Ως ένα από τα πιο σεπτά και αγαπημένα πρόσωπα του χριστιανισμού, η Θεομήτωρ κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία και τη λατρεία του Ιησού Χριστού.
Η Παναγία αποτέλεσε το επίκεντρο της αγάπης και της τιμής των χριστιανών ήδη από τους πρώτους αιώνες της νέας πίστης, ως μια αγνή και άδολη γυναίκα που επιλέχθηκε για την κυοφορία του Θεανθρώπου.
Μόνο που η Καινή Διαθήκη δεν αποκαλύπτει και πολλά για την καταγωγή και τη ζωή της Κεχαριτωμένης. Την ώρα που οι πρωτοχριστιανοί θέσπισαν τόσες και τόσες γιορτές προς τιμήν της, τα τέσσερα Ευαγγέλια του Κανόνα δεν μίλησαν παρά αποσπασματικά για τη σημαντικότερη γυναικεία μορφή των Γραφών.
Η Παρθένος Μαρία καταγόταν από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας, γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ και ήταν η μητέρα του Χριστού. Αυτό μας λένε οι τέσσερις Ευαγγελιστές, περιγράφοντας λεπτομερώς τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και κάνοντας αποσπασματικές αναφορές στο πρόσωπό της στο περιθώριο της βιογραφίας του Ιησού.
Οι βιβλικοί μελετητές έχουν καταλήξει πως η απουσία επαρκών βιογραφικών στοιχείων για την Παναγία οφείλεται στο απλό γεγονός πως η Καινή Διαθήκη αναφέρεται αποκλειστικά στα έργα και τις ημέρες του Χριστού.
Και πρέπει κανείς να αναζητήσει αλλού πληροφορίες για τα πρόσωπα που πλαισιώνουν τον Ιησού από τη Γέννηση ως και τη Σταύρωση, στα κείμενα των πρωτοχριστιανών που δεν περιλαμβάνονται μεν στον επίσημο Κανόνα της εκκλησίας, διασώζουν δε αναφορές που είναι σήμερα στο επίσημο corpus της χριστιανικής διδασκαλίας.
Ο όρος «απόκρυφα» εξάλλου δεν αποδίδεται αναγκαστικά σε αιρετικά κείμενα των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού, αλλά αφορά συχνά και σε μαρτυρίες που δεν εντάσσονται απλώς στα αποδεκτά κείμενα. Είναι όμως μέρος της θρησκευτικής παράδοσης εδώ και αιώνες.
Για τους Άγιους Θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα, αλλά και τα άλλα μεγάλα στιγμιότυπα της ζωής της Υπεραγίας Θεοτόκου (Εισόδια, Κοίμηση και Ανάληψη), μας μιλά διεξοδικά το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, ένα από τα αρχαιότερα και σημαντικότερα απόκρυφα χριστιανικά κείμενα που πραγματεύεται τα σχετικά με τη Θεοτόκο, τη γέννηση του Χριστού και τον θάνατο του αρχιερέα Ζαχαρία.
Ήταν μάλιστα από την αρχή τόσο δημοφιλές και αγαπητό λαϊκά που όχι μόνο διαδόθηκε στα πέρατα του χριστιανικού κόσμου, αλλά έφτασε να επηρεάσει και τη λατρευτική εκκλησιαστική παράδοση σε Ανατολή και Δύση…
Σύζυγος της Αγίας Άννας και πατέρας της Παρθένου Μαρίας, τα βιογραφικά στοιχεία του κτηνοτρόφου Ιωακείμ παρουσιάζονται για πρώτη φορά στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. στο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου. Ευκατάστατο και ευσεβή απεικονίζει τον Ιωακείμ από τη Ναζαρέτ το απόκρυφο κείμενο, να δίνει πολλά στους φτωχούς και τη συναγωγή.
«Ήταν πολύ πλούσιος και συνήθιζε να προσφέρει διπλά τα δώρα του στο Ναό, λέγοντας: ‘‘Ας είναι ένα μέρος της περιουσίας μου για το λαό και ένα άλλο αφιερωμένο στον Κύριο μου για να συγχωρεί τις αμαρτίες μου και για τον εξιλασμό μου’’» (1.1), είχε όμως έναν καημό, πως ήταν άκληρος.
Πήρε τη γυναίκα του λοιπόν και μετακόμισαν από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ, όπου συνάντησε ξανά την άρνηση του ιερατείου να αποδεχτεί τις προσφορές του, μιας και η ατεκνία ήταν ένδειξη θεϊκής δυσαρέσκειας. Αφού ερεύνησε πως όλοι οι δίκαιοι των φυλών του Ισραήλ είχαν αποκτήσει παιδιά στη ζωή τους, ακόμα και ο Αβραάμ την έσχατη ώρα, ήταν πια απαρηγόρητος.
«Λυπήθηκε πολύ ο Ιωακείμ και δεν εμφανίστηκε στη γυναίκα του, αλλά κατευθύνθηκε στην έρημο, όπου έστησε τη σκηνή του, νήστεψε επίσης σαράντα μερόνυχτα μονολογώντας: ‘‘Δεν θα κατεβώ ούτε για φαγητό ούτε για ποτό, έως ότου με επισκεφτεί ο Κύριος, ο Θεός μου, και θα είναι τροφή και ποτό η προσευχή μου’’» (1.4).
Αντίστοιχες δεήσεις έκανε και η σύζυγός του Άννα και κάποια στιγμή ένας άγγελος της υπόσχεται ένα παιδί: «Άννα, Άννα, ο Κύριος εισάκουσε τη δέηση σου, θα συλλάβεις και θα γεννήσεις και θα μιλούν για το σπέρμα σου σε όλη την οικουμένη» (4.1).
Ένας δεύτερος άγγελος Κυρίου κατεβαίνει και στον Ιωακείμ: «Ιωακείμ, Ιωακείμ, ο Κύριος, ο Θεός εισάκουσε τη δέηση σου, κατέβα λοιπόν από αυτόν τον τόπο, γιατί η γυναίκα σου θα συλλάβει» (4.2). Κι έτσι ο Ιωακείμ εγκαταλείπει την αυτοεξορία του στην έρημο και επιστρέφει στην Ιερουσαλήμ, καλώντας τους βοσκούς του να του φέρουν 10 πρόβατα, 12 μοσχάρια και 100 κατσίκια για να τα προσφέρει στους ιερείς και τον λαό.
Η Άννα τον συνάντησε με το κοπάδι του στην πύλη της Ιερουσαλήμ, όπου «έτρεξε και κρεμάστηκε στο λαιμό του λέγοντας: ‘‘Τώρα ξέρω καλά ότι ο Κύριος, ο Θεός μου έδωκε πλούσια την ευλογία Του, γιατί να που η χήρα δεν θα είναι πια χήρα και να που η άτεκνος θα συλλάβει’’» (4.3).
Η συνάντηση μάλιστα Ιωακείμ και Άννας στη Χρυσή Πύλη της Ιερουσαλήμ ήταν αγαπημένο θέμα των αγιογραφιών περί της ζωής της Παρθένου Μαρίας για πολλούς αιώνες, μέχρι τη Σύνοδο του Τρέντο (1545) που απαγόρευσε την αγιογράφηση σκηνών που αναφέρονται στα απόκρυφα κείμενα της χριστιανοσύνης. Η Σύναξη των Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης γιορτάζεται στην ορθόδοξη παράδοση στις 9 Σεπτεμβρίου, μία μέρα μετά τη Γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Από κατοπινά απόκρυφα κείμενα μαθαίνουμε ακόμα πως ο θεοσεβής Ιωακείμ ήταν γιος του Ελιακείμ και καταγόταν από τη φυλή του Ιούδα, με τη γενιά του να κρατά από τον Δαβίδ. Ήταν τόσο αυτός όσο και η σύζυγός του προχωρημένης ηλικίας όταν συνέλαβαν την κόρη τους.
Τα εξωπατερικά κείμενα τον περιγράφουν ενάρετο, πράο και καλοκάγαθο.
Η Άννα, από την άλλη, «θρηνούσε δύο θρήνους και οδυρόταν δύο οδυρμούς, έλεγε: ‘‘Θα οδύρομαι για τη χηρεία μου, θα οδύρομαι για την ατεκνία μου’’» (2.1) και ικέτευε συνεχώς τον Θεό: «Θεέ των πατέρων μας, ευλόγησε με και εισάκουσε τη δέηση μου, όπως ευλόγησες τη μήτρα της Σάρρας και της έδωκες υιό, τον Ισαάκ» (2.4).
Η θεϊκή χάρη έδωσε τελικά στο άτεκνο και ηλικιωμένο ζευγάρι μια κόρη, ξεπλένοντας την ντροπή της ατεκνίας. Η Άννα δεν αναφέρεται επίσης πουθενά στην Αγία Γραφή και για τη ζωή της μαθαίνουμε κυρίως από το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου και άλλα, μεταγενέστερα, κείμενα του χριστιανικού αποκρυφισμού.
Από κει πληροφορούμαστε πως ήταν κόρη σεβάσμιου ραβίνου και καταγόταν από τη φυλή του Λευί. Είχε δύο αδελφές και παντρεύτηκε κάποια στιγμή με τον εύπορο Ιωακείμ από τη Γαλιλαία. Η ιστορία της έχει αρκετές ομοιότητες με τη γέννηση του βιβλικού Σαμουήλ, η μητέρα του οποίου (Χάνα, ίδιο όνομα με την Άννα) ήταν επίσης άτεκνη.
Και ήταν η ορθόδοξη παράδοση αυτή που ασχολήθηκε εκκλησιαστική με την Αγία Άννα ήδη από τον 6ο αιώνα μ.Χ., εκεί που ο καθολικισμός έδωσε περιέργως λίγη προσοχή στο πρόσωπό της ως και τον 12ο αιώνα. Κάτι που είχε να κάνει, μας λένε οι ιστορικοί, με το γεγονός ότι το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου ήταν γραμμένο στα ελληνικά, την ίδια ώρα που μια σειρά από Ποντίφικες το είχαν καταδικάσει ως αιρετικό.
Η Αγία Άννα συνέλαβε την κόρη της την επομένη των χαρμόσυνων μαντάτων του αγγέλου και την κράτησε κοντά της για 3 χρόνια, πριν την εμπιστευτεί στον Ναό, κατά το τάμα της. Εκεί την παρέλαβε ο αρχιερέας Ζαχαρίας, πατέρας του Ιωάννη του Βαπτιστή.
«Καθώς περνούσαν οι μήνες, το παιδί μεγάλωνε. Όταν έγινε δύο ετών, είπε ο Ιωακείμ στην Άννα: ‘‘Ας την οδηγήσουμε στο ναό του Κυρίου, για να εκπληρώσουμε την υπόσχεση που δώσαμε, μήπως μας στείλει ο Κύριος την οργή Του και δεν γίνει δεκτό τότε το Δώρο μας’’. Η Άννα τότε απάντησε: ‘‘Ας περιμένουμε το τρίτο έτος, για να μην αποζητήσει το κορίτσι τον πατέρα ή την μητέρα’’. Και o Ιωακείμ είπε: ‘‘Ας περιμένουμε’’» (7.1).
Η Αγία Άννα μετέτρεψε την κάμαρά της σε χώρο ιερό και πεντακάθαρο, ώστε να μην έρθει σε επαφή η μικρή με τίποτα το ακάθαρτο και το ρυπαρό: «Και διαμόρφωσε στο υπνοδωμάτιο της ένα εξαγνισμένο χώρο, όπου τίποτε το μολυσμένο ή ακάθαρτο δεν επέτρεπε να περάσει. Κάλεσε επίσης τις αμόλυτες θυγατέρες των Εβραίων για να παίζουν μαζί της» (6.1).
Η Παναγία δεν θα ξαναζούσε δίπλα στους γονείς της, καθώς από τον Ναό βγήκε στα 12 της χρόνια και οι γονείς της είχαν πεθάνει εντωμεταξύ. Ο Ιωακείμ ήταν 80 ετών όταν υποδέχτηκε στη ζωή τη Μαριάμ και η εκκλησιαστική παράδοση μας παραδίδει πως η Παναγία έχασε τον πατέρα της σε ηλικία 12 ετών. Κάτι που σημαίνει πως ήταν 92 ετών όταν έφυγε από τον κόσμο.
Όσο για την Άννα, ήταν στα 70 της όταν συνέλαβε τη Θεομήτωρ και εκοιμήθη στα 80, χωρίς να είναι πάντως σαφές από τα απόκρυφα κείμενα ποιος από τους δυο έφυγε πρώτος από τη ζωή. Η Αγία Άννα, μετά τον αποχωρισμό από τη Μαριάμ, πέρασε την υπόλοιπη ζωή της δοξολογώντας τον Θεό και βοηθώντας τους φτωχούς.
Και όπως μας λέει και το απολυτίκιο Αγίων Ιωακείμ και Άννης: «Η Δυάς η αγία και Θεοτίμητος, Ιωακείμ και η Άννα ως του Θεού αγχιστείς, ανυμνείσθωσαν φαιδρώς ασμάτων κάλλεσιν ούτοι γαρ έτεκον ημίν, την τεκούσαν υπέρ νουν, τον άσαρκον βροτωθέντα, εις σωτηρίαν του κόσμου, μεθ’ ης πρεσβεύουσι σωθήναι ημάς»…