Το 1985, ένα μοναδικό, όπως αποδείχθηκε, κρανίο, ανακαλύφθηκε στην παραλία Yamana στο ακρωτήρι Shirreff των νησιών Σέτλαντ στην Ανταρκτική. Όπως έδειξε η εξέταση και μελέτη του, ανήκε σε μία γυναίκα από τη νότια Χιλή, ηλικίας περίπου 20 ετών, που πιστεύεται πως πέθανε μεταξύ 1819 και 1825. Το κρανίο αυτό είναι το παλαιότερο εύρημα ανθρώπινου ίχνους που έχει ποτέ βρεθεί στην Ανταρκτική.
Το σημείο όπου βρέθηκε το κρανίο ήταν εντελώς αναπάντεχο. Βρέθηκε σε «καταυλισμό» στην παραλία, που είχαν φτιάξει ομάδες που κυνηγούσαν φώκιες στις αρχές του 19ου αιώνα, κοντά στο μηριαίο οστό της. Ωστόσο δεν υπήρχαν γυναίκες κυνηγοί φώκιας εκείνη την εποχή. Δεν υπάρχουν ντοκουμέντα που να μπορούν να εξηγήσουν το πώς ή το γιατί μία νεαρή γυναίκα βρέθηκε στην Ανταρκτική τον συγκεκριμένο χρόνο. Σήμερα, με ηλικία σχεδόν 200 ετών, το κρανίο πιστεύεται πως ρίχνει φως στις πρώτες ανθρώπινες παρουσίες στην Ανταρκτική.
Το εν λόγω κρανίο ήταν ένα πολύ σημαντικό εύρημα- και όχι μόνο για αρχαιολογικούς λόγους. Σε τριάντα χρόνια από σήμερα, τέτοιες ανακαλύψεις, οστά και άλλα παρόμοια ευρήματα, μπορεί να παίξουν ρόλο στις εδαφικές διεκδικήσεις της ανέγγιχτης απεραντοσύνης της Ανταρκτικής. Ορισμένες χώρες αθόρυβα- να και όχι πάντα- προετοιμάζονται για τη διεκδίκηση των «δικαιωμάτων» τους ως ιδιοκτητών των ακατοίκητων αχανών εκτάσεων.
«Πολύς κόσμος δεν καταλαβαίνει πως υπάρχει και μία πιο σκοτεινή πλευρά της Ανταρκτικής» δηλώνει ο καθηγητής Γεωπολιτικής στο Royal Holloway University of London Klaus Dodds. «Αυτό που παρακολουθούμε είναι ισχυρές πολιτικές να εκδηλώνονται σε έναν τόπο, που πολλοί άνθρωποι νομίζουν πως είναι απλώς μία παγωμένη έρημος».
Το «Σύστημα Συνθηκών Ανταρκτικής», όπως ονομάζεται η Συνθήκη της Ανταρκτικής και οι συναφείς συνθήκες, υπεγράφη το 1959, καθορίζοντας τις διεθνείς σχέσεις αναφορικά με την Ανταρκτική, η οποία αποτελεί τη μοναδική ήπειρο της Γης που δεν έχει αυτόχθονες κατοίκους.
Για τους σκοπούς της συνθήκης, η Ανταρκτική ορίζεται ως όλη η ξηρά και οι πάγοι που βρίσκονται νότια του 60ού παράλληλου (60°S). Η συνθήκη έχει επικυρωθεί από 53 χώρες και διαχωρίζει την Ανταρκτική ως επιστημονική προστατευόμενη περιοχή, ελεύθερη για επιστημονική έρευνα και στην οποία απαγορεύεται κάθε στρατιωτική δράση. Ήταν, όπως αναφέρει η Wikipedia, η πρώτη συμφωνία για τον έλεγχο των όπλων που υπογράφηκε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Η κύρια συνθήκη τέθηκε προς υπογραφή την 1η Δεκεμβρίου του 1959 και τέθηκε επίσημα σε ισχύ στις 23 Ιουνίου του 1961, ωστόσο το 1998 τέθηκε σε ισχύ το Πρωτόκολλο Περιβαλλοντικής Προστασίας και είναι το κύριο όργανο που ασχολείται με τη διατήρηση και τη διαχείριση της βιοποικιλότητας της Ανταρκτικής. Το Πρωτόκολλο αυτό αναγνωρίζει πως η Ανταρκτική είναι «φυσικό καταφύγιο, αφιερωμένο στην ειρήνη και την επιστήμη» και απαγορεύει όλες τις δραστηριότητες που σχετίζονται με τους ορυκτούς της πόρους, εκτός από εκείνες που κρίνονται απαραίτητες για την επιστημονική έρευνα. Αυτό βέβαια δεν είναι σκαλισμένο σε πέτρες, ούτε έχει αιώνια ισχύ.
Το 2048, μισό αιώνα μετά την κατάρτιση του Πρωτοκόλλου, δηλαδή, το κομμάτι αυτό της Συνθήκης μπορεί να τεθεί υπό αναθεώρηση. Τότε, η απαγόρευση των εξορύξεων και των ερευνών για ορυκτό πλούτο μπορεί- κι αυτή η πιθανότητα είναι απολύτως υπαρκτή- να μεταβληθεί ή και να απαλειφθεί.
«Ο λόγος που το 2048 και η σημασία του είναι ορατά στο φόντο είναι επειδή εάν κάποιες χώρες νιώσουν πως δεν χρειάζεται να γίνεται πια σεβαστή η απαγόρευση της εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου της περιοχής, πολλοί ανησυχούν πως μπορούν τα πράγματα να εξελιχθούν πολύ γρήγορα» εξηγεί ο Dodds. «Η περιβαλλοντική προστασία είναι ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια της Συνθήκης».
Επτά χώρες διατύπωσαν διεκδικήσεις στην Ανταρκτική- αλληλοκαλύπτοντας μάλιστα η μία την άλλη – όταν τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη: Αργεντινή, Αυστραλία, Χιλή, Γαλλία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία και Ηνωμένο Βασίλειο. Η Συνθήκη έβαλε όλες αυτές τις διεκδικήσεις «στη θέση τους» και απαγόρευσε το να εκφραστούν κι άλλες. Ταυτόχρονα «παγώνει» κάθε επέκτασή τους, με τον πιο επίσημο τρόπο.
Ουσιαστικά, όπως εξηγεί η Jill Barrett, νομικός σύμβουλος και διδάσκουσα διεθνούς δικαίου στο Queen Mary University of London, οι χώρες που διεκδικούν κάτι στην Ανταρκτική, αναγκάστηκαν από τη Συνθήκη, για να τεθεί σχηματικά, να βάλουν τις διεκδικήσεις τους σε ένα «κουτί» κλεισμένο με το καπάκι του. «Ωστόσο» όπως γλαφυρά προσθέτει, «αυτό το κουτό είναι πάντα εκεί».
Ήδη κάποιες χώρες και πέρα από τις επτά σκέφτονται το «ορόσημο» του 2048 και το περιβαλλοντικό κομμάτι της Συνθήκη, προσθέτει ο Dodds. «Οι μεγάλοι παίκτες, συνήθως η Κίνα και η Ρωσία, σκέφτονται από τώρα το θα γίνει περί το 2048 και καταρτίζουν ήδη τα σχέδιά τους».
Το αποτέλεσμα είναι πολλές χώρες να στέλνουν «αντιπροσωπείες» τους στην Ανταρκτική, προσπαθώντας παράλληλα με πολλούς τρόπους να βάλουν χέρι στην «πίτα». Χρηματοδοτώντας, για παράδειγμα, επιστημονικές έρευνες, ιστορικές μελέτες και κατασκευάζοντας ερευνητικές βάσεις σε διάφορά σημεία της. «Είναι ένα πολύ σαφές μήνυμα στον υπόλοιπο κόσμο: είμαστε παντού στην Ανταρκτική» εξηγεί ο Dodds.
Η αρχαιολογία είναι μία από τις σημαντικότερες δραστηριότητες, λέει ο Michael Pearson, σύμβουλος κληρονομιάς της Ανταρκτικής και πρώην εκτελεστικός διευθυντής της Επιτροπής Australian Heritage Commission. «Εγκαθιδρύει το ενδιαφέρον, το συμφέρον, αν όχι ένα υπό διεκδίκηση μερίδιο, στις μελλοντικές συζητήσεις για τις εδαφικές διεκδικήσεις ή την εμπορική εκμετάλλευση».
Παρότι τα αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η ανακάλυψη του κρανίου της παραλίας Yamana, δεν έχουν νομικό βάρος, μπορούν ωστόσο να χρησιμοποιηθούν για να αλλάξουν το «χρονοδιάγραμμα» της ιστορίας της ηπείρου, όπως μέχρι σήμερα το ξέρουμε. Αν, για παράδειγμα, η Χιλή μπορεί να αποδείξει πως δικοί της πολίτες κατοικούσαν στην Ανταρκτική νωρίτερα από άλλες χώρες, που διεκδικούν εδάφη της, τότε θα έχει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα μπορούν επίσης να δώσουν ώθηση και πολιτική ενίσχυση σε αντίστοιχα ζητήματα στις διεκδικήτριες χώρες. «Όταν βρίσκονται απομεινάρια ή αντικείμενα στον πάγο, αυτό μπορεί εύκολα να αναζωπυρώσει ή να ‘φουσκώσει’ τον εδαφικό εθνικισμό», λέει ο Dodds. «Η αρχαιολογία πάντα ήταν σημαντική για τις εθνικές πολιτικές».
Άλλα γεγονότα, όπως ιστορικά ναυάγια, μπορούν να διαδραματίσουν παρόμοιο ρόλο με το κρανίο της Yamana. Το 1819, η ισπανική φρεγάτα San Telmo βυθίστηκε στο πέρασμα Drake, που χωρίζει την άκρη της Χιλής από την Ανταρκτική. Οι αρχαιολόγοι έκαναν έρευνες στα νησιά της για ενδείξεις που να αποτύπωναν πιθανή παρουσία μελών του πληρώματος σε κάποια ακτή.
«Απομεινάρια του ναυαγίου ξεβράστηκαν από τη θάλασσα και βρέθηκαν στα Νότια Σέτλαντ» λέει ο Pearson. «Είναι πιθανό κάποιος από το πλήρωμα να επιβίωσε πάνω σε κάποιο κομμάτι του πλοίου, που έμεινε στην επιφάνεια κι επέπλεε». Οπότε, εάν υπήρξαν επιζώντες, θα ήταν οι πρώτοι που βρέθηκαν στην Ανταρκτική, πριν κι από τους Βρετανούς.
Το ενδιαφέρον, και η καλή πτυχή, όλης αυτής της προσοχής, είναι πως η επένδυση μιας και μόνης χώρας στην αρχαιολογία μπορεί να αποκαλύψει αντικείμενα κι άλλα απομεινάρια που αφορούν όλο τον κόσμο, ανακαλύψεις που δεν θα είχαν γίνει αλλιώς. «Οι υποβόσκουσες εθνικιστικές φιλοδοξίες των χωρών, είτε εκφράζονται ανοιχτά είτε έχουν κρυφά κίνητρα, μπορούν να είναι επωφελείς» προσθέτει ο Pearson. «Παρέχουν χρηματοδοτική υποστήριξη- και όχι μόνο – για να γίνει η αρχαιολογική έρευνα, που θα ήταν σε κάθε άλλη περίπτωση πολύ δύσκολο να γίνει».
Για τη Χιλιανή, που το κρανίο της εντοπίστηκε στη Yamana, το επικρατέστερο συμπέρασμα είναι πως κάπως βρέθηκε σε αποστολή κυνηγιού φώκιας στην Ανταρκτική. Μπορεί να πνίγηκε, ή να πέθανε εκτεθειμένη στα στοιχεία της φύσης, στην ακτή. Σε κάθε περίπτωση τα οστά της παραμένουν ανάμεσα στις πιο σημαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις που έγιναν ποτέ στην Ανταρκτική. Και είναι πλέον μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης εικόνας ισχύος και εθνικής υπερηφάνειας, με φόντο το αδιάλειπτο πολιτικό παιχνίδι διεκδικήσεων στα εδάφη και τους κρυμμένους θησαυρούς της παγωμένης ηπείρου.