Ο επ’ ενεχύρω δανεισμός είναι πιο παλιός και από τις τράπεζες ακόμα, αποτελώντας διαδεδομένο τρόπο απόκτησης ρευστότητας ήδη από την κλασική αρχαιότητα.
Ακόμα και ο Αριστοφάνης διαμαρτύρεται στις «Νεφέλες» του 423 π.Χ. πως του παίρνουν τα πράγματά του ως ενέχυρο.
Η παράδοση του ενεχυριασμού, της εναπόθεσης πολύτιμων αντικείμενων με αντάλλαγμα το ζεστό μετρητό δηλαδή, είχε διαδοθεί μάλιστα τόσο ως τους βυζαντινούς χρόνους που ο Ιουστινιανός αναγκάστηκε να θεσπίσει ειδικό νόμο που απαγόρευε ρητώς τον ενεχυριασμό ως πρακτική. Κι αυτό γιατί ο τοκισμός είχε γίνει δυσανάλογα μεγάλος και δυσβάσταχτος στην εποχή του, όντας πληγή πια για την κοινωνική συνοχή.
Τα χρόνια πέρασαν όμως και οι καιροί άλλαξαν. Οι παλιότεροι θα θυμούνται ακόμα τους σαράφηδες, τους αργυραμοιβούς που λειτουργούσαν ως ενεχυροδανειστές και είχαν για εξασφάλιση το αμανάτι.
Σήμερα τα ανταλλακτήρια χρυσού, απότοκα της κρίσης κι αυτά, είναι τόσο γενικευμένα που μοιάζουν να υπάρχουν από πάντα. Πίσω από τα προστατευτικά τζάμια τους λαμβάνει χώρα μια άνευ προηγουμένου αιμορραγία του ελληνικού νοικοκυριού, ένα μεγάλο παζάρι που αποθησαυρίζει την οικογένεια από κάθε κινητό περιουσιακό στοιχείο.
«Αγοράζω χρυσό» τιτλοφορούνται τα περισσότερα και οι πινακίδες τους οδηγούν σε υπόγεια και ημιωρόφους ταλαιπωρημένων από τον χρόνο πολυκατοικιών, αν και προσφάτως ξεπήδησε και μια νέα γενιά ανταλλακτηρίων χρυσού που δεν ντρέπονται για το ποιόν τους. Αυτά τα συναντάς στα ισόγεια με ευδιάκριτες μαρκίζες από νέον, καθώς το επάγγελμα γνωρίζει άνθηση και καθιερώνεται στις συνειδήσεις μας ολοένα και περισσότερο.
Μόνο που δεν είναι η πρώτη φορά και πιθανότατα ούτε η τελευταία. Και μιας κι η Ιστορία έχει την κακή συνήθεια να επαναλαμβάνεται ως φάρσα, τα ενεχυροδανειστήρια της χώρας μας έζησαν τη μεγαλύτερη ακμή τους έπειτα από κείνο το ιστορικό «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» με το οποίο φέρεται να προλόγισε στη Βουλή των Ελλήνων ο Χαρίλαος Τρικούπης στις 10 Δεκεμβρίου 1893 την πτώχευση του ελληνικού κράτους, που όπως θυμόμαστε έφερε στο κατόπι της χώρας τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο…
Τα ενεχυροδανειστήρια του τόπου μας ξεκινούν και καθιερώνονται από την ίδρυση του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους, συνοδεύοντας λες απαρέγκλιτα τη φτώχεια του λαού μας. Το πρώτο διάταγμα για την εξασφάλιση του πιστωτή μέσω ενεχυριασμού πολύτιμων αντικειμένων του χρεώστη ανάγεται στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα το 1836. Ξέρουμε επίσης πως στα χρόνια της Ενετοκρατίας τα Επτάνησα ήταν γεμάτα από ενεχυροδανειστήρια, δίνοντας το ηχηρό «παρών» στις περιπέτειες της Κέρκυρας, της Ζακύνθου και των άλλων νησιών του Ιονίου.
Σταθμός στην οικονομική καθημερινότητα του ελληνικού κράτους δεν θα γίνονταν όμως παρά στα χρόνια της πτώχευσης της κυβέρνησης Τρικούπη, ο οποίος είπε μονολογώντας σχεδόν στην Παλαιά Βουλή αναφορικά με τις πιέσεις των δανειστών να μπει η Ελλάδα σε οικονομική επιτροπεία: «πρέπει να λαλήσωμεν προς αυτούς επτωχεύσαμεν δυστυχώς».
Σε κείνα τα σκοτεινά χρόνια εμφανίζονται μαζικά στο κέντρο μιας μικρής Αθήνας περίεργα καταστήματα που ανταλλάσσουν τιμαλφή με μετρητό. Καμιά πενηνταριά αναφέρονται στις εφημερίδες της εποχής, αν και στην Αστυνομία δεν ήταν γνωστές παρά μια χούφτα εξ αυτών. Το καθεστώς ανομίας και διαφθοράς της λειτουργίας τους, αλλά οι πάντα καθυστερημένες ρυθμίσεις για την περιστολή του φαινομένου της τοκογλυφίας, ανάγκασαν τον Βλάση Γαβριηλίδη, τον «πατέρα» της νεοελληνικής δημοσιογραφίας, να κηρύξει σταυροφορία εναντίον τους.
«Άγριοι γδέρνουν το τομάρι εκείνων, οι οποίοι έσχον την ατυχίαν να περιπέσουν εις τας χείρας των», γράφει χαρακτηριστικά στην «Ακρόπολη» το 1894, και συνεχίζει: «Εις την Πλάκα, εις του Ψυρρή, εις την Νεάπολιν, εις το Κολωνάκι ακόμη, εις κάθε παράθυρον, εις κάθε υπόστεγον, εις κάθε τρύπαν, βλέπετε και από μίαν επιγραφήν ανηρτημένην επί πινακίδος με μεγάλα γράμματα “Δίδονται δάνεια επί ενεχύρω”».
Και, όπως θα περίμενε κανείς, πίσω από τα ενεχυροδανειστήρια κρύβονταν προβεβλημένα μέλη της κοινωνίας, η αφρόκρεμα του οικονομικο-πολιτικού κατεστημένου. Μεγαλέμποροι, κρατικοί αξιωματούχοι, γιατροί, δικηγόροι, ακόμα και πλούσιες χήρες με ασίγαστη φιλανθρωπική δράση ήταν οι μοχλοί που κινούσαν τα νήματα της καταλήστευσης του κοσμάκη.
Και κύκλωμα σωστό ήταν και τότε, καθώς οι ενεχυροδανειστές απευθύνονταν στην πλουτοκρατία για την απαραίτητη ρευστότητα που κινούσε τις ζοφερές επιχειρήσεις τους. Και βέβαια, παρά τη ρητή απαγόρευση εκποίησης ενεχύρου χωρίς τελεσίδικη δικαστική απόφαση, οι συνεργαζόμενοι μεγαλοδικηγόροι είχαν τον τρόπο να τα παρακάμπτουν όλα αυτά.
Ένα καλό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας πέθανε οικονομικά στα άνομα μαγαζιά των τοκογλύφων, καθώς έπαιρναν πρακτικά τα πάντα. Και σπανίως τα επέστρεφαν, ακόμα και σε συνεπείς ως προς τις υποχρεώσεις τους χρεώστες. Δεν ήταν καθόλου σπάνιο δηλαδή να εξαφανίζονται μαγικά οι ενεχυροδανειστές κατά τη συμφωνημένη ημερομηνία επιστροφής του ενεχύρου και να αποκτούν έτσι δικαιοπρακτικά την κυριότητα του αντικειμένου.
Τιμαλφή, πολύτιμα μικροαντικείμενα, ρολόγια, εργόχειρα, ομολογίες, ακόμα και βιβλιοθήκες ολόκληρες άλλαζαν χέρια με τρόπους τουλάχιστον ύποπτους. Μια στο τόσο ξεσπούσε κάποιο σκάνδαλο, αποκαλύπτονταν μερικά ονόματα και κάποιοι έμπαιναν φυλακή, με καταδίκες για κλεπταποδοχή ή τοκογλυφία. Όσο η κρίση έσπρωχνε όμως μαζικά τον κόσμο στα σαράφικα, τέτοιες επιτυχίες δεν ήταν παρά σταγόνα στον ωκεανό της διαφθοράς.
Τόσο η κοινή γνώμη όσο και ο Τύπος της εποχής καλούσαν τις κυβερνήσεις να ιδρυθεί ένα κρατικό ενεχυροδανειστήριο, καθώς ήταν συχνότατα οι κακές πρακτικές των ενεχυροδανειστών αυτές που έκαναν το πράγμα ακόμα χειρότερο. Η γνωστή αρτηριοσκλήρωση της Ελλάδας δεν θα το επέτρεπε όμως αυτό παρά 40 χρόνια αργότερα.
Σε άλλη μια βαθιά οικονομική κρίση του τόπου μας δηλαδή, αυτή των αρχών της δεκαετίας του 1930, όταν δύο νέα φαινόμενα εμφανίστηκαν ταυτοχρόνως…
Η δεκαετία του 1930 έφερε στις βαλίτσες της όχι μόνο μια νέα κρίση, αλλά και μια νέα πρακτική ενεχυριασμού: τον χρυσό. Τα ενεχυροδανειστήρια είχαν και πάλι την τιμητική τους, μόνο που τώρα έδειχναν μια ιδιαίτερη προτίμηση στον χρυσό. Χρυσά μαχαιροπήρουνα, χρυσές ταμπακιέρες, χρυσά σταυρουδάκια, χρυσά δαχτυλίδια, ακόμα και χρυσά δόντια καλωσορίζονταν σε μια πληθώρα τόσων διαφορετικών μεταξύ τους σαράφικων.
Άλλα γωνιασμένα σε υπόγειες κρύπτες και κακόφημες γειτονιές και άλλα να ξεχειλίζουν πολυτέλεια και τρυφή, απομυζούσαν με πρωτόγνωρη δυναμική τις οικονομίες της κοινωνίας αλλά και τις θύμησες των οικογενειών, απορροφώντας κάθε πατροπαράδοτο κειμήλιο που τύγχανε να είναι χρυσό.
Η ανάγκη για κρατικό θεσμό ενεχυριασμού έγινε πλέον αδήριτη, μια πιεστική κοινωνική πραγματικότητα που θα λειτουργούσε σαν το ίδιο το συσσίτιο για τους επαίτες. Οι ενεχυροδανειστές παραείχαν γίνει άρπαγες και η πληγή που άφηναν στον κοσμάκη σπανίως έκλεινε.
Κι έτσι το 1933, δικαιώνοντας αγώνες δεκαετιών, ιδρύεται με νόμο και υπό την αιγίδα του κράτους το πρώτο επίσημο Κρατικόν Ενεχυροδανειστήριον, που υπαγόταν στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Ήταν αναμφίβολα η πλέον αξιόπιστη μορφή ενεχυριασμού από τον Οκτώβριο του 1934, όταν και ξεκίνησε τη λειτουργία του, ανακουφίζοντας όλες εκείνες τις εισοδηματικές τάξεις που μάτωναν στα χέρια των τοκογλύφων.
Το Κρατικό Ενεχυροδανειστήριο φύλασσε τα τιμαλφή του κόσμου με αντάλλαγμα μικροδάνεια με ευνοϊκούς όρους, ώστε να είναι δυνατή η αποπλήρωσή τους και να μπορεί έτσι να επιστραφεί το αμανάτι στον νόμιμο κάτοχό του. Ο ενεχυριασμός τέθηκε έτσι στην υπηρεσία της κοινωνικής πολιτικής, καθώς ακόμα και στην περίπτωση της εκποίησης του αντικειμένου, το τυχόν πλεόνασμα αποδιδόταν στον πελάτη.
Η ύπαρξη επίσημου κρατικού φορέα ενεχυριασμού αποφόρτισε την κατάσταση, δεν κατάφερε ωστόσο να ανακόψει την επέλαση των ιδιωτών στα χρόνια της κρίσης, όταν η «αγορά χρυσού» κατέκλυσε τη χώρα θυμίζοντας εικόνες του 1930. Μερικές χιλιάδες λειτουργούν σήμερα νόμιμα και παράνομα σε όλη τη χώρα και, όπως μας λέει το ΣΔΟΕ, η παραβατικότητα αγγίζει εδώ το αστρονομικό 59%.
Όσο για τον αντίκτυπό τους στην ελληνική κοινωνία, τον γνωρίζει πιθανότατα καλά κάθε σπίτι που βρέθηκε σε ανάγκη…