«Άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος και η αλληλοεξόντωσις; Προς τι ο αλληλοσπαραγμός; Όλοι άνθρωποι είμεθα, για όλους υπάρχει γη, για όλους υπάρχει ο ήλιος. Άνθρωποι είμαστε όλοι… όλοι εξαρτήματα του σύμπαντος είμαστε». Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Χρήστο Τσαγανέα, ο οποίος στην ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» υποδύθηκε με μοναδικό τρόπο τον τρελό. Μία φράση που γράφτηκε το 1948, τη χρονιά της κλιμάκωσης του Εμφυλίου πολέμου και η οποία 70 χρόνια μετά -δυστυχώς- βρίσκει ακόμη θέση σε κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.
Από τον ελληνικό κινηματογράφο έχουν περάσει κάμποσες ταινίες-διαμάντια. Σίγουρα, όμως, «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» είναι ένα από τα αριστουργήματα, αν όχι το αριστούργημα των αριστουργημάτων. Τέσσερα χρόνια μετά την αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων κι ενώ η Ελλάδα σπαραζόταν από τον Εμφύλιο, ο Αλέκος Σακελλάριος με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο μετέφεραν στη μεγάλη οθόνη το θεατρικό τους έργο, που είχαν ανεβάσει το 1946.
Η πλοκή
Ο Θόδωρος (Βασίλης Λογοθετίδης) είναι ένας φιλήσυχος άνθρωπος, ο οποίος ζει με την οικογένειά του σε μία γειτονιά της μεταπολεμικής Αθήνας. Η Ελλάδα έχει χωριστεί στα δύο και ο ίδιος είναι πικραμένος με τους συμπολίτες του, που τόσο γρήγορα λησμόνησαν τη γερμανική Κατοχή κι έχουν επιδοθεί σε μία αλληλοεξόντωση. Ο Θόδωρος σοκαρισμένος με την όλη κατάσταση, επιστρέφοντας από μία βόλτα, στην αυλή ακούει έναν από τους γείτονές του, τον Ζήση (Βαγγέλης Πρωτόπαππας) να διαβάζει στην εφημερίδα ότι ο Χίτλερ, τελικά, ζει, κάπου στο Τιρόλο, μαζί με την Εύα Μπράουν. Μη θέλοντας να ακούει άλλα, πάει στην καρέκλα του και τον παίρνει ο ύπνος.
Όμως, ξυπνάει απότομα, όταν ακούει φωνές απ’ έξω, ότι η Ευρώπη δέχεται επίθεση από τους Γερμανούς ξανά. Τότε, αρχίζει μία αφήγηση, για το πώς η Γερμανία αρχίζει να κυριαρχεί ξανά στην Ευρώπη. Αφού τελειώσει η αφήγηση, η ταινία επιστρέφει στην αυλή, όπου όλοι μαζί ακούνε γερμανικά στο ραδιόφωνο. Η δεύτερη αυτή Κατοχή τους βρίσκει ξανά στην πείνα και στην εξαθλίωση: ο Ζήσης έκανε ψητό τον σκύλο, τον Φλοξ και η γυναίκα του Θόδωρου, η Ουρανία (Νίτσα Τσαγανέα) βράζει τον Τζιτζιφρίγκο, ένα καναρίνι της κόρης τους. Αυτά είναι και τα πρώτα «θύματα» της νέας Κατοχής.
Στη συνέχεια, η ταινία μεταφέρεται στις φυλακές, όπου όλοι οι πρωταγωνιστές βρίσκονται στο ίδιο κελί. Μετά από διάφορες περιπέτειες, σε ένα σκηνικό που μεταφέρει τον θεατή ακόμη και σήμερα με μία μοναδική μαεστρία στο κλίμα της εποχής, η ταινία κλείνει με έναν αριστουργηματικό κι έντονα συναισθηματικό μονόλογο του Θεόδωρου. Ο Βασίλης Λογοθετίδης μιλάει στο καναρίνι, τον Τζιτζιφρίγκο και με τα λόγια του δείχνει την έντονη απογοήτευσή του για τις πράξεις των ανθρώπων.
«Είσαι στεναχωρημένο; Ξέρω, το κλουβί ε; Τι περιμένεις παιδί μου ανθρώπινη εφεύρεση. Οι άνθρωποι ανακάλυψαν και τη σκλαβιά και τις φυλακές… Άντε… Φεύγα! Φεύγα… Τι δουλειά έχεις με ‘μάς τους παλιανθρώπους; Εσύ είσαι πλασμένο από τον Ύψιστο για να πετάς ελεύθερα στους αιθέρες. Άντε, φεύγα! Προς τι το μίσος και η αλληλοεξόντωσις;» του είπε και το άφησε ελεύθερο να πετάξει.
Μία ταινία με διαχρονικά μηνύματα
Αν κάτι χαρακτηρίζει την ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» και την κατατάσσει στο Πάνθεον των αριστουργημάτων, είναι τα πολλαπλά και διαχρονικά κοινωνικό-πολιτικά μηνύματα που πέρασε, σε μία ταραχώδη περίοδο, στη μαύρη σελίδα της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας, τον Εμφύλιο. Μία ταινία που μπορεί να χαρακτηριστεί τολμηρή, αφού οι συντελεστές της στην περίοδο που η χώρα ήταν χωρισμένη στα δύο, με όπλο το πικρό -σε πολλά σημεία- χιούμορ, κατάφεραν να καυτηριάσουν το γεγονός ότι οι Έλληνες αντί να βγουν ενωμένοι από τη Γερμανική κατοχή, εξόντωναν ο ένας τον άλλον.
Ο Αλέκος Σακελλάριος, στην πρώτη του σκηνοθετική (και απόλυτα πετυχημένη) απόπειρα αποφεύγει να πάρει το μέρος της μίας ή της άλλης πλευράς. Αντίθετα, επέλεξε να πάρει το δρόμο της λογικής, αυτόν της ενότητας. Και το δρόμο αυτό τον δείχνει ο «τρελός» της ταινίας. «Άνθρωποι, άνθρωποι, αιμοχαρείς και αιμοδιψείς… προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;» αναρωτιέται ο Χρήστος Τσαγανέας.
«Ήμασταν στο σκοτάδι και περιμέναμε το φως. Τώρα, είμαστε στο φως και μας τρώει το σκοτάδι» παρατηρεί σοφά ο Βασίλης Λογοθετίδης. Για να αναρωτηθεί σε κάποιο άλλο σημείο της ταινίας: «Ποτέ δεν θα ησυχάσουμε σε αυτό τον κόσμο από τα πολιτικά»; Αλήθεια, θα περίμενε κανείς πως αυτά τα λόγια θα αποδεικνύονταν το ίδιο σοφά, 70 χρόνια μετά;
«Οι Γερμανοί ξανάρχονται» είναι μία βαθύτατα αντιπολεμική ταινία, που σκοπός της ήταν να αναδείξει μέσα από λαϊκούς ανθρώπους, τη δύναμη της ενότητας, την οποία οι Έλληνες είχαν ξεχάσει, τόσο γρήγορα.
Ταινία-σταθμός και για τους ίδιους τους συντελεστές
Όπως αναφέραμε, η ταινία ήταν η πρώτη που σκηνοθέτησε ο Αλέκος Σακελλάριος στον κινηματογράφο. Μάλιστα, εμφανίζεται και ο ίδιος (ήταν μία αγαπημένη συνήθεια του σπουδαίου δημιουργού να κάνει περάσματα από τις ταινίες του) σε μία σκηνή, όπου τον βλέπουμε να παρακολουθεί έναν καυγά από απόσταση.
Ο Βασίλης Λογοθετίδης ήταν ήδη 50 χρόνων και με σημαντική καριέρα στο βιογραφικό του. Ωστόσο, «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» είναι η ταινία που τον καθιέρωσε πλήρως και αναγνωρίστηκε απ’ όλους ως ο απόλυτα Έλληνας κωμικός. Μετά από την ταινία, έγινε θιασάρχης μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1960.
Στην ταινία εμφανίζεται και η Γεωργία Βασιλειάδου, η οποία μετά από τη συμμετοχή της αυτή ξεκίνησε μία δεύτερη καριέρα, που την καθιέρωσε ως την «κωμικιά των κωμικών», όπως είχε πει κάποτε για εκείνη, ο Κώστας Χατζηχρήστος. Μέχρι τότε, έκανε καριέρα στο θέατρο και κυρίως, σε μουσικές παραστάσεις καθώς διέθετε μία σπουδαία φωνή.
«Οι Γερμανοί ξανάρχονται» ήταν, όμως και η παρθενική εμφάνιση στο πανί για σπουδαίους στην πορεία ηθοποιούς, όπως ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Λαυρέντης Διανέλλος, ο Νίκος Φέρμας, ο Στέφανος Στρατηγός και η Ίλυα Λιβυκού, η οποία από τότε έγινε αχώριστο κινηματογραφικό και θεατρικό δίδυμο με τον Βασίλη Λογοθετίδη.
Ήταν, επίσης, η πρώτη και μοναδική φορά που ο σπουδαίος σκηνοθέτης, Ντίνος Δημόπουλος εμφανίσθηκε ως ηθοποιός. Τότε, έκανε τα πρώτα του βήματα στην Υποκριτική, αλλά στη συνέχεια τον κέρδισε η σκηνοθεσία, χαρίζοντας στον ελληνικό κινηματογράφο σπουδαία έργα.
Η ταινία ήταν και η πρώτη εμπορική επιτυχία της Φίνος Φιλμ. Και για πολλούς θεωρείται ο προπομπός των επόμενων μεγάλων επιτυχιών. Και να σκεφτεί κανείς ότι στην αρχή ο Φίνος ήταν διστακτικός στο να γυριστεί η ταινία. Ο λόγος; Πριν δυο χρόνια, είχε ανέβει στο θέατρο και είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία. Και θεωρούσε ότι ο κόσμος δεν θα ενδιαφερόταν να τη δει και στον κινηματογράφο.
Τελικά, πείστηκε από τον Σακελλάριο και αποφάσισε να πάρει το ρίσκο. Και δικαιώθηκε για την τελική του απόφαση, αφού «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» προβλήθηκε στις αίθουσες σε Αθήνα και Πειραιά κι έκοψε 136.033 εισιτήρια, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι αποτελεί μέχρι και σήμερα σημαντικό έργο – ύμνο στις ανθρώπινες αξίες.