Πληθωρική προσωπικότητα και ένας καλλιτέχνης που πυροδοτούσε θερμές συζητήσεις τόσο γύρω από το έργο, όσο και γύρω από το πρόσωπό του, ο Ανδρέας Βουτσινάς ήταν αθυρόστομος, εκκεντρικός, μαχητικός και δημιουργούσε τόσο αντιπάθειες, όσο και συμπάθειες, ενώ έλκυε με τον δικό του τρόπο έκφρασης το κοινό προς τα έργα του.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα πολυφυλλετικό περιβάλλον, το οποίο σίγουρα καθόρισε κατά ένα μεγάλο μέρος την προσωπικότητά του.
Γεννημένος το 1932 στο Χαρτούμ του Σουδάν, στην Αφρική, από Κεφαλλονίτες γονείς, ο Ανδρέας Βουτσινάς αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα σκηνοθετικά ονόματα στο ελληνικό θέατρο και όχι μόνο.
Σπούδασε υποκριτική και ενδυματολογία στο Old Vic στο Λονδίνο, παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Δραματικής Τέχνης και Τραγουδιού του Webber Douglas στη Νέα Υόρκη, ενώ φοίτησε και στη σχολή του Λη Στράσμπεργκ.
Στο βιογραφικό του συγκαταλέγονται περισσότερες από 130 σκηνοθεσίες σε παραστάσεις κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου στο Λονδίνο, τον Καναδά, τη Νέα Υόρκη, το Μπρόντγουεϊ, το Παρίσι και την Ελλάδα. Είχε συνεργαστεί με διεθνούς φήμης ηθοποιούς, όπως οι Τζέιν Φόντα, Γουόρεν Μπίτι, Ειρήνη Παππά, Μάρλον Μπράντο, Τζέιμς Ντην κ.α., ενώ δεν ήταν λίγοι και οι Έλληνες ηθοποιοί και σκηνοθέτες που τον θεωρούσαν πραγματικό δάσκαλο και μοναδικό ταλέντο.
Μάλιστα η πολυαγαπημένη ηθοποιός Ζωή Λάσκαρη κάνοντας ένα φλας μπακ στην καριέρα της το 2011 θυμήθηκε τους ανθρώπους που την βοήθησαν στα πρώτα της βήματα και τους κομβικούς σταθμούς αυτής της πορείας, ανάμεσα στους οποίους και ο Ανδρέας Βουτσινάς. Πιο συγκεκριμένα για τον διεθνούς φήμης σκηνοθέτη είχε πει ότι «Ο Ανδρέας Βουτσινάς ακροβατούσε μεταξύ μεθόδου και ενστίκτου και δεν εγκατέλειπε τον ηθοποιό».
Η ζωή στην Ελλάδα χωρίς τον πατέρα του
Με την μητέρα του ο μικρός Ανδρέας ήρθε στην Ελλάδα το 1937, καθώς ο πατέρας του είχε μείνει πίσω στο Σουδάν. Τελείωσε το σχολείο στην Αθήνα, κατά την διάρκεια του οποίου συνάντησε αρκετά προβλήματα. Είχε διαγνωστεί με δυσλεξία, ενώ ήταν και αριστερόχειρας, «ανεπίτρεπτο» για την εποχή, με τις δασκάλες του να του ρίχνουν αρκετό ξύλο ώστε να μάθει να γράφει με το «σωστό» χέρι.
Η μητέρα του τον λάτρευε και τον έκανε να πιστεύει ότι ήταν ο καλύτερος σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ άφηνε και την φαντασία του ελεύθερη χωρίς να την περιορίζει καθόλου. Του έλεγε μάλιστα ότι «δεν πειράζει να λες ψέματα, τα ψέματα είναι φαντασία. Πρόσεχε μόνο μην λες ψέματα στον εαυτό σου, γιατί αυτό είναι αρρώστια».
Αγάπησε το θέατρο από πολύ μικρή ηλικία, καθώς η μητέρα του τον πήγαινε παντού από πολύ νωρίς και έτσι είχε την τύχη να παρακολουθήσει παραστάσεις με την Κατερίνα Ανδρεάδη, τη Μελίνα Μερκούρη, την Έλλη Λαμπέτη, τον Κάρολο Κουν κ.α. Ανέβηκε στο σανίδι για πρώτη φορά όταν ήταν ακόμη στους ναυτοπρόσκοπους, κάνοντας το παιδί που κουβαλούσε τις βαλίτσες σε μία παράσταση με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη.
Οι σπουδές στο Λονδίνο και η μετεγκατάσταση στη Νέα Υόρκη
Τελείωσε το σχολείο στην Αθήνα, ενώ ήταν ο Κάρολος Κουν εκείνος που του έδωσε το έναυσμα και το κίνητρο στις αρχές της δεκαετίας του ’50 να πάρει μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις της δραματικής σχολής Old Vic στο Λονδίνο. Με τα λιγοστά αγγλικά που γνώριζε και με τον μονόλογο του Ριχάρδου ΙΙ που του δίδαξε ο Κουν κατάφερε να συμπεριληφθεί ανάμεσα στους 12 επιτυχόντες που μπήκαν στη σχολή, ανάμεσα σε συνολικά 12.000 μαθητές που δήλωσαν συμμετοχή.
Παρόλο που τα αγγλικά του δεν ήταν στο επιθυμητό επίπεδο, δεν στάθηκαν εμπόδιο στη μετέπειτα εξέλιξή του στο χώρο. Οι καθηγητές του ήταν ιδιαιτέρως ευχαριστημένοι, ενώ τον ενθάρρυναν να γίνει μέλος του σαιξπηρικού φεστιβάλ στον Καναδά (συνήθως έπαιρνε μόνο Άγγλους ηθοποιούς).
Το 1954 έφτασε στη Νέα Υόρκη, όπου θα άφηνε και εκεί το στίγμα του. Παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή του Λη Στράσμπεργκ, μία σχολή που προετοίμαζε τους υποψηφίους για τις εξετάσεις στο Actor’s. Προκειμένου να βγάζει τα προς το ζην ήταν διατεθειμένος να κάνει οποιαδήποτε δουλειά, ενώ όταν εργαζόταν ως ταξιθέτης δεν ήταν λίγα τα βράδια που μάζευε και έτρωγε το ποπ κορν από το πάτωμα, προκειμένου να μην μείνει νηστικός.
Οι εξετάσεις του στέφθηκαν με μεγάλη επιτυχία με τον Ελία Καζάν, ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτη με μεγάλη καριέρα στο Μπρόντγουεϊ και το Χόλιγουντ, να δηλώνει χαρακτηριστικά για τον Βουτσινά «δεν ξέρω αν θα γίνει σκηνοθέτης ή ηθοποιός, αλλά σίγουρα δεν θα περάσει απαρατήρητος».
Με το ταλέντο και την μεθοδικότητά του κατάφερε να γίνει δάσκαλος και ισόβιο μέλος του Actor’s Studio, μαθήματα υποκριτικής του οποίου παρακολούθησαν ή συνεργάστηκαν μαζί του μεγάλα ονόματα του κινηματογράφου όπως οι Μέρλιν Μονρόε, Μάρλον Μπράντο, Τζέιν Φόντα κ.α.
Μάλιστα είναι ο άνθρωπος που έδωσε το «πράσινο φως» στους πρωτοεμφανιζόμενους τότε Ρόμπερτ ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο και Ντάστιν Χόφμαν να γίνουν ηθοποιοί, με τον πρώτο να του προκαλεί περισσότερο το ενδιαφέρον. Το ντεμπούτο του στο Μπρόντγουεϊ το έκανε με μία παράσταση όπου πρωταγωνίστρια ήταν η Τζείν Φόντα. Από τους μεγάλους έρωτες στην ζωή του, ο οποίος κράτησε για τρία χρόνια.
Η προσφορά του στο θέατρο του Παρισιού, η παρασημοφόρησή του από το γαλλικό κράτος και η επιστροφή στην Ελλάδα
Λίγα χρόνια μετά ιδρύει θεατρική σχολή στο Παρίσι, με μία από τις αξέχαστες επιτυχίες του για το γαλλικό κοινό το έργο «Δεσποινίς Τζούλια» με πρωταγωνίστρια την Φανί Αρντάν. Μάλιστα, το γαλλικό κράτος για την προσφορά του στο θέατρο τον παρασημοφόρησε τέσσερις φορές. Ανάμεσα στις τιμητικές διακρίσεις ο ανώτατος τίτλος τιμής «Commandeur des Arts et des Lettres», καθώς και ο τίτλος «Chevalier de Merite».
Γυρνάει στην Ελλάδα μετά από προτροπή της παλιάς του φίλης Νόνικας Γαληνέα, η οποία τον έφερε στην Αθήνα για την παράσταση «Κάθε χρόνο τέτοια μέρα». Λίγα χρόνια αργότερα ο Ζυλ Ντασέν του ζητάει να παίξει στην «Κραυγή Γυναικών» δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη. Η θετική απάντηση έμοιαζε μονόδρομος καθώς για τον Ανδρέα Βουτσινά η Μελίνα «ήταν εξωγήινη. Ήτανε κάτι που έχει έρθει από έναν άλλον κόσμο», όπως χαρακτηριστικά εξομολογήθηκε στον Γιάννη Έξαρχο και στην εκπομπή «Βάθος Πεδίου».
Αρκετά εγκωμιαστική η άποψη του Ζυλ Ντασέν για τον Ανδρέα Βουτσινά καθώς τον χαρακτήριζε εκλεκτό σκηνοθέτη. «Σε κάθε χώρα το θεατρικό κατεστημένο επηρεάζεται από μία εκλεκτή ομάδα σκηνοθετών. Η Ελλάδα έχει μεταξύ των εκλεκτών της, τον Ανδρέα Βουτσινά», είχε πει χαρακτηριστικά ο σπουδαίος σκηνοθέτης και φιλέλληνας.
Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα συνεργάστηκε με το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, το ΚΘΒΕ, το Εθνικό Θέατρο, την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, το Θεσσαλικό Θέατρο και με πολλούς θιάσους του ελεύθερου θεάτρου.
Αν και μεγάλος σκηνοθέτης, δεν αποδέχτηκε ποτέ αυτόν τον χαρακτηρισμό, καθώς όπως ο ίδιος έλεγε «το μεγάλος μου δίνει την εντύπωση ότι έχω τελειώσει, ότι δεν μπορώ να κάνω άλλα πράγματα».
Η άποψή του για το θέατρο ήταν απλή και είχε, μάλιστα, διαμορφωθεί από μικρή ηλικία. Η στιγμή που το παραμύθι έγινε αλήθεια και η αλήθεια παρέμεινε ακόμη παραμύθι του είχε μείνει χαραγμένη στη μνήμη από την πρώτη θεατρική παράσταση που παρακολούθησε. Μάλιστα είναι και αυτό το στοιχείο που έψαχνε σε όλες τις δουλειές που έκανε.
«Αν κάπου το θέατρο δεν γίνει παραμύθι για μεγάλους, θα γίνει μια εγκεφαλική εμπειρία που θα μπορεί να ξεχαστεί πάρα πολύ εύκολα. Εάν δεν βρω το παιδί μέσα στον μεγάλο νομίζω ότι έχω αποτύχει».