«Φονικότερο νησί του κόσμου» το λένε και δεν είναι απλώς ένας πιασάρικος τίτλος, αλλά μια υπαρκτή και απείρως ζοφερή πραγματικότητα.
Στα 33 λοιπόν χιλιόμετρα από τις ακτές της πολιτείας του Σάο Πάολο, καμιά εκατοστή χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης, θα βρει κανείς ένα μικρό νησί 110 στρεμμάτων.
Και θα το δει από τη θάλασσα μόνο, καθώς ο βαρκάρης δεν θα σε πάει ως τις ακτές. Και γιατί απαγορεύεται και γιατί φοβάται.
Βλέπετε στα χώματά του λαμβάνει χώρα η μεγαλύτερη συγκέντρωση δηλητηριωδών φιδιών από κάθε άλλο σημείο της Γης!
Καλωσορίσατε στο Ilha de Queimada Grande της Βραζιλίας, το Νησί των Φιδιών όπως το λένε όλοι, ένα μέρος πλασμένο με τα υλικά του χειρότερου εφιάλτη. Γιατί τα φίδια που ζουν εδώ ανήκουν στα πιο θανάσιμα της οικουμένης.
Σε μια χώρα σαν τη Βραζιλία που δεν στερείται από ομορφιές, το μικρό αυτό νησί μοιάζει σε μια πρώτη ματιά να ανήκει στο ίδιο μήκος κύματος. Ήπιο υποτροπικό κλίμα, παρθένο τοπίο και καμία ανθρώπινη εκμετάλλευση.
Ό,τι πρέπει για βουτιά δηλαδή, θα σκεφτεί ο τουρίστας που δεν έχει πληροφορηθεί για το τι ακριβώς αντικρίζει. Μόλις μάθει, θα αλλάξει σίγουρα ρότα…
Ο άνθρωπος δεν έχει κατοικήσει ή αξιοποιήσει το Ilha de Queimada Grande για έναν απλό λόγο: δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτόν.
Οι επιστήμονες εκτιμούν πως στο νησί συνωστίζονται από 1-5 δηλητηριώδη φίδια ανά τετραγωνικό μέτρο. Και μιας και τρέφονται με τα άφθονα αποδημητικά πουλιά που η κακή μοίρα τα φέρνει να ξεκουραστούν εδώ, ο αριθμός των ερπετών είναι ασυνήθιστα υψηλός.
Οι δηλητηριώδεις οχιές που ζουν εδώ δεν απαντώνται πουθενά αλλού στον κόσμο. Bothrops insularis είναι η επιστημονική ονομασία του εξαιρετικά δηλητηριώδους φιδιού, ένα είδος οχιάς σε αποχρώσεις κίτρινου και καφέ.
Είναι ένα από τα πλέον θανάσιμα είδη φιδιού στον κόσμο, στις πρώτες θέσεις και στα δηλητηριώδη της Λατινικής Αμερικής, καθώς οι τοξίνες του σκοτώνουν άνθρωπο σε λιγότερο από μία ώρα. Το πανίσχυρο δηλητήριό του το καταλαβαίνεις, καθώς η σάρκα λιώνει γύρω από το σημείο της επίθεσης.
Σε ένα είδος που τρέφεται αποκλειστικά με πουλιά, ήταν επόμενο το δηλητήριο να εξελιχθεί ώστε να δρα ακαριαία. Το φίδι πρέπει να εξουδετερώσει τη λεία του άμεσα, ώστε να μην προλάβει να πετάξει μακριά. Και σε ένα νησί που ο ανταγωνισμός μεταξύ των θηρευτών είναι μεγάλος, η αποτελεσματικότητα του δηλητηρίου είναι αποφασιστικής σημασίας σε όρους επιβίωσης.
Το γένος που ανήκει η συγκεκριμένη «χρυσή οχιά», όπως τη λένε κοινώς, ευθύνεται για το 90% των απωλειών ανθρώπινης ζωής στη Βραζιλία λόγω φιδιών. Είναι εξαιρετικά επιθετικό και ακόμα επιθετικότερο είναι το απομονωμένο είδος του Νησιού των Φιδιών.
Ακόμα και με το αντίδοτο, έχεις 3% πιθανότητα να πεθάνεις. Και ο θάνατος μοιάζει φρικτός. Έρχεται με νεφρική ανεπάρκεια, νέκρωση των μυϊκών ιστών και αιμορραγία στον εγκέφαλο και τα έντερα.
Όσο για τις οχιές του γένους Bothrops, ευθύνονται για τους περισσότερους ανθρώπινους θανάτους σε όλη την Αμερική, Βόρεια και Νότια.
Η οχιά που ζει στο Νησί των Φιδιών κυμαίνεται στο 1 μέτρο κατά μέσο όρο, με αυτό το «1-5 δηλητηριώδη φίδια ανά τετραγωνικό μέτρο» να αποκτά προφανώς ακόμα πιο τρομακτικές διαστάσεις.
Ο βιολόγος Marcelo Duarte, που μελετά το ενδημικό είδος οχιάς του νησιού και έχει βρεθεί στα εδάφη του πάνω από 20 φορές, επιβεβαιώνει πως η συγκέντρωση των φιδιών είναι αδιανόητα υψηλή, λέγοντας πάντως πως είναι ασφαλέστερο το νούμερο 1 φίδι ανά τετραγωνικό μέτρο.
Όσο για το δηλητήριό τους, πέρα από τις νευροτοξίνες που συναντάμε στις οχιές, έχει και αιμοτοξίνη, διαλύοντας τα ερυθρά κύτταρα της λείας. Οι οχιές ξεπερνούσαν άλλοτε τις 400.000, οι τελευταίες εκτιμήσεις (2015) μιλούν ωστόσο για έναν πληθυσμό μόλις 2.000-4.000 φιδιών, κάτι που τα μετατρέπει σε είδος «άκρως απειλούμενο με εξαφάνιση».
Παρά το γεγονός ότι ο θρύλος θέλει τους πειρατές να έφεραν τα φίδια στο νησί για να προστατεύουν τους κουρσάρικους θησαυρούς που έθαβαν εκεί, στην πραγματικότητα ο πληθυσμός των φιδιών εξελίχθηκε στο διάβα χιλιάδων ετών. Και χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση.
Πριν από 11.000 χρόνια, το επίπεδο της στάθμης της θάλασσας ανέβηκε αρκετά ώστε να απομονώσει το Ilha da Queimada Grande από την ηπειρωτική Βραζιλία. Τα φίδια που ζούσαν εδώ τράβηξαν έτσι ένα διαφορετικό εξελικτικό μονοπάτι, γι’ αυτό και οι ρητές διαφορές τους από την οχιά που ζει στην ενδοχώρα της Βραζιλίας (Bothrops jararaca), με την οποία μοιράζονται πολλές ομοιότητες.
Τα φίδια του νησιού δεν απειλούνται από στεριανούς θηρευτές, μια κατάσταση που τους επέτρεψε να αναπαραχθούν ταχύτατα. Η μόνη πρόκληση που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν η έλλειψη χερσαίας λείας. Για να βρουν τροφή, έπρεπε να κοιτάξουν στα κλαδιά των δέντρων, όπου σταματούσαν για λίγο το μακρύ ταξίδι τους τα αποδημητικά πουλιά.
Και μιας και η λεία τους είναι αποκλειστικά φτερωτή, το δηλητήριό τους έπρεπε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Σκοτώνει λοιπόν ακαριαία και είναι 3-5 φορές δυνατότερο από το δηλητήριο των συγγενών ειδών οχιάς…
Οι ντόπιοι έχουν πολλές ιστορίες να σου πουν για τη φριχτή μοίρα όσων πάτησαν αυθάδικα στις ακτές του Νησιού των Φιδιών.
Λαϊκές διηγήσεις και θρύλους δηλαδή, σαν εκείνο τον ψαρά που κατέβηκε στο νησί αναζητώντας μπανάνες και τον βρήκαν μέρες μετά νεκρό στη βάρκα του, μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Δεύτερη αγαπημένη ιστορία, εκείνη του τελευταίου φαροφύλακα του νησιού και της οικογένειάς του. Γιατί ναι, ο άνθρωπος σκέφτηκε να φτιάξει φάρο εκεί! Σύμφωνα με τα ιστορικά μητρώα, ο φάρος λειτούργησε πράγματι για λίγο, από το 1909 μέχρι και τη δεκαετία του 1920.
Γιατί εγκαταλείφθηκε δεν είναι σαφές, οι ντόπιοι έχουν πάντως την απάντηση: ο τελευταίος φαροφύλακας, η γυναίκα και τα τρία τους παιδιά έγιναν τροφή για τα φίδια, που μπήκαν στο σπίτι ένα βράδυ από το ξεχασμένο ανοιχτό παράθυρο.
Εξαιτίας του υπαρκτού κινδύνου, το κράτος της Βραζιλίας απαγορεύει διά ροπάλου τις επισκέψεις στο καταραμένο νησί. Και το διασφαλίζει με τις περιπολίες της Ακτοφυλακής και του Πολεμικού Ναυτικού, που είναι και επιφορτισμένο επισήμως με την τήρηση των απαγορευτικών μέτρων.
Μόνο αν είσαι βιολόγος ή διαπρεπής ερπετολόγος μπορείς να πατήσεις στο νησί για την έρευνά σου και η αποστολή οφείλει να περιλαμβάνει και γιατρό. Γιατρό έχουν μαζί τους και οι συντηρητές του φάρου, που έρχονται μία φορά τον χρόνο παρουσία του Ναυτικού για να ελέγξουν την κατάσταση λειτουργίας του αυτοματοποιημένου εδώ και δεκαετίες φάρου.
Η μελέτη μάλιστα της συγκεκριμένης οχιάς είναι συνεχής, καθώς η επιστήμη ελπίζει πως κατανοώντας την εξέλιξή της θα μάθει περισσότερα για το εξαιρετικά επιθετικό είδος Bothrops. Η κατανόηση της συμπεριφοράς του οποίου είναι εξαιρετικής σημασίας, μιας και είναι το φίδι που σκοτώνει περισσότερους Βραζιλιάνους από κάθε άλλο.
Ο Marcelo Duarte του Brazilian Butantan Institute θεωρεί μάλιστα πως το δηλητήριο της συγκεκριμένης οχιάς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ακόμα και για φαρμακευτικούς σκοπούς. Σε συνέντευξή του το 2014 στο Vice είχε δηλώσει πως οι έρευνες είναι ελπιδοφόρες, καθώς το δηλητήριο της οχιάς του Νησιού των Φιδιών αποδεικνύεται πολύτιμος σύμμαχος στη μάχη με τις καρδιακές νόσους, τους θρόμβους κ.ά.
Και καθώς επιστήμη, φαρμακευτικές και συλλέκτες άγριας ζωής έχουν δημιουργήσει μια καλή μαύρη αγορά και για αυτή την οχιά, βιοπειρατές, όπως τους λένε, έχουν εντοπιστεί αρκετές φορές στο Ilha da Queimada Grande.
Μία οχιά από το νησί πιάνει άλλωστε μεταξύ 10.000-30.000 δολάρια στη μαύρη αγορά. Αυτό, σε συνδυασμό με τη γενικότερη υποβάθμιση του φυσικού της habitat, έχει αποδεκατίσει τον πληθυσμό της οχιάς. Η επιστήμη μάς λέει πως έχει απολέσει πάνω από το 50% του αριθμού της κατά την τελευταία 15ετία.
Την οχιά του Νησιού των Φιδιών τη συναντάμε σήμερα στην Κόκκινη Λίστα του International Union for Conservation of Nature ως ακραία απειλούμενο είδος. Ένα βήμα πριν την οριστική εξαφάνιση δηλαδή.
Ίσως σε κάποια χρόνια το Νησί των Φιδιών να είναι άλλος ένας τουριστικός παράδεισος δίπλα στις ακτές της Βραζιλίας…