«Το όνομα μου είναι Mary Ellen Wilson. Δεν ξέρω πόσο χρονών είμαι. Η μαμά μου με μαστιγώνει και με χτυπά σχεδόν κάθε μέρα. Δε μου έχει δείξει ποτέ αγάπη. Ούτε με ένα φιλί. Μου απαγορεύει να παίζω με άλλα παιδιά και ποτέ δεν τόλμησα να μιλήσω σε κάποιον γιατί εάν το έκανα θα με έδερνε. Κάθε φορά που η μαμά μου βγαίνει έξω με κλειδώνει στο υπνοδωμάτιο. Δεν έχω βγει ποτέ έξω από το σπίτι…».
Αυτή ήταν η συγκλονιστική κατάθεση της Mary Ellen Wilson ενώ κοριτσιού που ζούσε για επτά χρόνια την απόλυτη φρίκη από την θετή της μητέρα.
Η υπόθεση κακοποίησης της έφτασε το 1874 στο δικαστήριο της Νέας Υόρκης και έγινε η αρχή για την προστασία των κακοποιημένων παιδιών.
Τα όσα τραγικά διηγήθηκε στο δικαστήριο αυτό το ανήλικο κορίτσι συντάραξαν την αμερικανική κοινωνία και οδήγησαν στην ίδρυση του πρώτου οργανισμού που στηρίζει παραμελημένα και κακομεταχειρισμένα παιδιά.
Οι μαρτυρίες της Mary Ellen στη σκοτεινή δικαστική αίθουσα του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης άλλαξαν εντελώς την αντίληψη και την στάση του κόσμου απέναντι στα φαινόμενα της ενδοοικογενειακής βίας και της κακοποίησης παιδιών.
Η υπόθεσή της πήρε μεγάλες διαστάσεις και οδήγησε σε μεταρρυθμίσεις του αμερικανικού νομικού συστήματος. Νομικές δίοδιοι επέτρεπαν πια την παρέμβαση των Αρχών σε σπίτια κακοποιημένων παιδιών βάζοντας τέλος στον εφιάλτη τους.
Η Mary Ellen Wilson γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1864. Λίγο καιρό μετά τη γέννηση της έχασε τον πατέρα της στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Η οικογένειά της αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα μετά την απώλειά του.
Η μητέρα της δούλευε από το πρωί ως το βράδυ για να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι δε μπορούσε πλέον να στηρίζει οικονομικά την κόρη της. Την κηδεμονία του βρέφους ανέλαβε μία γυναίκα μα το όνομα Mary Score, όμως αυτό ήταν μια προσωρινή λύση. Η μητέρας της δε μπορούσε να πληρώνει τα έξοδα φροντίδας σε αυτή τη γυναίκα κι έτσι η επόμενη επιλογή ήταν η υιοθεσία.
Σε ηλικία δύο χρονών το κορίτσι δόθηκε στο Ίδρυμα φιλανθρωπιών της Νέας Υόρκης, το οποίο ανέθεσε την υιοθεσία του κοριτσιού στους Thomas και Mary McCormack. Όπως αργότερα αποδείχθηκε το ζευγάρι την υιοθέτησε με πλαστά χαρτιά. Το ίδρυμα απαιτούσε από τους γονείς να παρέχουν μια ετήσια αναφορά σχετικά με την κατάσταση του κοριτσιού, κάτι που ωστόσο οι γονείς παραμελούσαν διαρκώς.
Ο θετός πατέρας πέθανε λίγο μετά την υιοθεσία και έτσι το κορίτσι έμεινε με την θετή της μητέρα, η οποία και ξαναπαντρεύτηκε.
Αυτή η γυναίκα θα γινόταν ο απόλυτος εφιάλτης και θα την βασάνιζε ανελέητα για πολλά χρόνια. Το ανήλικο κορίτσι έτρωγε ξύλο με το μαστίγιο από τη θετή της μέρα σχεδόν κάθε μέρα για επτά ολόκληρα χρόνια. Της απαγορευόταν να βγει από το σπίτι όπου την κρατούσε κλειδωμένη, της απαγόρευε ακόμα και να κοιτάξει τον εαυτό της σε καθρέφτη.
Οι γείτονες ήταν οι πρώτοι που υποψιάστηκαν ότι κάτι περίεργο συνέβαινε σε αυτό το σπίτι. Πολύ συχνά άκουγαν τα κλάματα και τα ουρλιαχτά του κοριτσιού που διαπερνούσαν τους τοίχους. Δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο αμέτοχοι. Απευθύνθηκαν σε μία θρησκευτική λειτουργό, την Etta Angell Wheeler, η οποία τελικά έσωσε το κορίτσι. Η θρησκευτική λειτουργός επινόησε μία ιστορία για να πάρει τα κλειδιά από τον θυρωρό και να μπει στο διαμέρισμα της φρίκης. Καμία λέξη δεν μπορεί να περιγράψει τα όσα αντίκρισε…
«Ήταν μικροσκοπική. Το μέγεθος της έμοιαζε με 5χρονο ήταν όμως 10 χρονών. Καθάριζε πιάτα, έτριβε κατσαρόλες και τηγάνια, τα οποία ήταν βαριά για να τα κουβαλήσει. Απέναντι της βρισκόταν ένα δερμάτινο μαστίγιο», περιέγραφε η Etta Angell Wheeler μόλις είδε το μικρό κακοποιημένο κορίτσι. Τα σημάδια από το μαστίγιο ήταν εμφανή σε όλο της το σώμα. Ήταν γεμάτη ουλές, μελανιές και εγκαύματα από το πρόσωπο μέχρι και τα πόδια της. «Ήταν ένα παιδί φοβισμένο και καταπιεσμένο. Η έκφραση του προσώπου της κατέγραφε τη μιζέρια της ζωής της. Δεν είχε αγαπηθεί ποτέ».
Η θρησκευτική λειτουργός απευθύνθηκε στην αστυνομία αλλά προς μεγάλη της έκπληξη της είπαν ότι χρειάζεται να φέρει αποδείξεις κακοποίησης. Τα σημάδια από τους μώλωπες στο σώμα του παιδιού, οι ουλές και οι τραγικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσε δεν ήταν αρκετές για την αστυνομία. Την εποχή εκείνη, δεν υπήρχαν νόμοι για την προστασία των κακοποιημένων παιδιών, ούτε και νόμοι που να επιτρέπουν στην αστυνομία να παρέμβει στο οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού.
Για τρεις μήνες η θρησκευτική λειτουργός προσπαθούσε να φέρει την υπόθεση κακοποίησης του μικρού κοριτσιού στο προσκήνιο. Το κατάφερε χάρη στη βοήθεια του δικηγόρου Henry Berg, ο οποίος ήταν ήδη γνωστός για την πρωτοβουλία ίδρυσης ενός αμερικανικού δικτύου για την προστασία κακοποιημένων ζώων.
Οι δύο τους ερεύνησαν την υπόθεση και συνέλεξαν μαρτυρίες από τους γείτονες του σπιτιού.
Ήταν αυτοί που κατάφεραν να απομακρύνουν το κορίτσι από το τοξικό περιβάλλον που ζούσε και να φέρουν τη θετή μητέρα της ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η υπόθεση κακοποίησης του μικρού κοριτσιού έφτασε στο Ανώτατο δικαστήριο της Νέας Υόρκης το 1874.
Μέσα στο δικαστήριο η Mary Ellen είπε: «Η μαμά μου με χτυπούσε καθημερινά με ένα μαστίγιο από ακατέργαστο δέρμα. Τώρα έχω πάνω στο κεφάλι μου μπλε σημάδια, τα οποία έγιναν από το μαστίγιο της μητέρας μου. Το κούτελο μου στην αριστερή πλευρά είναι κομμένο από ένα ψαλίδι, με το οποίο με χτύπησε και με έκοψε. Δεν με έχει φιλήσει ποτέ. Ούτε έχω καμία ανάμνηση αγάπης από εκείνη».
Η θετή μητέρα της καταδικάστηκε με ποινή ενός χρόνο κάθειρξης και η Mary Ellen δεν επέστρεψε ξανά στο σπίτι όπου είχε συνδέσει μόνο με μαρτυρικές στιγμές. Την κηδεμονία της ανέλαβε η Etta Angell Wheeler, η γυναίκα που της έσωσε τη ζωή.
Το 1888 η Mary Ellen, σε ηλικία 24 ετών, παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά, ενώ αργότερα υιοθέτησε κι ένα ορφανό κοριτσάκι. Στην κόρη της έδωσε το όνομα Etta, ένας μικρός φόρο τιμής στην Etta Angell Wheeler που την έβγαλε από τον εφιάλτη και της έδωσε τόσο απλόχερα αγάπη και φροντίδα, λέξεις που αγνοούσε μέχρι να μπει στη ζωή της εκείνη.
Η Mary Ellen Wilson πέθανε το 1956 σε ηλικία 92 χρονών.