«Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι»… Η συγκλονιστική αυτή φράση προέρχεται από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη «Οδός Αβύσσου αριθμός 0» στο οποίο ο συγγραφέας περιγράφει -σε αρκετές περιπτώσεις με ιδιαίτερη σκληρότητα- τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι πολιτικοί κρατούμενοι στη μαρτυρική Μακρόνησο.
Τόπος εξορίας. Τόπος αίματος και θανάτου. Τόπος φρικτών και απάνθρωπων βασανιστηρίων. Η Μακρόνησος ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα με αφορμή το συλλαλητήριο για τη Μακεδονία που πραγματοποιήθηκε στο Σύνταγμα. Και μπορεί τα δυο θέματα να δείχνουν άσχετα μεταξύ τους, ωστόσο, τα όσα ακολούθησαν, θύμισαν σε όλους πως οι πληγές που άνοιξε η Μακρόνησος στο κορμί και το μυαλό της ελληνικής κοινωνίας ακόμα δεν έχουν κλείσει.
Ο Μίκης Θεοδωράκης μίλησε στο συλλαλητήριο και δέχθηκε δριμεία κριτική από σύσσωμο σχεδόν τον κόσμο της Αριστεράς. Λίγες ώρες μετά ο Χρήστος Σκαλούμπακας γράφει στον προσωπικό του λογαριασμό στο twitter: «Ο Μίκης μίλησε λες κι άκουγα τον πατέρα μου στην Μακρόνησο να μιλάει για την Μακεδονία! Εντυπωσιακή η στροφή του, τα στερνά τιμούν τα πρώτα! Σίγουρα ο πατέρας μου θα χαμογελάει από τον τάφο του ότι τίποτα δεν έχει χαθεί»!
Το «τιτίβισμα» άνοιξε ένα νέο γύρο κουβέντας (και σφοδρών αντιπαραθέσεων, εννοείται) στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται ο πατέρας του Χρήστου Σκαλούμπακα, Παναγιώτης. Αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού σε χρόνια σκοτεινά και ένας από τους πιο σκληρούς βασανιστές στη Μακρόνησο. Στο νησί της εξορίας που και ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης είχε βρεθεί σαν πολιτικός κρατούμενος και βασανίστηκε δίχως έλεος.
Ο αυστηρός και φανατικός εθνικόφρων
Το 1918 στην Επισκοπή Τεγέας της Τρίπολης γεννιέται ο Παναγιώτης Σκαλούμπακας. Γόνος πολυμελούς αγροτικής οικογένειας. Ήταν το προτελευταίο παιδί της οικογένειας (είχε τρία μεγαλύτερα αδέρφια και ένα μικρότερο). Σε ηλικία 20 ετών αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευέλπιδων και δυο χρόνια αργότερα, το 1940, βρέθηκε να πολεμά στο ελληνοαλβανικό μέτωπο.
Όταν η Ελλάδα παραδόθηκε στις ναζιστικές ορδές ο Σκαλούμπακας, σύμφωνα με όσα είναι γνωστά, ιδιώτευσε και μετά την απελευθέρωση τοποθετήθηκε ως διοικητής του 4ου Λόχου Σκαπανέων υπό το Γ’ Σώμα Στρατού στην Θεσσαλονίκη. Όντας χαρακτηρισμένος ως «αυστηρός και φανατικός εθνικόφρων» αναλαμβάνει την «ανάνηψη» (όπως χαρακτηριζόταν, τότε) των κομμουνιστών τους οποίους μέσα από φρικτά βασανιστήρια προσπαθούν να αναγκάσουν (ο Σκαλούμπακας και οι υφιστάμενοι του) να υπογράψουν τις περίφημες δηλώσεις μετάνοιας.
Ο Λόχος αρχίζει να παρουσιάζει αποτελέσματα και σταδιακά μεγαλώνει για να φτάσει τον Ιούνιο του 1947 να είναι πλέον Τάγμα και να «μετακομίζει» στη Μακρόνησο ως Γ’ ΕΤΟ (Ειδικό Τάγμα Οπλιτών) όπου πλέον τα βασανιστήρια γίνονται ακόμα πιο σκληρά. Ο Σκαλούμπακας και το Γ’ ΕΤΟ γίνονται συνώνυμα της φρίκης, όπως αναφέρουν με τρόπο γλαφυρό οι δεκάδες μαρτυρίες, όπως αυτή του Αντώνη Φλούντζη, του αντιστασιακού γιατρού που φυλακίστηκε για συνολικά 24 χρόνια, σχεδόν σε όλες τις φυλακές του μετεμφυλιακού κράτους και της δικτατορίας χωρίς ποτέ να υπογράψει δήλωση μετάνοιας.
Η σφαγή του Α’ ΕΤΟ τον Φεβρουάριο του 1948
Ο Σκαλούμπακας χρειάστηκε μόνο μερικούς μήνες για να γίνει ο φόβος και ο τρόμος των πολιτικών κρατουμένων στην Μακρόνησο. Μαζί με τους Γεώργιο Μπαϊρακτάρη (κατά κύριο λόγο), Αντώνη Βασιλόπουλο, τον μετέπειτα δικτάτορα Δημήτριο Ιωαννίδη αλλά και τους Τζανετάτο, Καραφώτη, Σγουρό, Σούλη και Καστρίτση είχαν αναλάβει το έργο ώστε να προχωρήσει με… κάθε τρόπο η «εθνική αναμόρφωση».
Και αυτό το «με κάθε τρόπο» φάνηκε ξεκάθαρα τον Φεβρουάριο του 1948. Οι πολιτικοί κρατούμενοι λίγο καιρό πριν είχαν πάρει την απόφαση να μην βάζουν υπογραφή σε κανένα από τα χαρτιά που τους παρουσιάζουν υπό τον φόβο να χρησιμοποιήσουν την υπογραφή τους αυτή σε δήλωση μετάνοιας. Οι αξιωματικοί της Μακρονήσου, εκλαμβάνουν την απόφαση αυτή ως «στάση» και δρουν ανάλογα.
Ο κομμουνιστής Νίκος Βοσνίδης, πολιτικός κρατούμενος στο Α’ ΕΤΟ περιγράφει πως το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου τους συγκέντρωσαν στο χώρο του θεάτρου δήθεν για να γίνει μια θρησκευτική ομιλία. Εκεί αρχικά ξεκίνησαν να τους ξυλοκοπούν δίχως έλεος και στη συνέχεια, όταν οι πολιτικοί κρατούμενοι διαμαρτυρήθηκαν, άνοιξαν πυρ με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον έξι άτομα. Την επόμενη ημέρα, 1η Μαρτίου, το «σάρωμα» συνεχίστηκε με εντολή Μπαϊρακτάρη ο οποίος φώναζε πως θα καταστείλει την εξέγερση και έδωσε εντολή να πυροβολούν αδιακρίτως κατά των κρατουμένων.
«Στρατιώται του Α’ Τάγματος, εκάματε μίαν απερισκεψίαν. Ολίγα καθάρματα κομμουνισταί σας παρέσυραν εις στάσιν κατά της Πατρίδος. Όσοι από σας δεν συμφωνούν με τους δολοφόνους, οι οποίοι εδημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα, διαχωρίστε τας ευθύνας σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον. Το κράτος δεν μπορεί να υποχωρήσει, το κράτος δεν θα υποχωρήσει», φώναζε από τα μεγάφωνα ο Μπαϊρακτάρης. Και όταν οι κρατούμενοι συγκεντρώθηκαν στον 7ο λόχο άρχισε νέα σφαγή ακόμα μεγαλύτερη. Αυτή τη φορά τον πρώτο λόγο είχαν τα μυδραλιοβόλα. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των επιζώντων τουλάχιστον 350 άνθρωποι έπεσαν νεκροί.
Ο διοικητής του Γ’ ΕΤΟ, Παναγιώτης Σκαλούμπακας, σύμφωνα με την μαρτυρία του Μίμη Βρονταμίτη, καπετάνιου του καϊκιού που κουβάλαγε νερό, τρόφιμα και… νεοσύλλεκτους στο κολαστήριο της Μακρονήσου, «στο φοβερό ντουφεκίδι του Μάρτη του 1948, μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ’ Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου τη λέξη “νεκρός”. Ήτανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη και δυο άλλοι γιατροί. Σ’ ένα δρομολόγιο μόνο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους»!
Η εφημερίδα «Καθημερινή» δύο ημέρες μετά έγραφε: «Μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν»!
Ο Σκαλούμπακας, ο Θεοδωράκης και ο Κύρκος
Στα τέλη του Μάη του 1948, μερικούς μήνες δηλαδή μετά τη σφαγή στη Μακρόνησο, ο Μίκης Θεοδωράκης συλλαμβάνεται και εκτοπίζεται στην Ικαρία. Λίγο καιρό αργότερα μεταφέρεται στο Δ’ ΕΤΟ. Στις 6 Σεπτεμβρίου ο Σκαλούμπακας φεύγει από τη Μακρόνησο με μετάθεση. Παραμένει άγνωστο αν οι δυο τους συναντήθηκαν σε αυτές τις λίγες εβδομάδες που συνυπήρξαν στο μαρτυρικό ξερονήσι. Από μόνη της, ωστόσο, αυτή η χρονική σύμπτωση αποκτά ιδιαίτερη σημασία και αξία σήμερα.
Ακόμα κι αν δεν συναντήθηκε πάντως με τον Θεοδωράκη, ο Σκαλούμπακας είχε βρεθεί με μια άλλη ηγετική μορφή της ελληνικής Αριστεράς. Τον Λεωνίδα Κύρκο. Τη συνάντησή τους, περιγράφουν… «κατ’ αντιπαράσταση» οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές στο ντοκιμαντέρ η «Μακρόνησος» των Ηλία Γιαννακάκη και Εύης Καραμπάτσου, που προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2009.
Ο Κύρκος περιγράφει πως μια μέρα τον φώναξαν σε μια σκηνή όπου υπήρχε ένα αξιωματικός. Μόλις μπήκε μέσα ο αξιωματικός του είπε «φώναξε ζήτω η Μεγάλη Ελλάδα». Ο Κύρκος του απαντά πως δεν πρόκειται να φωνάξει κάτι τέτοιο. Ο αξιωματικός τον ρωτά: «γιατί, ρε, δεν θέλεις την μεγάλη Ελλάδα»; Ο Κύρκος ανταπαντά: «Δεν την θέλω όπως την θέλετε εσείς». Αποτέλεσμα αυτής της στιχομυθίας ήταν οι παρευρισκόμενοι φαντάροι να επιτεθούν στον Κύρκο και να τον ξυλοκοπήσουν άγρια. «Την τέταρτη ημέρα ήρθαν και μου είπαν πως με ήθελε ο διοικητής, ο Σκαλούμπακας. Αυτός με υποδέχθηκε ευγενικά, μου πρόσφερε κάθισμα να καθίσω, διέταξε να μου φέρουν μια φορεσιά γιατί αυτή που φορούσαν ήταν σκισμένη και αιματοβαμμένη και με κράτησε στη σκηνή του όπου και διανυκτέρευσα», είχε πει ο Κύρκος.
Από την πλευρά του ο Σκαλούμπακας για το ίδιο περιστατικό περιγράφει πως: «είπε δηλαδή ο Κύρκος ότι τον δέρναμε; Ότι τον έδειρα εγώ; Ότι τον έδερνε κάποιος; Όταν πήγε στη σκηνή ο Κύρκος προκάλεσε και του το έσπασαν το κεφάλι. Σου λέει, εσύ γιατί μας έχεις εμάς για εκτέλεση; Εμ, βέβαια του το σπάσανε. Τον προστάτευσα τον Κύρκο, ειλικρινά. Όπως θα προστάτευα τον οποιονδήποτε. Και αυτό το ομολογεί ο εγωπαθής ο Κύρκος», ενώ σε άλλο σημείο για τη σφαγή του Α’ ΕΤΟ παραδέχεται: «δεν ήταν εύκολο πράγμα να κατασταλεί η εξέγερση […] Είχε πολυβόλα πάνω στα καραβάκια και ο Μπαϊράκταρης τους φώναζε υποταχθείτε αλλά αυτοί το βιολί τους. Πυροβολήσαν και από εκεί μου φαίνεται, αλλά και η φρουρά αμύνθηκε γιατί πήγαν να την αφοπλίσουν. Άμα έχεις χιλιάδες να είναι σε εξέγερση πως να τους αντιμετωπίσεις, δηλαδή; Οι κομμουνισταί ηδονίζονται με τα ψεύδη. Οι σκοτωμένοι εκεί είναι λιγότεροι από 20»!
Όταν ο Σκαλούμπακας μετατέθηκε από τη Μακρόνησο υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες ανά την Ελλάδα. Το 1954 παντρεύτηκε την Αλτάνη Παπαλέξη με την οποία απέκτησε δυο γιούς. Τον Χρήστο και τον Αθανάσιο.
Το 1950 όντας, πλέον, αντισυνταγματάρχης έγραψε τρία αντικομμουνιστικά εγχειρίδια, τα οποία δίδαξε ο ίδιος στην Ευελπίδων την περίοδο 1959- 1960. Το Δεκέμβριο του 1966 προήχθη σε ταξίαρχο και τρία χρόνια αργότερα αποστρατεύτηκε με το βαθμό του υποστρατήγου. Πέθανε τον Ιανουάριο του 2010 σε ηλικία 92 ετών.