Όλοι μας έχουμε πάρει «μια στιγμή» για να σκεφτούμε ή άλλη «μια στιγμή» για να απαντήσουμε. Πόσο χρειαστήκαμε όμως; Διαισθητικά και μόνο, «μια στιγμή» σημαίνει πολύ λίγο, κάτι σχεδόν στιγμιαίο που περνά σαν ξαφνική ριπή αέρα και χάνεται διά παντός. Η λάμψη της αστραπής διαρκεί μόνο μια στιγμή, ενώ κάποιος χάνει τις αισθήσεις του για μερικές στιγμές. Τι γίνεται όμως όταν περνά σε κάτι η στιγμή του, όταν χάνει το momentum του δηλαδή; Ή τι ακριβώς εννοούμε όταν μιλάμε για τις μεγάλες στιγμές του αιώνα; Αυτές οι στιγμές έχουν προφανώς μεγαλύτερη χρονική διάρκεια από τις άλλες, τις στιγμιαίες στιγμές, έτσι δεν είναι; Και μπορούμε να συνεχίσουμε για πολύ ακόμα συγκρίνοντας στιγμές, καθώς τις χρησιμοποιούμε πολύ στην τρέχουσα για να κάνουμε ασαφείς χρονικές εκτιμήσεις. Μόνο που κάθε στιγμή φαίνεται να έχει τη δική της διάρκεια και εμείς συνεννοούμαστε μια χαρά όταν τις επιστρατεύουμε στον λόγο μας, λες και όλοι ξέρουμε τις στιγμές και τις στιγμούλες, τη μια στιγμή ή τις δυο στιγμές, τις στιγμές ευτυχίας σε έναν δυστυχισμένο γάμο ή εκείνη τη φορά που έφτασες στον σιδηροδρομικό σταθμό την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή. Στιγμές πρώτες, στιγμές κατάλληλες, στιγμές που μετανιώνεις, καλές και κακές στιγμές, αλλά και αποφάσεις της στιγμής, τόσες οι στιγμές όσο και τα πλαίσια που τις εγγράφουμε δηλαδή! Μόνο που η Ιστορία θα τραβούσε τα μαλλιά της αν μας άκουγε να τις χρησιμοποιούμε έτσι ελαφρά τη καρδία…
Σύντομη ιστορία της στιγμής
Μια στιγμή δεν είναι καθόλου μια στιγμή
Αυτό που προσπαθούν να κάνουν οι ωρολογοποιοί είναι να φτιάξουν έτσι τα ρολόγια μας που να έχουν κάποιο νόημα. Υποκειμενικό και σχετικά αυθαίρετο νόημα. Όπως ακριβώς και ο εγκέφαλός μας δηλαδή, που προσπαθεί να μας δώσει μια συνεκτική κατανόηση της στιγμιαίας πραγματικότητας, παραμένοντας κι αυτός εξόχως προσδεμένος στο άρμα της υποκειμενικότητας. Δεν υπάρχει εξάλλου κάποια εγκεφαλική δομή ή περιοχή που να λαμβάνει χώρα η πρόσληψη του χρόνου, όπως υπάρχουν κέντρα όρασης ή σκέψης. Οι χρονικές πληροφορίες προκύπτουν από διάφορες πηγές και έχουν να κάνουν με διαφορετικούς χρόνους και ακόμα διαφορετικότερες ταχύτητες. Ο νευροεπιστήμονας David Eagleman περιγράφει τον εγκέφαλο ως ένα πρόγραμμα επεξεργασίας βίντεο, που κάνει ένα σωρό δουλειές στο περιθώριο, δουλειές που δεν συνειδητοποιούμε, ώστε να προσλάβουμε όλες αυτές τις στιγμές ως ενιαίο όλο αλλά και τώρα: «Κάνει αυτή τη δουλειά, τη συρραφή όλων των διαφορετικών πληροφοριών που προσλαμβάνει, οι οποίες έρχονται σε διαφορετικές ώρες, και πρέπει να τις βάλει όλες σε σειρά». Οπότε; «Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι ζούμε στο παρελθόν και ό,τι μοιάζει να συμβαίνει σε μια στιγμή, είναι στην πραγματικότητα μια συρραφή». Τα νευρικά σήματα από τα πόδια μας, για παράδειγμα, χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να φτάσουν στον εγκέφαλο από τα σήματα του προσώπου μας. Αλλά ο εγκέφαλος δεν προσλαμβάνει αυτές τις διαφορές ή τις κόβει στο μοντάζ! Κάνει όμως πολλά περισσότερα από το να το παίζει απλώς τροχονόμος στα τόσα ερεθίσματα: «Έχουμε όλες αυτές τις διαφορετικές πτυχές του χρόνου», εξηγεί ο Eagleman, «όπως πόσο πολύ διήρκεσε κάτι ή τι συνέβη πρώτο ή πόσο γρήγορα αναβοσβήνει αυτό το πράγμα». Όλα αυτά τα ερεθίσματα προσλαμβάνονται και αναλύονται από ανεξάρτητους μεν εγκεφαλικούς μηχανισμούς, «έχουμε ωστόσο αυτή την αίσθηση ότι ο χρόνος κυλά ομαλά και ότι μπορούμε να τον καταλάβουμε. Στην πραγματικότητα, έχουμε μία μόνο λέξη που αντιπροσωπεύει όλα αυτά τα πράγματα, αυτές τις διαφορετικές πλευρές του ‘‘χρόνου’’, έχουμε μία μόνο λέξη». Τον «χρόνο» εννοεί, τον κατακερματισμένο χρόνο που εμείς αισθανόμαστε πως είναι ενιαίος και γραμμικός. Οι νευροεπιστήμονες έχουν υπολογίσει εδώ και καιρό πως εξαιτίας των διαφορετικών εγκεφαλικών μηχανισμών που έχουν να κάνουν με τον χρόνο, ζούμε πάντα στο παρελθόν. Και έχουν και νούμερο: μισό δευτερόλεπτο πριν! Αυτό που εμείς νιώθουμε ως «τώρα» δεν είναι παρά 500 χιλιοστά του δευτερολέπτου πρωτύτερα, καθώς το μυαλό μας τρέχει φρενιασμένα και απεγνωσμένα να συνδυάσει τα ερεθίσματά του και να διατηρήσει την ψευδαίσθηση της συνοχής και της χρονικής συνέχειας. Αυτές οι στιγμές για τις οποίες μιλάμε είναι λοιπόν πάντα και αναγκαστικά στιγμές του παρελθόντος, ένας σωστός αναχρονισμός, καθώς ο κόσμος δεν είναι για μας παρά μια κατάσταση εκ των υστέρων. Προσπαθήστε να χτυπήσετε τα δάχτυλά σας, μια κίνηση που κάνουμε συνήθως για να υποδηλώσουμε αυτή τη στιγμούλα. Μπορεί να μοιάζει στιγμιαία, είναι όμως σαν να παρακολουθούμε ένα ζωντανό τηλεοπτικό πρόγραμμα με χρονοκαθυστέρηση. Μέχρι να επεξεργαστεί ο εγκέφαλός μας την εντολή να μετακινήσει τα δάχτυλα, η εικόνα του μεσαίου δαχτύλου να γλιστρά στον αντίχειρα, η αίσθηση του ελαφρού κτύπου στο χέρι μας και οι δονήσεις στο τύμπανο του αυτιού μας, μέχρι να γίνουν όλα αυτά, η πραγματική κίνηση έχει έρθει και έχει φύγει. Η στιγμή της, η στιγμή μας, δεν υπήρξε ποτέ, ή υπήρξε πριν καν την καταλάβουμε. Γιατί όλα αυτά τα ερεθίσματα μοιάζουν να συμβαίνουν ταυτοχρόνως, μόνο που δεν συμβαίνουν. Ο εγκέφαλος είναι αναγκασμένος να ξαναγράψει την πρόσληψη της στιγμής και να ακυρώσει τις στιγμές που περνούν στο μεσοδιάστημα, συρράφοντας τις διαφορετικές εμπειρίες ως μία. «Ο αντιληπτικός κόσμος καθυστερεί πάντα σε σχέση με τον πραγματικό κόσμο», προσυπογράφει και ο Eagleman. Όχι μόνο δεν συμβαίνουν λοιπόν οι στιγμές όποτε πιστεύουμε ότι συμβαίνουν, αλλά ακόμα και οι αρχές και τα τέλη τους είναι ακόμα πιο ρευστά απ’ όσο θα υποθέταμε. Ο χρόνος είναι από νευροφυσιολογικής σκοπιάς μια νοητική κατασκευή και όχι ένα ακριβές βαρόμετρο για το τι πράγματι συμβαίνει εκεί έξω. Η στιγμή, μια στιγμή, ακόμα και το τώρα δεν είναι παρά εννοιολογικές κατηγορίες, πειστικές εγκεφαλικές εικασίες που κάνουν τα πάντα να μοιάζουν συνεκτικά. Μόνο που δεν είναι. Τι είναι τελικά η στιγμή;
Καθώς επιστημονικά έχουμε μάλλον αποτύχει ως ανθρωπότητα να ορίσουμε τη στιγμή, το επόμενο λογικό βήμα είναι να τη θεωρήσουμε περισσότερο γλωσσική κατασκευή παρά πραγματική ή αντιληπτική οντότητα. Αλλά ξέρουμε πόσο εύπλαστη μπορεί να γίνει η γλώσσα, μια από τις μεγάλες αρετές της, αναμφίβολα, αν και για το θέμα μας είναι ξανά εμπόδιο. Γιατί εδώ αναζητούμε την ακρίβεια, το ειδικό, και μάλλον δεν θα πάρουμε απάντηση ούτε από τους γλωσσολόγους που μιλούν για «γεγονότα» και «καταστάσεις». Τα γεγονότα είναι πράγματα που μπορούν να «συμβούν», παραμένοντας σε μια δυναμική κατάσταση, αντικατοπτρίζοντας αλλαγές και συνήθως έχουν και έναν φορέα που τα υποβαστάζει. Είναι γλωσσικές δομές που μεταφράζονται άλλοτε ως σημεία ή στιγμές και άλλοτε ως αλληλουχίες ή σειρές πραγμάτων και οι διαφορές μεταξύ τους αποκαλύπτουν την πολυπλοκότητα αυτών που εμφανίζονται να είναι απλές ιδέες. «Ο Γιάννης ολοκλήρωσε την κατασκευή του σπιτιού του», είναι μια πρόταση που περιγράφει τη στιγμή που ολοκληρώθηκε μια πράξη. Ποια στιγμή είναι όμως αυτή; Ίσιωσε απλώς ένα στραβό κεραμίδι ο Γιάννης του παραδείγματός μας ή μήπως έχτισε με τα χεράκια του ένα ολόκληρο δωμάτιο; Η στιγμή είναι ξανά εξαιρετικά ασαφής και ενοχλητικά αόριστη, καθώς πότε ολοκληρώνεται πραγματικά ένα σπίτι; Το ίδιο παρατηρούμε και στις «καταστάσεις», πράγματα που δεν αλλάζουν δηλαδή, γλωσσολογικά μιλώντας, και είναι περισσότερο ή λιγότερο μόνιμα. Η κατάσταση του «ένα συν ένα ίσον δύο» μοιάζει να ισχύει αιώνια και δεν είναι κάτι που περιμένεις πως θα αλλάξει με τον χρόνο. Εκτός κι αν μιλάμε για την επικράτεια της κβαντομηχανικής. Ή για τις πρώτες στιγμές του Σύμπαντος. Άλλες καταστάσεις είναι εμφανώς προσωρινές, με ξεκάθαρες αρχές και τέλη, όπως το να είσαι νέος, χαρούμενος ή μεθυσμένος. Εδώ υπάρχουν στιγμές, η πρώτη στιγμή που άρχισες να είσαι χαρούμενος και η τελευταία στιγμή έπειτα από την οποία έπαψες να είσαι, ακόμα κι αυτές τις προσλαμβάνουμε όμως διαισθητικά. Γιατί ποια ήταν ακριβώς αυτή η στιγμή και πώς μπορείς να την αναγνωρίσεις; Θα ήταν σίγουρα πολύ σύντομη και δύσκολα κατανοητή, πόσο μάλλον εκ των υστέρων, όταν τα ηνία παίρνει η μνήμη. Κοντολογίς, δεν υπάρχει μια στιγμή που να μπορείς να ζουμάρεις σε αυτή, απομονώνοντας όλα τα άλλα. Ακόμα και αυτή η τοσοδούλα στιγμή θα μπορούσε να διαιρεθεί σε ακόμα μικρότερες στιγμούλες, με τον ίδιο τρόπο που υπάρχουν άπειροι αριθμοί μεταξύ του 1,1 και του 1,2 ή άπειρα διαστήματα μεταξύ δύο σημείων. Έτσι είναι μάλλον και οι στιγμές, απλά διαστήματα που έχουν κι άλλα ανάμεσά τους και εμείς επιλέγουμε να φωτίζουμε ως χρονικές οντότητες. Στα μάτια μας είναι που εμφανίζονται και εξαφανίζονται, χωρίς αρχή και τέλος, παρά ως ιδέες, ένα πριν και ένα μετά και πάμε γι’ άλλα. Και παρά την τρομακτική εξηγητική τους ρώμη, τόσο η φυσική και η νευροεπιστήμη όσο και η γλωσσολογία και η φιλοσοφία δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε για τον ίδιο τον χρόνο, πόσο μάλλον για τη μικροσκοπική στιγμούλα. Είναι πράγματι υποδιαίρεση του χρόνου ή μήπως δεν υπάρχει καν; Μπορούμε να την ταυτίσουμε με αυτό το μισό δευτερόλεπτο της καθυστερημένης γνωστικής πραγματικότητάς μας ή μήπως είναι ολότελα διαφορετικά πράγματα; Ακόμα και διαφορετικές λέξεις χρησιμοποιούμε για την ορίσουμε, πόσο μάλλον που την προσλαμβάνουμε διαφορετικά από τις γνωστές μας υποδιαιρέσεις του χρόνου. Είναι μια στιγμή το ένα δευτερόλεπτο; Μάλλον όχι και σίγουρα δεν ταυτίζονται. Και αυτή η ενοχλητική ανακρίβεια της γλώσσας υποδεικνύει μάλλον τη διαφορετική φύση της, αντί να συσκοτίζει το τοπίο. Φαίνεται σαν όλες αυτές οι «στιγμές», με όποιον τρόπο και αν τις εννοούμε, να ενυπάρχουν σε διαφορετικούς κόσμους και να συμβαίνουν με τρόπους που δεν αντιλαμβανόμαστε. Υπάρχουν τα ατομικά ρολόγια, ο κοσμικός χρόνος, οι ασύνειδες εγκεφαλικές διεργασίες, ο συνειδητός νους, τα σύμβολα και τα σημεία της γλώσσας και μέσα στις διαφορετικές αυτές καταστάσεις η στιγμή, μια διαισθητική οντότητα που όλοι καταλαβαίνουμε χωρίς να μπορεί κανείς να ορίσει. Και πιθανότατα καταλαβαίνουμε εντελώς διαφορετικά πράγματα όταν την ξεστομίσουμε. Μια ακαθόριστη ποσότητα είναι λοιπόν, ένα δισεπίλυτο πρόβλημα που μας διαφεύγει. Αφιερώστε μια στιγμή να το σκεφτείτε…