Λένε πως το ζεϊμπέκικο είναι χορός μοναχικός, με οδύνη, με εσωτερικότητα. Εκείνος που χορεύει δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον, δεν τον νοιάζει αν τον κοιτούν ή αν περιεργάζονται τις κινήσεις του.
Ανοίγει τα χέρια και ρίχνει τις στροφές του για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον «τρώνε». Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει, για πάρτη του χορεύει. Συμπάσχει με τον στίχο, γι’ αυτό και επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει.
Το πιο διάσημο ζεϊμπέκικο της Ελλάδας είναι το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας». Το έγραψε ο αείμνηστος Μάνος Λοΐζος για να «ντύσει» μια από τις πλέον χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, μιας ταινίας-σταθμός για το ελληνικό σινεμά.
Η υπόθεση αφορά μία πόρνη και έναν λοχία που προσπαθούν να ζήσουν τον έρωτα, αντιμετωπίζοντας τα ταμπού της κοινωνίας και τις προσωπικές τους αγκυλώσεις. Η «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1971.
Σε μία συνοικιακή ταβέρνα, ένας φαντάρος σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο με πάθος, θράσος, καρφώνοντας με τα μάτια του την όμορφη Ευδοκία. Εκείνη, αν και συνοδεύεται από τρεις «αιμοβόρους» άντρες, παρασύρεται στον ρυθμό του, του χτυπάει παλαμάκια, γελάει περιπαικτικά, τον κοιτάει σχεδόν αχόρταγα κι ένα «Παναγιά μου» βγαίνει από τα χείλη της.
Ο Μάνος Λοΐζος, είδε το υλικό από τα γυρίσματα, που κράτησαν δύο μέρες και περιείχαν πολλές λήψεις του σκηνικού. Στα γυρίσματα, ο χορός είχε γίνει πάνω σε ένα τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη. Μία εκδοχή λέει πως ήταν το «Τα ματοκλάδα σου λάμπουν», ωστόσο ο πρωταγωνιστής της σκηνής, ο «φαντάρος» Γιώργος Κουτούζης, έχει πει σε συνέντευξή του πως το τραγούδι ήταν «Η άτακτη».
Πάνω σε αυτή τη σκηνή, ο Λοΐζος γράφει «Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» που έμελλε να γίνει κάτι σαν μουσικός ύμνος.
Οι νότες του ακούγονται πρώτη φορά στο σπίτι του συνθέτη, παρουσία του σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανού, με τον παλιό ρεμπέτη Γιώργο Μουφλουζέλη να παίζει τζουρά. Αυτόν τον συγκεκριμένο τζουρά θα ζητήσει αργότερα ο Μάνος Λοΐζος για να παίξει στην ηχογράφηση του κομματιού. Όπως έχει πει ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, ο Λοΐζος επέμενε να παίξει με αυτόν, αν και ξεκουρδιζόταν στις πρώτες νότες. Τελικά η σύνθεση ηχογραφείται κομμάτι κομμάτι ώστε να πάρει κι ο ξεκούρδιστος τζουράς τη θέση του σε αυτήν.
Ο Λοΐζος περιλαμβάνει το τραγούδι με νέα ενορχήστρωση στο δίσκο «Να ‘χαμε τι να ‘χαμε» (1972) και το «ζεϊμπέκικο» αρχίζει να αυτονομείται από την ταινία.
Το κομμάτι μένει χωρίς στίχους, αν και όπως έχει διηγηθεί ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Λοΐζος του ζήτησε να γράψει, όμως εκείνος ακούγοντας τη μουσική αρνήθηκε. «Αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν».
Κατά τη διάρκεια της μουσικής στην ταινία, πάντως, ακούγεται η φωνή και το γέλιο της Ελένης Ροδά, η οποία ντούμπλαρε την πρωταγωνίστρια Μαρία Βασιλείου, γιατί τα ελληνικά της δεν ήταν καλά.
Ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός δεν είχε στο μυαλό του επαγγελματίες ηθοποιούς για τους πρώτους ρόλους του. Μάλιστα λέγεται ότι δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να βρει την πρωταγωνίστριά του και μέχρι τότε σταμάτησε και την προετοιμασία της ταινίας.
Επέλεξε τον «λοχία» του συναντώντας τον σε έναν καβγά στο δρόμο στην Ερυθραία. Ο Γιώργος Κουτούζης τότε δούλευε σε οικοδομή. Αρχικά ήταν επιφυλακτικός, όμως ο Δαμιανός κατάφερε και τον έπεισε.
Ο χορός του φαντάρου ήταν μια «ιεροτελεστία» όπως την έχει χαρακτηρίσει ο Γιώργος Κουτούζης. Ο Αλέξης Δαμιανός, του φώναζε διαρκώς: «Ψηλά το κεφάλι, τα χέρια ανοιχτά. Κοίτα τα μάτια της Ευδοκίας τίποτε άλλο…».
Ο σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης, βοηθός του Δαμιανού εκείνη την εποχή στο βιβλίο του «Όταν ο Δαμιανός γύριζε την “Ευδοκία” γράφει για την σκηνή: «Ο τρόπος που χορεύεται από τον λοχία το ζεϊμπέκικο αποκαλύπτει και την άποψη του Δαμιανού γι’ αυτό το χορό. Είναι χορός – ερωτικό κάλεσμα και ταυτοχρόνως χορός πολεμικός, επιθετικός προς όποιον τολμήσει να σταματήσει, να εμποδίσει την ερωτική ένωση. Οι μισές κινήσεις είναι πατήματα γερά στο έδαφος σαν να δίνει σήμα ο χορευτής στον Άδη, στους νεκρούς, πως αυτός συνεχίζει την πορεία της ζωής, την αρχετυπική ένωση με το θηλυκό. Οι άλλες μισές κινήσεις είναι άγριο τίναγμα του κεφαλιού ψηλά και βλέμμα που καρφώνει τον αντίπαλο, αποφασισμένο για όλα».
Όσο για την χαριτωμένη και τσαχπίνα «Ευδοκία» ήταν η Μαρία Βασιλείου που την ξεχώρισε σε ένα φωτογραφικό άλμπουμ στο Λονδίνο μαζί με τη γυναίκα του. Ανάμεσα σε φωτογραφίες διάφορων όμορφων κοριτσιών που πόζαραν ερωτικά στο φακό, ξεχώρισε μία. Εκείνη! Με το που είδαν τη φωτογραφία της, ο Δαμιανός και η γυναίκα του, κατάλαβαν ότι είναι αυτό που ψάχνουν, αυτή είναι η «Ευδοκία».
Η 20χρονη μεγαλωμένη στο Λονδίνο Κύπρια, κόρη φτωχής πολυμελούς οικογένειας άφησε την Αγγλία κι ήρθε στην Ελλάδα για να γίνει η «Ευδοκία», κεντρική ηρωίδα της ταινίας που το 1985 ψηφίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών.
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της που κράτησαν ένα χρόνο, και οι δύο έμεναν στο σπίτι του Δαμιανού στην Εκάλη, όπου κάνουν διαρκώς μαθήματα και πρόβες.
Ο Γιώργος Κουτούζης δεν ξαναγύρισε άλλη ταινία μετά την «Ευδοκία». Ήταν μία συνειδητή επιλογή. Έφυγε στα καράβια και, όταν γύρισε συνέχισε να εργάζεται στην Ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος και να μένει στο Κερατσίνι, επιλέγοντας να χορεύει όποτε ο ίδιος ήθελε, για πάρτη του.
Η Μαρία Βασιλείου, έπαιξε σε δύο ταινίες του Όμηρου Ευστρατιάδη («Παιδιά των λουλουδιών», «Ερωτισμός και Πάθος») και στον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1975).
Το 1973, σε ένα γνωστό αθηναϊκό κλαμπ, γνώρισε τον μουσικό Σωτήρη Κοματσιούλη που εμφανιζόταν με την αδελφή της Ελένη, η οποία τραγουδούσε. Ερωτεύθηκαν και τον ακολούθησε στις περιοδείες του και Παντρεύτηκαν.
Το 1977 αρχίζουν να κυκλοφορούν φήμες ότι πέθανε σε τροχαίο, αλλά γρήγορα διαψεύστηκαν. Μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, έφυγε τον Ιούλιο του 1989 σε ηλικία 39 ετών. Το κοριτσάκι που είχε αποκτήσει, το μεγάλωσε η αδερφή της. Η Μαρία Βασιλείου κέρδισε το πρώτο βραβείο γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ηρώδειο. Η ορχήστρα αρχίζει να παίζει το « Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας». Το κοινό ενθουσιάζεται αρχίζει να χειροκροτεί ρυθμικά, ενώ εμφανίζεται στην άκρη της σκηνής ένας φαντάρος που ζητά από την τραγουδίστρια να ανέβει να χορέψει.
Εκείνη με ένα νεύμα τον προσκαλεί και τότε ξεκινούν οι δυο τους να χορεύουν ζεϊμπέκικο. Η σκηνή που διαδραματίζεται τα έχει όλα. Τη λεβεντιά του φαντάρου και την θεατρικότητα της Χάρις Αλεξίου.
Ο «φαντάρος» δεν ήταν στην πραγματικότητα φαντάρος αλλά ο ηθοποιός και χορευτής κ. Δρόσος Σκώτης.
Όπως είπε ο ίδιος στο newsbeast.gr, είχε συμφωνήσει να εμφανιστεί στο Ηρώδειο ντυμένος φαντάρος σε ένα σκηνικό που θα θύμιζε την χαρακτηριστική σκηνή από την ταινία «Ευδοκία».
Το σκηνικό επαναλείφθηκε τρεις μέρες και για εκείνον το να χορέψει στο Ηρώδειο και έχοντας στο πλευρό του την Χαρούλα Αλεξίου ήταν κάτι το μοναδικό.