβιογραφία του, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ζήτησε και άδεια από τη φυλακή για να πάει στην κηδεία του.
Πίσω από τα σίδερα ήταν λόγω της καταδίκης του για βιασμό της 18χρονης Ντεζιρέ Ουάσιγκτον, η οποία είχε πάρει μέρος σε καλλιστεία, τον Ιούλιο του 1991. Τυπικά, αυτό είναι το τέλος του σταρ ή του αγαπημένου του κόσμου, Μάικ Τάισον. Ουσιαστικά, όμως, αυτό είχε έρθει στις 11 Φεβρουαρίου 1990, όταν έχασε για πρώτη φορά αγώνα και τίτλο, κόντρα στον Μπάστερ Ντάγκλας. Μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του μποξ και παράλληλα το μεγαλύτερο καμπανάκι ότι ο Iron Mike, ο οποίος είχε παντρευτεί το 1988 την ηθοποιό Ρόμπιν Γκίβενς και χώρισε το 1989, είχε πάρει την κατηφόρα.
Συνεχής χρήση κοκαΐνης, ξενύχτια, εγκατάλειψη της προπόνησης σιγά-σιγά, αλόγιστη σπατάλη χρημάτων, ο Τάισον βήμα-βήμα όδευε προς το τέλος του μύθου του. Δεν μπορούσε να το καταλάβει όταν ξόδευε 410.000 δολάρια απλά για ένα πάρτι της συζύγου του, αλλά θα το κατάλαβαινε πολλά χρόνια μετά, το 2003, όταν θα δήλωνε ότι όχι απλά έχει χάσει όλη την περιουσία του, η οποία έφτανε στα 400 εκατ. δολάρια, αλλά έχει και χρέη που δεν μπορεί να αποπληρώσει.
Και ο απροετοίμαστος για τόσο χοντρή αποτυχία ή και για τόσο μεγάλη επιτυχία όπως αυτή που είχε προηγηθεί, Μάικ, ήταν μάλλον λογικό ότι θα άρχιζε να χάνει πόντους, να κάνει πράγματα που κάποτε δε θα έκανε, να υποτιμά τον μύθο του ή να «γελοιοποιείται», αν και το τελευταίο δε θες να το λες ή να το γράφεις αν τον συμπαθείς.
Οι εμφανίσεις του σε βραδιές Wrestling για να κάνει τον διαιτητή ή να πρωταγωνιστεί σε ψεύτικους τσακωμούς, δεν ήταν κάτι που θα έκανε ο Τάισον των καλών χρόνων των 80’s. Το δάγκωμα του αυτιού του Εβάντερ Χόλιφιλντ στη ρεβάνς του 1997, το show που έδωσε στη συνέντευξη Τύπου με τον παγκόσμιο πρωταθλητή Λένοξ Λιούις το 2002, για να ανακοινωθεί η αναμέτρηση τους, με τις σεξουαλικές απειλές του προς έναν από τους παρευρισκόμενους που φώναξε ότι πρέπει να τον βάλουν σε τρελάδικο, δεν ήταν η συμπεριφορά που θα είχε όταν ήταν ο καλύτερος, ο πιο δυνατός ή απλά «ο πιο κακός άνθρωπος του πλανήτη» και το ήξερε.
Αυτό που δεν ήξερε και θα μάθαινε στη συνέχεια, όταν πια το επαγγελματικό μποξ θα είχε τελειώσει γι’ αυτόν, είτε επειδή είχαν περάσει τα χρόνια είτε επειδή απλά του είχε αφαιρεθεί η άδεια από όλες τις ομοσπονδίες, ήταν ότι υπάρχει αγάπη. Οτι μπορεί να τη νιώσει και τελικά αυτό μπορεί και να τον αλλάξει. Η γνωριμία του με την Λακίχα Σπάισερ, όπως έχει πει, του γέννησε συναισθήματα που δεν είχε ξανανιώσει και γι’ αυτό αποφάσισε να την παντρευτεί, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη δύο διαζύγια στο βιογραφικό του.
Ηταν, όμως, ένας άλλος Τάισον πλέον. Μεταμορφωνόταν σιγά-σιγά, εξωτερικά και εσωτερικά. «Το τατού στο πρόσωπο; Απλά μισούσα τον εαυτό μου. Κατάλαβα ότι δεν είχα αυτοπεποίθηση, αλλά μεγάλο εγωισμό. Δεν μου άρεσε αυτό που ήμουν. Ηθελα να το κάνω για να νιώσω ότι αλλάζω πρόσωπο», είπε σε μια συνέντευξη του το 2011, όπου μίλησε και για τον θάνατο της 4χρονης κόρης του το 2009, όταν ένα καλώδιο στο διάδρομο του σπιτιού μπλέχτηκε στον λαιμό της.
«Στην αρχή σκέφτηκα ότι κάποιος φταίει γι’ αυτό και θα πρέπει να πληρώσει. Η βία ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό, αλλά όταν πήγα στο νοσοκομείο και είδα άλλους γονείς παιδιών που πέθαναν ή θα πέθαιναν και τον τρόπο με τον οποίο το αντιμετώπιζαν, κατάλαβα ότι αυτό πρέπει να κάνω κι εγώ. Να το αποδεχθώ με ταπεινότητα και με τη σκέψη ότι η κόρη μου θα ζει πάντα μαζί μου», ήταν τα λόγια του και έδειχναν ότι ο Μάικ Τάισον δεν είχε, πλέον, σχέση με τον Iron Mike.
Κάτι που θα επιβεβαιωνόταν και τα επόμενα χρόνια, έχοντας αποφασίσει να ζήσει μια ήρεμη ζωή με την οικογένεια του, προσπαθώντας να καλύψει το χαμένο έδαφος στις σχέσεις του με τα συνολικά οκτώ παιδιά του, συμμετέχοντας σε κωμωδίες του Hollywood με guest εμφανίσεις αφού ο κόσμος τον αγαπάει ακόμη, χαλαρώνοντας ακόμη και στις καταχρήσεις, αν θέλουμε να το πάμε κι εκεί, αφού από τη συνεχή χρήση κοκαΐνης («ξέρεις πώς περνούσα τους ελέγχους; Χρησιμοποιούσα το whizzer, ένα ομοίωμα γεννητικών οργάνων, στο οποίο είχα τα ούρα κάποιου καθαρού», έχει παραδεχθεί) έχει περάσει πλέον στη μαριχουάνα, την οποία καλλιεργεί μάλιστα νόμιμα.
«Οταν σκέφτομαι τα χρόνια που έχασα, όταν σκέφτομαι το παρελθόν και κοιτάω τον καθρέφτη, βλέπω ένα αστείο, μια τραγική φιγούρα, κάποιον που ήταν ηλίθιος. Ποτέ δεν το έβλεπα αυτό, στη ζωή μου υποκρινόμουν ότι ήμουν macho. Δεν είχα αισθήματα για τους άλλους, δεν είχα συμπόνοια για κανέναν, δούλευα στις προπονήσεις για να είμαι έτσι. Ημουν άδειος. Εκανα πράγματα για τα οποία ήθελα να μετανιώσω χρόνια αργότερα. Η ζωή δεν είναι πάντα εύκολη, μερικές φορές πρέπει να περάσεις από την κόλαση. Εγώ πέρασα. Και επιβίωσα», είπε πριν λίγα χρόνια.
Λόγια που δύσκολα θα φανταζόταν κάποιος ότι θα έλεγε ο Iron Mike Tyson όταν σκορπούσε μόνο φόβο. Λες και ήταν ή είναι δύο διαφορετικοί άνθρωποι…