Για πολλούς το διάβασμα είναι κάτι αυτονόητο, αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Κάποιοι έχουν πάντα στην τσάντα τους το βιβλίο που διαβάζουν και το ανοίγουν με κάθε ευκαιρία σε κάποιο κενό της δουλειάς, στα μέσα μεταφοράς, περιμένοντας σε κάποιο ραντεβού. Άλλοι δεν είναι τακτικοί αναγνώστες αλλά διαβάζουν ανελλιπώς στις διακοπές τους και όποτε έχουν χρόνο και διάθεση. Κάποιοι διαβάζουν μόνο κάποιο best seller που κάνει θραύση, άλλοι ούτε κι αυτό.
Οι αριθμοί πάντως δείχνουν πως η έκδοση και κυκλοφορία βιβλίων καλά κρατεί. Σύμφωνα με στοιχεία του BBC, καθημερινά πωλούνται πάνω από 1,8 εκατομμύρια βιβλία στις ΗΠΑ, μισό εκατομμύριο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Και παρ’ όλους τους ψηφιακούς «αντιπερισπασμούς», είναι ακόμα πολλοί εκείνοι που αγαπούν το διάβασμα. Το τι προσφέρουν τα βιβλία και τα οφέλη τους είναι γνωστά και αδιαμφησβήτητα, το ερώτημα εδώ είναι αν μας κάνουν και καλύτερους ανθρώπους.
Τα επιχειρήματα είναι πολλά. Το διάβασμα έχει συνδεθεί με κάθε είδους καλή συμπεριφορά, από τον εθελοντισμό και την κοινωφελή προσφορά μέχρι τη συμμετοχή στις εκλογές. Ακόμα και με τη σταδιακή άμβλυνση της βίας στο πέρασμα των αιώνων.
Υπάρχουν χαρακτήρες που μας κάνουν να ζούμε τις ιστορίες τους. Ο Αριστοτέλης έλεγε πως όταν παρακολουθούμε μία τραγωδία, κυριαρχούν δύο συναισθήματα: η λύπη (για τον χαρακτήρα) και ο φόβος (για τον εαυτό μας). Χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε, φανταζόμαστε πώς είναι να είναι κανείς στη θέση του χαρακτήρα που υποφέρει και συγκρίνουμε τις αντιδράσεις του σε διάφορες καταστάσεις με το πώς εμείς αντιδράσαμε σε αντίστοιχα θέματα στο παρελθόν ή με το πώς φανταζόμαστε πως θα αντιδράσουμε στο μέλλον.
Αυτή η εμπειρία είναι σαν άσκηση στην κατανόηση των άλλων. Ο Καναδός ψυχολόγος Κιθ Ότλεϊ αποκαλεί τη λογοτεχνία «προσομοιωτή πτήσης του νου». Όπως οι πιλότοι εξασκούνται χωρίς να σηκωθούν από το έδαφος, οι άνθρωποι που διαβάζουν λογοτεχνία μπορούν να βελτιώνουν τις κοινωνικές τους δεξιότητες κάθε φορά που ανοίγουν ένα βιβλίο. Στην έρευνά του, διαπίστωσε πως καθώς αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε τους χαρακτήρες, αρχίζουμε να σκεφτόμαστε τους δικούς τους στόχους και τις επιθυμίες, αντί για τα δικά μας. Όταν κινδυνεύουν, η καρδιά μας χτυπά πιο γρήγορα. Μπορεί να αλλάξει ο ρυθμός της ανάσας μας. Όμως διαβάζουμε έχοντας την πολυτέλεια να γνωρίζουμε πως τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει σε εμάς. Δεν ιδρώνουμε από τρόμο ούτε πηδάμε έξω από το παράθυρο για να γλιτώσουμε.
Ορισμένοι από τους νευρωνικούς μηχανισμούς που χρησιμοποιεί ο εγκέφαλός μας ανταποκρινόμενος σε όσα συμβαίνουν στα βιβλία έχουν ομοιότητες με αυτούς που χρησιμοποιεί και σε καταστάσεις στην πραγματική ζωή. Όταν διαβάζουμε τη λέξη «κλωτσιά», για παράδειγμα, ενεργοποιούνται ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου που συνδέονται και με την ενέργεια της κλωτσιάς. Όταν διαβάζουμε πως ένας χαρακτήρας πιάνει ένα σχοινάκι κι ανοίγει το φως, αυξάνεται η δραστηριότητα στην περιοχή του εγκεφάλου που σχετίζεται με το πιάσιμο.
Για να παρακολουθήσουμε μια ιστορία, πρέπει να ξέρουμε ποιος ξέρει τι, πώς νιώθει γι’ αυτό και τι πιστεύει κάθε χαρακτήρας πως μπορεί να σκέφτονται οι άλλοι. Αυτό αποτελεί μία δεξιότητα που σχετίζεται με τη «theory of mind», τη θεωρία του νου. Όταν διαβάζουμε για τις σκέψεις κάποιου, ενεργοποιούνται περιοχές που συνδέονται με τη θεωρία του νου.
Με όλη αυτή την εξάσκηση στην ενσυναίσθηση, μέσω του διαβάσματος, θα φανταζόταν κανείς πως όσοι διαβάζουν λογοτεχνία έχουν καλύτερες κοινωνικές δεξιότητες από εκείνους που διαβάζουν non fiction ή δεν διαβάζουν καθόλου.
Η δυσκολία με τη διεξαγωγή μιας τέτοιου είδους έρευνας είναι πως πολλοί- άλλοι όχι εμείς…- έχουν την τάση να υπερβάλλουν ως προς τον αριθμό των βιβλίων που έχουν διαβάσει. Για να το αντιμετωπίσουν αυτό, ο Ότλεϊ και οι συνεργάτες του έδωσαν στους συναδέλφους τους έναν κατάλογο με συγγραφείς λογοτεχνίας και non fiction ζητώντας τους να σημειώσουν ποιους έχουν ακούσει. Τους προειδοποίησαν πως στον κατάλογο υπάρχουν και μερικά φανταστικά ονόματα, με σκοπό ακριβώς να μην μπορέσουν να υπερβάλλουν. Φαίνεται πως ο αριθμός των συγγραφέων για τους οποίους κάποιοι έχουν ακούσει είναι καλή ένδειξη για το πόσο πραγματικά έχουν διαβάσει.
Στη συνέχεια, η ομάδα του Ότλεϊ έδωσε στους συμμετέχοντες το τεστ «Mind in the Eyes», στο οποίο τους δίνονται φωτογραφίες με ζευγάρια μάτια. Μόνο από τα μάτια και την περιοχή γύρω τους, οι συμμετέχοντες καλούνται να μαντέψουν το συναίσθημα που νιώθει ένας άνθρωπος. Τους δίνονται λίγες επιλογές, όπως ντροπαλός, ένοχος, ονειροπόλος, ανήσυχος. Οι εκφράσεις των ματιών είναι πολύ διακριτικές και με την πρώτη ματιά μπορεί να μοιάζουν εντελώς ουδέτερα τα μάτια, οπότε το τεστ είναι πιο δύσκολο απ’ ό,τι μοιάζει. Ωστόσο εκείνοι που είχαν διαβάσει περισσότερη λογοτεχνία, σε σχέση με άλλα αναγνώσματα, είχαν καλύτερες επιδόσεις σε αυτό το τεστ, όπως και σε άλλες μετρήσεις διαπροσωπικής ευαισθησίας.
Στο Εργαστήριο Κοινωνικής Νευροεπιστήμης του Princeton, η ψυχολόγος Νταϊάνα Ταμίρ έχει διαπιστώσει πως εκείνοι που διαβάζουν περισσότερη λογοτεχνία έχουν μεγαλύτερες δεξιότητες στο να «αποκρυπτογραφούν» τι σκέφτονται και νιώθουν άλλοι άνθρωποι. Εξετάζοντας τον εγκέφαλο, διαπίστωσε πως στη διάρκεια της ανάγνωσης λογοτεχνίας εντοπίζεται μεγαλύτερη δραστηριότητα στις περιοχές που συνδέονται με την προσομοίωση της σκέψης των άλλων ανθρώπων.
Οι άνθρωποι που διαβάζουν βιβλία δείχνουν να τα καταφέρνουν καλύτερα από τον μέσο όρο στην «ανάγνωση» των συναισθημάτων των άλλων, αλλά τους κάνει αυτό αυτόματα και καλύτερους ανθρώπους; Για να ελέγξουν την υπόθεση αυτή, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν το τεστ που κάποιος ρίχνει «κατά λάθος» στο πάτωμα μερικά στιλό στο πάτωμα και περιμένει να δει ποιος θα προθυμοποιηθεί να βοηθήσει για να μαζευτούν. Πριν γίνει το «πείραμα» με τα στιλό, δόθηκε στους συμμετέχοντες ένα ερωτηματολόγιο που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, ερωτήσεις που κατέγραφαν τον βαθμό ενσυναίσθησης. Στη συνέχεια τους διάβαζαν μία μικρή ιστορία και καλούνταν να απαντήσουν ερωτήσεις αναφορικά με το πόσο είχαν νιώσει να τους παρασύρει η ιστορία. Είχαν ζωηρή εικόνα των χαρακτήρων; Ήθελαν να μάθουν περισσότερα για τους χαρακτήρες μετά το τέλος της ιστορίας;
Οι υπεύθυνοι του πειράματος έλεγαν μετά πως έπρεπε να βγουν για λίγο για να πάνε σε ένα άλλο δωμάτιο, και «κατά λάθος» έριχναν κάτω έξι στιλό. Το πείραμα φαίνεται πως είχε αποτέλεσμα: οι συμμετέχοντες που ένιωθαν πιο πολύ παρασυρμένοι από την ιστορία και εξέφραζαν μεγαλύτερη συμπόνια για τους χαρακτήρες ήταν πιο πιθανό να βοηθήσουν για να μαζευτούν τα στιλό.
Θα μπορούσε να θεωρήσει κάποιος πως εκείνοι που έδειχναν να νοιάζονταν πιο πολύ για τους χαρακτήρες ήταν εξαρχής οι πιο ευγενικοί, άνθρωποι δηλαδή που ούτως ή άλλως θα προσφέρονταν να βοηθήσουν τους άλλους. Αλλά οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τις επιδόσεις των συμμετεχόντων σε ό,τι αφορά την ενσυναίσθηση και τη συμπόνοια και διαπίστωσαν πως, ανεξαρτήτως, εκείνοι που μπήκαν περισσότερο «μέσα» στην ιστορία συμπεριφέρονταν πιο αλτρουιστικά.
Ασφαλώς, το πείραμα είναι κάτι συγκεκριμένο. Πριν γενικεύσουμε τα ευρήματά του ευρύτερα στην κοινωνία χρειάζεται να είμαστε προσεκτικοί σχετικά με τη σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα στην πραγματική ζωή οι άνθρωποι που δείχνουν μεγαλύτερη ενσυναίσθηση εξαρχής να δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις ζωές των άλλων κι αυτό να τους σπρώχνει και στην ανάγνωση λογοτεχνίας. Δεν είναι αυτό εύκολο θέμα έρευνας. Η ιδανική μελέτη θα έπρεπε να περιλαμβάνει τα επίπεδα ενσυναίσθησης των συμμετεχόντων, χωρίζοντάς τους σε εκείνους που διαβάζουν πολλά βιβλία ή κανένα, επί πολλά χρόνια, και στη συνέχεια να μετρήσουν ξανά τα επίπεδα ενσυναίθησης για να δουν ένα η ανάγνωση λογοτεχνίας έκανε κάποια διαφορά.
Αντ’ αυτού, μικρότερης διάρκειας έρευνες έχουν γίνει για το θέμα αυτό. Για παράδειγμα, Ολλανδοί ερευνητές ανέθεσαν στους φοιτητές τους να διαβάζουν είτε άρθρα εφημερίδων για τις ταραχές στην Ελλάδα και την ημέρα απελευθέρωσης στην Ολλανδία είτε το πρώτο κεφάλαιο από το βιβλίο «Περί τυφλότητας» του βραβευμένου με Νόμπελ Ζοζέ Σαραμάγκου. Στο έργο αυτό, ένας άνδρας χάνει ξαφνικά την όρασή του ενώ περιμένει μέσα στο αυτοκίνητό του μπροστά στο φανάρι. Οι επιβαίνοντες στο αυτοκίνητο τον πηγαίνουν σπίτι και ένας περαστικός υπόσχεται να οδηγήσει το όχημα μέχρι το σπίτι του άνδρα, αλλά το κλέβει. Όταν οι φοιτητές διάβασαν την ιστορία όχι μόνο αυξήθηκαν τα επίπεδα της συμπόνοιας τους αμέσως μετά, αλλά είχαν νιώσει τόσο να παρασύρονται συναισθηματικά από την ιστορία που ακόμα και μία εβδομάδα μετά είχαν ακόμα υψηλότερες επιδόσεις στην ενσυναίσθηση σε σχέση με την πρώτη μέτρηση.
Και πάλι μπορεί κάποιος να πει πως δεν μετρά μόνο η λογοτεχνία σε όλο αυτό. Μπορούμε να φορτιζόμαστε συναισθηματικά και με ανθρώπους που βλέπουμε για παράδειγμα στις ειδήσεις. Αλλά, όπως τονίζει το BBC, η λογοτεχνία έχει κάποια πλεονεκτήματα. Επιτρέπει την πρόσβαση στον εσωτερικό κόσμο του χαρακτήρα με τρόπο που δεν συνηθίζεται στα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ, και είναι πιο πιθανό να περιορίσουμε την ενδεχόμενη δυσπιστία μας χωρίς να διερωτηθούμε για την ακρίβεια όσων λέγονται. Παράλληλα η λογοτεχνία μας επιτρέπει να κάνουμε κάτι που είναι δύσκολο να κάνουμε στην πραγματική μας ζωή, να παρακολουθούμε ολόκληρη τη ζωή ενός χαρακτήρα, στο πέρασμα των χρόνων.
Η έρευνα δείχνει πως πιθανώς η ανάγνωση λογοτεχνίας κάνει τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται καλύτερα. Κάποια εκπαιδευτικά ιδρύματα θεωρούν τόσο ευεργετική την επίδραση του διαβάσματος που εντάσσουν στις σπουδές τους και προγράμματα ανάγνωσης. Για παράδειγμα στο Πανεπιστήμιο University of California Irvine, η Johanna Shapiro από το Τμήμα Οικογενειακής Ιατρικής πιστεύει σθεναρά πως η ανάγνωση λογοτεχνίας κάνει καλύτερους τους γιατρούς και έχει καλέσει τμήμα ανθρωπιστικών σπουδών να συμμετάσχει στην εκπαίδευση των γιατρών.
Τα στοιχεία δείχνουν πως μάλλον είναι καιρός να καταρριφθεί το στερεότυπο του ντροπαλού «βιβλιοφάγου», που είναι μονίμως χωμένος στα βιβλία του και δυσκολεύεται στις κοινωνικές σχέσεις. Αυτοί οι «βιβλιοφάγοι» μοιάζει να καταλαβαίνουν πολύ καλά- και πάντως καλύτερα από άλλους- τους άλλους ανθρώπους.